Ζέτα Κουντούρη: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Η Ζέτα Κουντούρη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος. Στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπήρξε μέλος του Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού επί σειρά ετών, δίδαξε από το 2007 έως το 2009 Δημιουργική Γραφή στο Εργαστήρι της Φοιτητικής Λέσχης. Διηγήματά της έχουν ανθολογηθεί στην Eλλάδα και στο εξωτερικό (Iσπανία και Iταλία) κι έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Eίναι μέλος της Eταιρείας Συγγραφέων.
Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Μεταξύ άλλων, τα πρώτα μου διαβάσματα που με είχαν κάνει να χύσω δάκρυα ατελείωτα ήταν το Χωρίς Οικογένεια (΄Εκτορ Μαλό), Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά (Χάριετ Μπίτσερ Στόου), Η μαύρη καλλονή Άννα Σιούελ, Ο μικρός λόρδος και Η μικρή πριγκίπισσα (Μπάρνετ Φράνσις) και ακολούθησαν τα κλασικά του Κάρολου Ντίκενς και της Πηνελόπης Δέλτα.
Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε διηγήματα αλλά και μυθιστορήματα;
Σε πρώτη μορφή ξεκίνησα να γράφω διηγήματα, μερικά από τα οποία μοιάζαν αρκετά και με θεατρικά έργα, μια που έπαιρνα πολύ στα σοβαρά τον τρόπο απόδοσής τους μπροστά σ’ ένα φανταστικό κοινό που με παρακολουθούσε, πριν καν πάω στο σχολείο. Θυμάμαι με νοσταλγία και με μια ανεπαίσθητη ντροπή κάποια ηλιόλουστα πρωινά να περπατάω ευτυχισμένη μαζί με τη μητέρα μου και την αγαπημένη της ξαδέρφη, τη θεία μου την Ουρανία, στο πάρκο, στο πεδίο του Άρεως, και ενώ εκείνες συζητούσαν, εγώ, κρατώντας την κούκλα μου, την Ντόλλυ, στην αγκαλιά να διηγούμαι παράξενες ιστορίες, που γεννιόντουσαν εκείνη τη στιγμή στο μυαλό μου. Πρέπει να μιλούσα αρκετά δυνατά, ίσως, μάλιστα, να έκανα και ένα είδος παντομίμας ή και να χόρευα, γιατί συχνά οι περαστικοί σταματούσαν και με κοίταζαν χαμογελώντας. Η μαμά μου και η θεία μου αντάλλασσαν κάποιες φορές βλέμματα ανησυχίας, ποτέ όμως δεν θυμάμαι να προσπάθησαν με οποιοδήποτε τρόπο να αναχαιτίσουν τον συγγραφικό μου οίστρο.
Διηγήματα, στην επίσημη μορφή τους, καθώς και μυθιστορήματα, ξεκίνησα να γράφω ή, ακριβέστερα, να δημοσιεύω, πολλά χρόνια αργότερα, σε ώριμη σχετικά ηλικία, αφού είχε προηγηθεί μια μακρά πορεία ενασχόλησής μου με την ποίηση, από την οποία –ευτυχώς ή δυστυχώς– έχω περισώσει ελάχιστα δείγματα.
Τους δικούς μου ήρωες δεν είμαι εγώ που τους πλάθω, το μόνο που κάνω, όταν έχω την εξαιρετική τύχη να τους συναντήσω, είναι να τους πάρω στο κατόπι και να τους αφήσω να με οδηγήσουν εκείνοι.
Τι είναι αυτό που σας κάνει να γράφετε και να εμπνέεστε;
Η καθημερινότητα, όπως αυτή βιώνεται μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις, τις άλλοτε απλές και άλλοτε πιο περίπλοκες, είναι που με κάνει να εμπνέομαι και να θέλω να γράψω. Μπορεί κάποιος να μου διηγηθεί μια πραγματικά συγκλονιστική ιστορία, ζητώντας μου να την αποτυπώσω στο χαρτί, κι εμένα να μου είναι αδύνατον να την προχωρήσω ή έστω και να τη διηγηθώ, δίνοντας σάρκα και οστά στους ήρωές της. Αντί γι’ αυτό, μπορεί να νιώσω ξαφνικά επιτακτική την ανάγκη να γράψω για μια γυναίκα που πίνει σιωπηλή σ’ ένα καφενείο και κοιτάζει κάθε τόσο ανυπόμονα το ρολόι της, για ένα παιδί που κλαίει περπατώντας ολομόναχο σε έναν άδειο δρόμο, για τις φωνές ενός ζευγαριού που τους ακούω από το δωμάτιό μου τα βράδια να μαλώνουν, για μια φιγούρα που διακρίνω αχνά πίσω από την κουρτίνα του απέναντι διαμερίσματος...
Πριν από λίγο καιρό εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων σας με τον τίτλο Λίγο πριν βρέξει, από τις εκδόσεις Κέδρος. Ποια ήταν η αφορμή για τη συγγραφή της;
Η συλλογή Λίγο πριν βρέξει περιέχει διηγήματα τα οποία γράφτηκαν, όπως και τα περισσότερα κείμενά μου, υπό το καθεστώς μιας εσωτερικής πίεσης, την οποία δυσκολευόμουνα να διαχειριστώ, αν πρώτα δεν κατάφερνα να την εκφράσω. Όταν επέλεξα να δημοσιεύσω σε μια συλλογή κάποια από αυτά, συνειδητοποίησα ότι στα συγκεκριμένα δέκα που επέλεξα υπήρχε ένα είδος εσωτερικής ενότητας, που έχει να κάνει με την αβεβαιότητα των ηρώων τους –και συνεπώς και με τη δική μου– για το τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, αλλά και γενικότερα ότι τα περισσότερα μιλούν για τη μοναξιά, την ενηλικίωση, τον έρωτα και τον λανθάνοντα φόβο του θανάτου. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα μοτίβο μουντό και βροχερό, όπου το νερό αναμένεται να δράσει καταλυτικά, χαρίζοντας μια μορφή λύτρωσης, εφόσον η απαραίτητη κάθαρση δεν είναι από πουθενά ορατή.
Σ’ ένα από τα διηγήματά της συλλογής, στο «Τι σημασία μπορεί να έχει», έχετε πολλά όμορφα συναισθήματα νοσταλγίας για τον ήρωά σας. Ήρωες σαν τον Στέλιο μας θυμίζουν τον Ζορμπά και είναι γενικότερα ιδιαίτερα αγαπητοί, συμφωνείτε;
Ο συγκεκριμένος ήρωάς μου είναι απόλυτα υπαρκτός και η ιστορία που διηγούμαι στο μεγαλύτερο μέρος αληθινή, όπως εντελώς αληθινά είναι και τα αισθήματα νοσταλγίας που τρέφω για το πρόσωπό του. Νομίζω ότι περσόνες σαν τον ξάδελφο Στέλιο, που θυμίζουν –καθώς λέτε– Ζορμπά, είναι ιδιαίτερα αγαπητές γιατί γοητεύουν με την ανεπιτήδευτη ανεμελιά τους, με την ασίγαστη δίψα τους για ζωή, την έλλειψη καθωσπρεπισμού, καθώς και για τον πολύπλοκο χαρακτήρα τους. Κυρίως γιατί τολμούν! Είναι ένας ήρωας που, ανεξάρτητα από τα όποια ελαττώματά του, ξέρει να αγαπάει και να αποδέχεται τους ανθρώπους.
Όλοι οι ήρωές σας είναι άνθρωποι στα όρια της αντοχής τους, που παραπαίουν βασανιστικά ανάμεσα σε εφιάλτες και φοβίες. Αλήθεια, πώς χρησιμοποιεί ο συγγραφέας την τέχνη του στο πλάσιμο αυτών των χαρακτήρων;
Δεν είμαι σε θέση να σας απαντήσω πώς ένας συγγραφέας μπορεί να πλάσει τέτοια πρόσωπα, εννοώ πως δεν ξέρω αν υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος, και μάλλον δεν υπάρχει, μολονότι η λογοτεχνία, κλασική και σύγχρονη, βρίθει από βασανισμένες και τυρανισμένες μορφές. Προσωπικά, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, νιώθω πως τους δικούς μου ήρωες δεν είμαι εγώ που τους πλάθω, το μόνο που κάνω, όταν έχω την εξαιρετική τύχη να τους συναντήσω, είναι να τους πάρω στο κατόπι και να τους αφήσω να με οδηγήσουν εκείνοι.
Πάθη αδιέξοδα, έρωτες αδιευκρίνιστοι. Μπορεί ο άνθρωπος με τη λογική να ελέγξει το πάθος στον έρωτα;
Ίσως κάποιοι άνθρωποι να μπορούν και ίσως ακόμη σε κάποιες περιπτώσεις να επιβάλλεται να μπορούν. Πιστεύω όμως πως θα ήταν αφόρητα πληκτική η ζωή μας αν ο άνθρωπος ήταν πάντα σε θέση να το κάνει, και απίστευτα πιο φτωχή η παγκόσμια λογοτεχνία χωρίς μια Άννα Καρένινα και μια μαντάμ ντε Μποβαρί.
H oικονομική κρίση επηρέασε και το αναγνωστικό κοινό. Συνεχίζει να διαβάζει ο μέσος αναγνώστης σήμερα;
Όταν η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει την αγορά, μειώνοντας την κατανάλωση μέχρι και στα σουπερμάρκετ, όπου ο κόσμος στην πλειοψηφία του ψωνίζει με μια σχετική άνεση κατά κανόνα τις μέρες που πληρώνεται, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πόσο έχει ζημιώσει τα βιλιοπωλεία, απ’ όπου ο αναγνώστης, όσο και αν αγαπά το διάβασμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αγοράζει ένα είδος πρώτης ανάγκης. Πιστεύω, όμως, ότι θα κάναμε λάθος αν καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι ο μέσος αναγνώστης δεν διαβάζει πια. Και αυτό γιατί ενώ τα άλλα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα, είδη ρουχισμού κ.λπ. για να τα προμηθευτεί κανείς είναι απαραίτητο να καταβάλει ταυτόχρονα το ακριβές τους αντίτιμο, για τα βιβλία και για όσους τα αγαπούν πραγματικά –και εντάσσω μέσα σ’ αυτούς και τον μέσο αναγνώστη– υπάρχει πάντα η ευχέρεια δανεισμού, είτε από φίλους είτε από δανειστικές βιβλιοθήκες.
Κάθε μορφή τέχνης μπορεί να αφυπνίσει όποιον ασχολείται με αυτήν και να τον κάνει να αντιμεπωπίσει τον κόσμο με μια διαφορετική, πιο ευαίσθητη και πιο ώριμη ματιά, πολύ περισσότερο η γραφή.
Είναι η γραφή μια μορφή τέχνης που θα μπορέσει να ξυπνήσει τον αναγνώστη και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με μια άλλη ματιά;
Κάθε μορφή τέχνης μπορεί να αφυπνίσει όποιον ασχολείται με αυτήν και να τον κάνει να αντιμεπωπίσει τον κόσμο με μια διαφορετική, πιο ευαίσθητη και πιο ώριμη ματιά, πολύ περισσότερο η γραφή. Είναι αδύνατον, πιστεύω, να αφήσεις από τα χέρια σου ένα πραγματικά καλό βιβλίο και να έχεις μείνει ανεπηρέαστος από το περιεχόμενό του. Βεβαίως, ο τρόπος που δρα η συγκεκριμένη επιρροή στην αντιμετώπιση των προβλημάτων έχει να κάνει με τις αναγνωστικές προτιμήσεις του καθενός μας, τόσο από πολιτική όσο και από κοινωνικοοικονομική άποψη.
Σήμερα βλέπουμε πολλούς νέους συγγραφείς να εκδίδουν μυθιστορήματα και ποιήματα. Όλες αυτές οι εκδόσεις βοηθούν να αναδειχτούν νέοι συγγραφείς και να ακουστούν νέες ιδέες;
Είναι πολλά και ποικίλα τα θέματα τα οποία προκαλούν έναν συγγραφέα να γράψει και πολλοί, επίσης, οι τρόποι με τους οποίους, ανάλογα με την οπτική του γωνία, μπορεί ο καθένας να τα διαπραγματευτεί. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι είναι απολύτως απαραίτητο να δίνεται σήμερα μέσα από τη λογοτεχνία φωνή σε νέους, ευαίσθητους ανθρώπους, που είναι ιδιαίτερα ανήσυχοι και προβληματισμένοι, ώστε να ακουστούν απόψεις πιο φρέσκες και πιο μοντέρνες. Οι πολλές εκδόσεις που παρατηρούνται στις μέρες μας βοηθούν σίγουρα στο να αναδειχτούν νέοι αξιόλογοι συγγραφείς. Ελλοχεύει μόνον ένας μικρός κίνδυνος, λόγω της πληθώρας των εκδόσεων, χωρίς να τηρούνται πάντα τα αυστηρά κριτήρια που υπήρχαν στο παρελθόν, όταν το οικονομικό ρίσκο ανήκε μόνον στους εκδότες, να χρειάζεται κάποιο χρονικό διάστημα για να μπορέσει ο αναγνώστης να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι. Αυτό όμως αποτελεί κίνδυνο εντελώς προσωρινό, καθώς τόσο ο χρόνος, ο μέγιστος κριτής, όσο και ένα έμπειρο αναγνωστικό βλέμμα δεν θα αργήσει να δώσει τη σωστή θέση στα βιβλία ποίησης και πεζογραφίας που κυκλοφορούν.
Είστε από τους ανθρώπους που τους αρέσει να ονειρεύονται και να κάνουν σχέδια για το μέλλον;
Έχω την αίσθηση πως τότε μόνον κανείς γερνάει, όταν παύει να ονειρεύεται και να κάνει σχέδια για το μέλλον, και είμαι από τους ανθρώπους που επιθυμώ να μείνω νέα μέχρι τέλους.
Ασχολείστε με το διαδίκτυο; Ποια είναι η γνώμη σας για τα ηλεκτρονικά περιοδικά;
Ασχολούμαι τελευταία με το διαδίκτυο, μολονότι οι επιδόσεις μου κάθε άλλο παρά άριστες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Η γνώμη μου για τα ηλεκτρονικά περιοδικά είναι πως όσο περνάει ο καιρός θα κερδίζουν διαρκώς έδαφος, οι νέοι άνθρωποι θα ενημερώνονται όλο και περισσότερο μέσα από αυτά, και το βρίσκω σωστό, όμως εμείς οι πιο παλιοί δεν θα πάψουμε μάλλον ποτέ να διατηρούμε εκείνη τη βαθιά ερωτική σχέση με την αφή και τη μυρουδιά του χαρτιού, τόσο στα περιοδικά όσο και στα βιβλία, που και αυτά βαθμιαία θα παραχωρούν, με πιο αργούς βέβαια ρυθμούς, τη θέση τους στη διαδικτυακή λογοτεχνία.
Ποιο μήνυμα θα απευθύνατε στους αναγνώστες μας;
Σαν συγγραφέας, τι άλλο; Να διαβάζουν όσο περισσότερο μπορούν, είτε διαδικτυακά είτε με τον κλασικό τρόπο, διότι, ναι, η γραφή είναι μια μορφή τέχνης που μπορεί όχι μόνο να αφυπνίσει τον άνθρωπο και να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του με διαφορετική ματιά αλλά, ταυτόχρονα, μέσα από την πνευματική καλλιέργεια που επέρχεται βαθμιαία, και όχι πάντα συνειδητά, να τον κάνει να νιώσει πιο δυνατός στους εύκολους ή δύσκολους καιρούς που καλείται να ζήσει.
Πώς θα θέλατε να κλείσουμε τη συνέντευξή σας;
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία που μου δίνετε μέσω των ερωτήσεών σας να μιλήσω στο Diastixo.gr τόσο για το βιβλίο μου όσο και για θέματα που θεωρώ ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα ως προς τη σύγχρονη λογοτεχνία και τις εκφάνσεις της.
Λίγο πριν βρέξει
Ζέτα Κουντούρη
Κέδρος
168 σελ.
ISBN 978-960-04-4848-1
Τιμή: €11,00
πηγή : diastixo.gr