Ζέτα Κουντούρη: «Λίγο πριν βρέξει»
Δύο θεωρώ ότι είναι τα πυρηνικά θέματα του αφηγηματικού κόσμου της Ζέτας Κουντούρη: το πρώτο είναι ο κλονισμός της ντετερμινιστικής βεβαιότητας της σχέσης αίτιου-αιτιατού: ποιος είναι αυτός που ενεργεί και ποιο είναι το ενεργούμενο, ή πιο απλά: ποιος είναι ο ένοχος και ποιος ο αθώος. Και δεύτερο –το οποίο εμπεριέχει σπερματικά και το πρώτο− ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο συμβάν και την ερμηνεία του, ποιο είναι το γεγονός και ποια η μνημονική ή/και μυθοπλαστική του διάσταση, ή πιο απλά: κατά πόσο μπορούμε να διακρίνουμε την αλήθεια από το ψεύδος. Αυτά ανιχνεύονται, αν και σε διαφορετική αναλογία ή/και σε διάφορες παραλλαγές, τόσο στα διηγήματα όσο και στα μυθιστορήματά της. Η ανθρώπινη περιπέτεια παρουσιάζεται σαν ένα άλυτο αίνιγμα, ή/και σαν ένα «έγκλημα» καταδικασμένο να παραμείνει ανεξιχνίαστο· δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι πολλά από τα εναλλασσόμενα αφηγηματικά προσωπεία της καταγράφουν τις σκέψεις τους σαν να απολογούνται, να καταθέτουν ή να αυτοαπολογίζονται.
«Η πορεία είχε προσπεράσει και οι πρώτοι περίεργοι είχαν αρχίσει να μαζεύονται γύρω από το ακίνητο σώμα. Αν δεν έβλεπε πάνω στο τραπεζάκι όπου είχε σερβίρει νωρίτερα το τσάι έναν κλειστό φάκελο, θα προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως ο άνθρωπος αυτός, που μόνο η ίδια είχε συναντήσει, δεν υπήρξε στην πραγματικότητα ποτέ. Πως όλα όσα συνέβησαν δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης, ένα παιχνίδι που της σκάρωσε η αχαλίνωτη φαντασία της, φορτισμένη από την υπερβολική κόπωση των τελευταίων ημερών» (Από το διήγημα «Ένα φλιτζάνι τσάι, παρακαλώ», σελ.69).
Η πάλη ανάμεσα στην αλήθεια της μνήμης και το ψεύδος μιας μυθοπλαστικής ανακατασκευής, όπου όλα μπορούν να είναι γεγονότα επαληθεύσιμα και άλλο τόσο ονειροφαντασίες, βασανίζει εξίσου τους αφηγητές της όσο και τον καθένα μας.
Για το ύπουλο σαράκι της υποψίας
Στο τελευταίο βιβλίο της Κουντούρη, Λίγο πριν βρέξει, οι τρόποι με τους οποίους εκδιπλώνονται οι παραπάνω άξονες δημιουργούν επάλληλες τροχιές διαφορετικών ηρώων, οι οποίες όμως τέμνονται σταθερά από τις ίδιες καθέτους. Η κρίσιμη αναρώτηση στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω εξειδικεύεται στα περισσότερα από τα κείμενα αυτά με μιαν «οξύμωρη», αντιθετική δομή: μια κυρίαρχη αντίθεση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «είναι» ή ανάμεσα σε ένα μυστικό ή/και μυστήριο που επιζητά τη λύση του και τις περισσότερες φορές παραμένει στο σκοτάδι. Κάτι που επιβεβαιώνει και το γενικότερο κλίμα ανασφάλειας για την αντίληψη που έχουμε σχετικά με το ρεαλιστικά αληθινό και την ψευδαισθητική αναπαράστασή του, εντέλει για την ανθρώπινη μοίρα που παρουσιάζεται αβέβαιη ή και δυσερμήνευτη. Η αφηγηματική δομή, με την «αιχμή» του τέλους της να εκκρεμεί, κλονίζει την, ούτως ή άλλως, «πειραγμένη» προοικονομία. Έτσι, αρκετές φορές το τέλος δεν λειτουργεί καθαρτήρια, ενώ κάποιες φορές δεν επεξηγεί καν την κλιμακούμενη ένταση, η οποία και αρνείται πεισματικά να τελεσιδικήσει.
Ιστορίες με αναπαραστατική καθαρότητα, παρ’ όλη την επιλογή σε κάποια σημεία της συνειδησιακής ροής (εντονότερης στο πρώτο διήγημα), προσφέρουν μια «φέτα ζωής», όπου ο αφηγητής ως τριτοπρόσωπος (στις τρεις από τις δέκα ιστορίες) δίνει την εντύπωση της «αντικειμενικότητας», η οποία αυτογκρεμίζεται κάτω από την αβεβαιότητα των κρίσεών του. Ενώ στα υπόλοιπα διηγήματα, ο αφηγητής ως πρωτοπρόσωπος δηλώνει πιο εξόφθαλμα την προθετικότητα και τον εστιασμό του· παρ’ όλ’ αυτά, ο έκδηλος υποκειμενισμός του αυτοακυρώνει την όποια εμπρόθετη εξομολογητική του αληθοφάνεια.
Το βιβλίο διηγημάτων Λίγο πριν βρέξει έχει ως βασικό του αρμό τη σύγχρονη πόλη και τους ανθρώπους της. Ζευγάρια, συνήθως μέσης ηλικίας και κοινωνικής διαστρωμάτωσης, πρωταγωνιστούν ή κινούνται περιμετρικά σχεδόν σε όλα του τα αφηγήματα. Οι ιστορίες τους μιλούν για το κενό αλλά και τον κίνδυνο που κρύβει η εφησυχαστική απλότητα, για την αυταπάτη ότι πορευόμαστε σε μια καθημερινότητα που μας προστατεύει με τη μονοτονία και την επαναληπτικότητά της. Και όμως. Μέσα από την ανάπλαση αυτών των απλών, κοινότοπων ιστοριών του σύγχρονου μέσου ανθρώπου εκδιπλώνονται όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να μιλήσουν για τους βαθύτερους βασανισμούς της ψυχής, χωρίς τραγικές εξάρσεις και μελοδραματικούς τόνους, αλλά με μετριοπάθεια και αμεσότητα. Δηλαδή βαθιά ανθρώπινα. Το αίσθημα της αμφιβολίας μισοκοιμάται κάτω από τα απλά συνηθισμένα συμβάντα. Μέσα στις προστατευτικές και προστατευμένες σχέσεις της οικογένειας, του ανδρόγυνου ζεύγους, της φιλίας, του έρωτα, κρύβονται φαινομενικά ανώδυνα παιχνίδια κυριαρχίας. Ποια από αυτά τελικά εδραιώνονται και ποια διαφεύγουν μέσα στην αγωνία της πάλης με τους κάθε λογής Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες που συναντάμε, καθώς πορευόμαστε στο πυκνό νεφέλωμα μιας τυποποιημένης ζωής; Βέβαιες απαντήσεις δεν μπορούν να δοθούν.
«Η υποψία είναι ένα ύπουλο σαρκοβόρο σαράκι. […] Τελευταία τις νύχτες αργεί πολύ να με πάρει ο ύπνος. Ίσως όταν καταφέρω να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη, ζητήσω μια συνάντηση με έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ ή ίσως με κάποιον υπεύθυνο της αστυνομίας. Παρόλο που ο άντρας μου επιμένει ότι καλά θα κάνει ο καθένας να κοιτάζει τη δουλειά του. Και, αν νιώθω την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον για όσα παράλογα τόσο καιρό με απασχολούν, το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να επισκεφτώ έναν καλό ψυχίατρο (Από το διήγημα «Βροχή με χώμα», σελ.117).
Οι ιστορίες τους μιλούν για το κενό αλλά και τον κίνδυνο που κρύβει η εφησυχαστική απλότητα, για την αυταπάτη ότι πορευόμαστε σε μια καθημερινότητα που μας προστατεύει με τη μονοτονία και την επαναληπτικότητά της.
Δεν έφταιγε
Η Κουντούρη οικοδομεί τον αφηγηματικό της κόσμο με σεβασμό στα ανθρώπινα πρόσωπα, τόσο τους ήρωες όσο και τους αναγνώστες της, με επιείκεια και κατανόηση ακόμη και για τα πιο σκοτεινά τους πάθη. Και ενώ καλεί τον αναγνώστη να γίνει κοινωνός ή/και συνένοχος στην ειρωνική και άλλο τόσο αγωνιώδη αναρώτηση για την υπαρξιακή και γνωσιολογική του υπόσταση, δεν του τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια με αφηγηματικά τεχνάσματα, αλλά τον αφήνει με εντιμότητα να δώσει τις δικές του απαντήσεις. Η πάλη ανάμεσα στην αλήθεια της μνήμης και το ψεύδος μιας μυθοπλαστικής ανακατασκευής, όπου όλα μπορούν να είναι γεγονότα επαληθεύσιμα και άλλο τόσο ονειροφαντασίες, βασανίζει εξίσου τους αφηγητές της όσο και τον καθένα μας.
Η ψυχογράφηση των προσώπων της φαίνεται να ζυγίζεται αμφίρροπα ανάμεσα στην απάθεια ή/και την εμπάθεια του σύγχρονου κοινωνικού περιβάλλοντος, που φαίνεται πως έχει αποδεχθεί τη σκληρότητα ως χρέος και την αδιαφορία προς τον άλλον ως αναμενόμενη συμπεριφορά· και στην ευαισθησία ή/και την πρόσκαιρη γενναιότητα των αφηγητών της που προσπαθούν να αντισταθούν, έστω και προσωρινά, προτού και αυτοί οι ίδιοι παραιτηθούν ηττημένοι. Καθώς παρακολουθούμε την εξέλιξη της συναισθηματικής κατάστασής τους και τον τρόπο που προσπαθούν να βρουν «νόημα», διαπιστώνουμε να αποτυπώνονται μέσα στην αφήγηση τα χωροχρονικά εκείνα στοιχεία που αποκαλύπτουν τον τόπο και την εποχή του καθημερινού σύγχρονου κόσμου μας, τον οποίο αναπαριστούν οι διηγήσεις. Όλες οι δικτυωτές αντιστίξεις για το κυνήγι μιας ανέφικτης ευτυχίας, για τις ανθρώπινες σχέσεις που φθείρονται, για την αδυναμία να επικοινωνήσει κανείς βαθύτερα με τον Άλλον υπογραμμίζονται κυρίως μέσα από την καταληκτική μοναξιά των ηρώων των αφηγήσεων της Κουντούρη. Η σχέση με τη μητέρα εμφανίζεται υπόγεια ερωτική ή τραυματική, η φιλική σχέση κρύβει συνήθως μια ιδιοτέλεια, οι γείτονες κρύβουν τα διαφορετικά τους πρόσωπα, οι συγγενείς παίρνουν, φεύγοντας από τη ζωή, μαζί τους οικογενειακά μυστικά, ένα συναισθηματικό έλλειμμα σημαδεύει τα αθώα, μέσα στα παθήματά τους, πρόσωπα· αλλά και σκοτεινά ερωτικά πάθη που ενοχοποιούν και αυτοενοχοποιούνται· και προπάντων η εσωτερική πάλη με τις ηθικές σταθερές, που αναδεικνύονται ανίσχυρες. Δηλαδή: ήρωες που βασανίζουν και αυτοβασανίζονται, γι’ αυτό και, εν μέρει ίσως, αθωώνονται στα μάτια μας. Ακόμη και στις δύσκολες εκείνες περιπτώσεις της ανθρωπιστικής κατακραυγής, όπως του παιδεραστή και δολοφόνου στο διήγημα «Θα σε σκοτώσω».
«Δεν έφταιγε. Έπρεπε σε κάποιον να το εξηγήσει, κάποιος να τον καταλάβει. Όποτε πλησίαζε η στιγμή να του συμβεί, προσπαθούσε, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να το αποφύγει. Ήταν όμως πάνω από τις δυνάμεις του. Στα καλά καθούμενα, συνήθως τις απογευματινές ώρες που επέστρεφε από τη δουλειά του, ίδρωνε ανεξέλεγκτα. Ένιωθε ξαφνικά τον σιχαμερό ιδρώτα να μουσκεύει το πρόσωπο και το κορμί του, προειδοποίηση για το κακό που ερχόταν. Και ενώ μια φωνή μέσα του του φώναζε δυνατά να γυρίσει κατευθείαν στο σπίτι του, εκείνος δεν την άκουγε και λοξοδρομούσε» (σελ.73).
Στο κέντρο του πεζογραφικού κόσμου της Κουντούρη αναγνωρίζεται η μοναξιά μας, η προσπάθεια να νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας, η οποία κάποτε υπερβάλλεται με μια ψυχική παρέκκλιση και κάποτε υποβάλλεται με τη «φυσιολογική» ανθρώπινη περιέργεια για καθετί κρυφό. Κι ενώ η ζωική ευφορία, όπου υπάρχει, αμβλύνεται όσο συσπειρώνεται γύρω από εκείνες τις αφηγηματικές συνθήκες που προβάλλουν ως δισυπόστατο το είδωλο που προσφέρουν και μας αρνούνται τις απαντήσεις, από την άλλη πλευρά παραμένει ζωντανή η προσδοκία μιας επερχόμενης καθαρτήριας «βροχής»· η οποία και θα μπορέσει ίσως να κάνει πιο διαυγή την εικόνα σ’ αυτό το θαμπό γυαλί όπου μας εξαναγκάζει η λειψή μας όραση. Μια βροχή που θα μπορέσει να εκτονώσει την ένταση ή/και να ξεγελάσει τη μοναξιά μας· και παρόλο που γνωρίζουμε καλά πως μάλλον δεν θα έρθει ποτέ, η ελπίδα της δεν παύει παρηγορητικά να μας δροσίζει.
«Σουρούπωνε όταν πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Ο Χρήστος οδηγούσε αμίλητος. Προσπάθησα να ανοίξω συζήτηση, αλλά απαντούσε μονολεκτικά, όπως το συνηθίζει όταν είναι φουρτουνιασμένος. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι… Είχαμε μπροστά μας ένα σωρό στροφές. Ο ουρανός είχε μαζέψει από ώρα σκοτεινά σύννεφα και η βροχή είχε μόλις ξεκινήσει» (Από το διήγημα «Σπίτια σε χρώμα κεραμιδί», σελ.160).
Λίγο πριν βρέξει
Ζέτα Κουντούρη
Κέδρος
168 σελ.
ISBN 978-960-04-4848-1
Τιμή €11,00
πηγή : diastixo.gr