Ζωή Σαμαρά: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Η Ζωή Σαμαρά είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διδάσκει Θεωρία της Λογοτεχνίας και του Θεάτρου. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Από τις δημοσιεύσεις της στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ελβετία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, αναφέρουμε ενδεικτικά τα βιβλία Le Regne de Cronos (Παρίσι, 1983), Προοπτικές του Κειμένου (Θεσσαλονίκη, 1987), Υπόκριση θεατρικού λόγου (Θεσσαλονίκη, 1996), το ανθολόγιο Φωνή από την άλλη ακρογιαλιά: Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 1997), τον συλλογικό τόμο Montaigne: Espace Voyage Ecriture (Παρίσι, 1995), το αφιέρωμα Approches bachelardiennes des oeuvres litteraires (Τύμπινγκεν, 1996) και τα άρθρα «Le lecteur bon nageur», «Poetique du non», «Le sens comme reflet», «Ποιητής: εβενουργός της νύχτας», «Γυνή πολύτροπος».
Μίλησε στο diastixo.gr με αφορμή την ποιητική της συλλογή Είδα τις λέξεις να χορεύουν που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη.
Ποίηση είναι να πάρεις το άδειο και να το γεμίσεις, για να νιώσεις το δέος της δημιουργίας∙ να πάρεις το γεμάτο και να το αδειάσεις, για να νιώσεις τη γοητεία της ερημιάς.
Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στη συγγραφή;
Μικρή είχα συχνά την αίσθηση ότι το πρώτο δώρο που μου χάρισαν όταν γεννήθηκα δεν μπορούσε παρά να ήταν ένα βιβλίο ή ένα τετράδιο. Τα μικρά μαύρα πλασματάκια, όπως αποκαλούσα τα γράμματα, ασκούσαν στη σκέψη μου μια φοβερή γοητεία από την πρώτη στιγμή που είδα βιβλίο και το έπιασα στα χέρια μου. Παρόμοια επίδραση είχε και η λευκή σελίδα. Με προκαλούσε να τη γεμίσω με μαύρα ανθρωπάκια που δεν έμοιαζαν ωστόσο με τα γράμματα που έβλεπα στα βιβλία και δεν μπορούσα ακόμη να αναγνώσω, να αναγνωρίσω. Νόμιζα ότι ήταν υποχρέωση του κατόχου του τετραδίου να δημιουργήσει την εικόνα του γραπτού λόγου από την αρχή, και γιατί όχι τα γράμματα. Αργότερα, όταν έμαθα γαλλικά και διάβασα Mallarmé, αντιλήφθηκα ότι η λευκή σελίδα είναι στην ουσία το ποίημα εν τη γενέσει του. Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος του περιοδικού που ίδρυσα. «ΘΕΥΘ» είναι ο θεός των γραμμάτων στην αιγυπτιακή μυθολογία, άσχετα αν τον μεταμορφώνω σε θεό της γραφής, έννοια του 20ού αιώνα.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί η ποιητική συλλογή Είδα τις λέξεις να χορεύουν;
Μου αρέσει να γράφω μικρά ποιήματα, αλλά δεν τα αφήνω ποτέ μόνα. Προσθέτω κάθε τόσο καινούργια, που τα συνδέει η θεματική, η τεχνική, οι εικόνες ή ο ρυθμός. Έτσι βγαίνει μόνο του ξαφνικά ένα βιβλίο που μοιάζει με σύνθεση. Όσο συσσώρευα τα ποιήματα για το συγκεκριμένο βιβλίο τόσο είχα την ψευδαίσθηση ότι έγραφα αρχαία τραγωδία. Το έστειλα στις εκδόσεις Γκοβόστη και ήταν μεγάλη η συγκίνησή μου όταν είδα με πόση αγάπη το αγκάλιασαν. Από τις ίδιες εκδόσεις είχε κυκλοφορήσει και η προηγούμενη ποιητική μου σύνθεση Είναι πολύ μακριά η Δύση.
Ο τίτλος της ποιητικής σας συλλογής είναι συμβολικός ή υποδηλώνει κάτι άλλο;
Ο τίτλος είναι στίχος ποιήματος που έγραψα το 2000 στη Λευκωσία –όταν ήμουν εκεί για λίγες μέρες, προσκεκλημένη από το Πανεπιστήμιο Κύπρου– και δημοσίευσα σε περιοδικό το 2002. Στο ποίημα η αφηγήτρια παρασύρεται από την ποιητική μανία –πιο σοφή από την ανθρώπινη σωφροσύνη, σύμφωνα με τον Σωκράτη–, βλέπει νεράιδες να χορεύουν σε μαγεμένο αλώνι και αναφωνεί: «Ναι, είδα τις λέξεις να χορεύουν», άρα αποδέχεται το πάθος της για την ποίηση και τις λέξεις. Επιπλέον, η μεγάλη μου επιθυμία να γράψω θέατρο γέννησε τη διαλογική φύση της συλλογής. Ο Χορός, φωνή της κοινωνίας, δεν μπορούσε να απουσιάζει από ένα βιβλίο με κυρίαρχη την κοινωνική θεματική.
Γράφετε: «Δεν έγραφε, σιωπούσε/ Η ποίηση είναι κόρη της σιωπής...». Αλήθεια, θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα λόγια για αυτούς τους στίχους σας;
Όταν ο ποιητής σχολιάζει τους στίχους του, κλείνει το μαγικό παράθυρο που οδηγεί στην πολλαπλή σήμανση. Μπορεί όμως να αποκαλύψει τα κρυφά μονοπάτια που τον οδήγησαν σε αυτούς. Στην Παλαιά Διαθήκη το φως γεννιέται από μια εντολή. Δηλαδή πρώτα υπήρχε η λέξη και μετά το αντικείμενο αναφοράς, στην περίπτωσή μας, το σύμπαν. Έχουμε λοιπόν υποχρέωση να σκάψουμε τη γη και να θάψουμε μέσα το λόγο, για να μπορέσει να ξαναγεννηθεί, ανθρώπινος, ανανεωμένος, ακριβώς όπως για να φτάσουμε στη Γη της Επαγγελίας περνούμε μέσα από την έρημο. Για να βγει ο σωστός εσωτερικός ρυθμός πρέπει να έχουμε απαρνηθεί όλους τους γνωστούς ρυθμούς, να ακούμε μέσα στη σιωπή ανενόχλητοι τους ήχους της ψυχής μας.
Η ποίηση είναι πάθος, έμπνευση, αναδεύει λέξεις, συναισθήματα, πέρα από το ρυθμό και την οδύνη. Δανείζομαι κάποιους στίχους σας και σας απευθύνω το ερώτημα, τι είναι αλήθεια η ποίηση;
Η αλήθεια είναι ότι ως θεωρητικός της λογοτεχνίας δεν έχω καμιά απάντηση που να με ικανοποιεί. Και αυτό ίσως είναι μια ευλογία για την ποιήτρια που από μικρό παιδί κρύβω μέσα μου. Η μάταιη αναζήτηση της φύσης και της λειτουργίας της ποίησης μοιάζει με ταξίδι στην Ιθάκη.
Έχω απαντήσει πολλές φορές στην ίδια ερώτηση. Ίσως η απάντηση που μου ταιριάζει περισσότερο είναι αυτή που έδωσα σε συνέντευξη στην εφημερίδα «Τα Νέα» το 2006. Αν θυμάμαι καλά, είπα: «Ποίηση είναι να πάρεις το άδειο και να το γεμίσεις, για να νιώσεις το δέος της δημιουργίας∙ να πάρεις το γεμάτο και να το αδειάσεις, για να νιώσεις τη γοητεία της ερημιάς».
Μπορεί να έχει πάθος ο ποιητής και να ανησυχεί για το έργο του;
Πάθος, αυτό που ο Σωκράτης στο «Φαίδρο» αποκαλεί ποιητική μανία; Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι ο γνήσιος ποιητής, όπως ο γνήσιος λογοτέχνης γενικά, ανησυχεί για το έργο του σε πολλά επίπεδα. Πρώτα απ’ όλα, αμφισβητεί την αξία των γραπτών του. Κι εδώ που τα λέμε, αν πιστεύεις ότι γράφεις αριστουργήματα, καλύτερα να μη γράφεις. Το ερωτηματικό για την αξία μας που κρύβεται μέσα μας και προκαλεί άλγος είναι ένδειξη πηγαίου ταλέντου.
Αγωνία όμως προκαλεί και το πεπρωμένο της ποίησής μας από την εποχή του Πίνδαρου. Μέχρι πότε θα ζει η ποίησή μου; Για πάντα, είναι η απάντηση του αρχαίου Έλληνα. Εμείς ας αρκεστούμε στο γεγονός ότι διαβάζεται σήμερα από δέκα ευαίσθητους αναγνώστες που παίρνουν μαζί τους, καθώς αφήνουν το βιβλίο μας, την πεμπτουσία του λόγου μας.
Εσάς ποιος ποιητής σας συγκλόνισε με το έργο του και σας επηρέασε;
Όσοι ποιητές με συγκλόνισαν, αρχίζοντας από τους μεγάλους τραγικούς, είναι τόσο σπουδαίοι που δεν είναι δυνατό να μιλάμε για επίδραση. Έχω πλέον πεισθεί ότι ετοίμασαν την ψυχή μου για να υποδεχθώ την Ποίηση με την ταπεινότητα που της οφείλουμε.
Με ρώτησαν κάποτε οι φοιτητές μου γιατί δεν διδάσκω Rimbaud, ενώ ξέρουν ότι τον λατρεύω. Τους εξήγησα ότι με συγκλονίζει σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορώ να τον διδάξω, καθώς στη διδασκαλία χρειάζεται ορθός λόγος. Ζήτησαν ένα παράδειγμα και τους ανέφερα τον περίπατο του ποιητικού Εγώ το ξημέρωμα, στο ποίημα «Η αυγή», όταν συναντά στο δρόμο του ένα λουλούδι που του λέει το όνομά του. Άλλοι φοιτητές με άκουγαν με δέος, άλλοι ήταν έτοιμοι να βάλουν τα γέλια. Και τότε τους ρώτησα: «Δεν καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι ο ποιητής ξεκινά πριν ξημερώσει για να πλάσει τον κόσμο από την αρχή, ότι περπατά για να αγγίζουν τα πόδια του στη γη, ότι το λουλούδι τού λέει το όνομά του γιατί ο ποιητής έχει κιόλας μεταφερθεί στις πρώτες στιγμές της Δημιουργίας και βλέπει όλα τα όντα να αυτοπροσδιορίζονται, να έχει το καθένα το δικό του όνομα και τη δική του ουσία;».
Έχετε διαγράψει μια σπουδαία πορεία όχι μόνο μέσα από την ποίηση αλλά και ως υπεύθυνη του έντυπου περιοδικού που ονομάζεται «ΘΕΥΘ». Τι μένει στο τέλος από αυτή την όμορφη διαδρομή;
Επανέρχομαι στην αρχή των ερωτήσεών σας και λέω ότι αυτό που μένει είναι η αίσθηση της αξίας του χαρτιού, του χάρτη, αυτού που καταγράφει και δημιουργεί πολιτισμό. Πολύ σημαντική είναι η αίσθηση ότι αγγίζεις τα νέα παιδιά. Ένιωσα μεγάλη χαρά όταν φοιτήτριες της Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μου είπαν ότι χρησιμοποίησαν ποιήματά μου στις εργασίες τους, όταν μαθητές του Καλλιτεχνικού Σχολείου Θεσσαλονίκης μετέτρεψαν ποιήματά μου σε ζωγραφιές, μουσική και χορό.
Είστε πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Ποιες είναι οι δραστηριότητές σας;
Ήμουν πρόεδρος από το 2013 έως το 2016. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε να φέρουμε την Εταιρία κοντά στην κοινωνία, να δώσουμε την ευκαιρία στους ακροατές μας να πιάσουν ένα βιβλίο στα χέρια τους, να ακούσουν για το βιβλίο με λόγο και μουσική. Πιστεύαμε ότι ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να καταπολεμήσουμε την κρίση. Ήταν μεγάλη η χαρά μας όταν οι αίθουσες που χρησιμοποιούσαμε –Στέγη της Εταιρίας Λογοτεχνών, Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη, βιβλιοπωλεία, καφέ– ήταν γεμάτες με ακροατές που νοιάζονταν.
Αλήθεια, ποια είναι η πνευματική κίνηση σήμερα στη Θεσσαλονίκη;
Η πνευματική κίνηση στη Θεσσαλονίκη είναι πάντα πολύ πλούσια. Είναι αλήθεια ότι μερικά από τα καλύτερα θέατρα έκλεισαν, αλλά όσα μένουν εξακολουθούν να κάνουν άριστη δουλειά. Υπάρχουν πάντα συναυλίες, εκθέσεις ζωγραφικής, παρουσιάσεις σημαντικών βιβλίων συγγραφέων που έρχονται από όλη την Ελλάδα. Διάθεση να έχουμε, να πηγαίνουμε.
Έχουμε υποχρέωση να σκάψουμε τη γη και να θάψουμε μέσα το λόγο, για να μπορέσει να ξαναγεννηθεί, ανθρώπινος, ανανεωμένος, ακριβώς όπως για να φτάσουμε στη Γη της Επαγγελίας περνούμε μέσα από την έρημο.
Πριν λίγα χρόνια η ποίηση ή τα βιβλία εκδίδονταν μόνο σε έντυπη μορφή. Σήμερα που υπάρχουν οικονομικά προβλήματα, δεν θα μπορούσε το ίντερνετ να αποτελέσει μια διέξοδο για τους στίχους των νέων που γράφουν ποίηση;
Πολλοί νέοι ποιητές παρουσιάζουν τα ποιήματά τους σε ιστοσελίδες. Και πολύ καλά κάνουν. Επικοινωνούν έτσι ευθέως και χωρίς οικονομική επιβάρυνση με πάρα πολλούς αναγνώστες. Επιμένω σε αυτό και ας ανήκω σε μια άλλη γενιά, σε αυτήν που το χαρτί κρύβει όλα τα μυστικά της ποίησης και πρέπει να το αγγίζεις για να επικοινωνήσει μαζί σου.
Σήμερα, ωστόσο, λευκή σελίδα είναι η οθόνη του υπολογιστή. Είναι γοητευτικό αν σκεφτούμε ότι, λίγα λεπτά μετά την καταγραφή του, το ποίημα μπορεί να φτάσει σε χιλιάδες αναγνώστες. Ας αρχίσουν, λοιπόν, οι νέοι από το διαδίκτυο και, αν αυτό τους εκφράζει πραγματικά, θα του δώσουν μια νέα υπόσταση, θα το μεταμορφώσουν σε μαγικό χαρτί του μέλλοντος, θα είναι συνάμα scripta manent και έπεα πτερόεντα.
Ποιους ποιητές θα μας προτείνατε να διαβάσουμε σήμερα;
Προτείνω να μην ξεχνούμε ποτέ τους παλιούς που άνοιξαν το δρόμο για την Ιθάκη, καθένας με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο.
Ποια ποιητική συλλογή έχετε δίπλα στο μαξιλάρι σας;
Αυτό το βιβλίο αλλάζει κάθε τόσο, εννοείται. Και δεν είναι συνήθως συλλογή, είναι άπαντα – Καβάφης, Ρίτσος (Τέταρτη διάσταση), Αναγνωστάκης, Κέντρου-Αγαθοπούλου, Αγγελάκη-Ρουκ... Αυτός που έμεινε πλάι μου περισσότερο από κάθε άλλον ποιητή ήταν ο Μίλτος Σαχτούρης.
Ένα αγαπημένο ποίημα;
«Τα τείχη». Αφηγείται την ιστορία όλων μας, και τη δική μου, κι ας μην επέτρεψα ποτέ στον εαυτό μου να εγκλωβιστεί και ούτε θα έλεγα ποτέ ότι φταίνε οι άλλοι για τα δικά μου δεινά. Αυτό σημαίνει ότι το ποίημα κρύβει μια βαθιά αλήθεια που μόνο το ασυνείδητό μας μπορεί να συλλάβει.
Είδα τις λέξεις να χορεύουν
Ζωή Σαμαρά
Γκοβόστης
80 σελ.
ISBN 978-960-446-238-4
Τιμή: €5,00
Πηγή : diastixo.gr