Ξένη πεζογραφία-Κατρίν Πανκόλ: «Muchachas. Τα κορίτσια είναι παντού» κριτική του Γιάννη Βαϊτσαρά
H Κατρίν Πανκόλ αφιερώνει το βιβλίο αυτό στις σημερινές γυναίκες. Γράφει για το κουράγιο τους απέναντι στις δυσκολίες και τα αδιέξοδα της ζωής. Σκηνοθετεί τις αμφιβολίες, τους φόβους και τις επιθυμίες τους. Λέω, σκηνοθετεί, διότι μέσα στο συγγραφικό της έργο φαίνεται να έχει χτίσει ένα σκηνικό με μαεστρία και ευαισθησία και να κυκλοφορεί με άνεση μέσα σ’ αυτό, ανοίγοντας συνεχώς νέες σκηνές, νέα επεισόδια, προσκαλώντας καινούργιους πρωταγωνιστές.
Το βιβλίο αρχίζει με την οικογένεια Κορτές, τις γυναίκες Κορτές, με τις μικρές και μεγάλες ιστορίες τους. Μετά, αλλαγή κλίματος, έρχεται στη σκηνή η Στέλλα Βαλέντι και ο κόσμος που την περιβάλλει στην επαρχιακή Γαλλία. Η Στέλλα θα γίνει το κεντρικό πρόσωπο αυτού του βιβλίου. Θα ζήσουμε μαζί της τις αγωνίες και τις δυσκολίες μιας ύπαρξης τραυματισμένης, αλλά δυναμικής. Αγωνίζεται να ελευθερωθεί από την άρρωστη επιρροή που επέβαλε ο πατέρας στην πορεία της ζωής της. Είναι ένας άνδρας που στα μάτια του μικρόκοσμου όπου ζει φαίνεται σαν ήρωας, αλλά που μπορεί να είναι τέρας όταν οι προβολείς δεν τον φωτίζουν. Η Στέλλα ξέρει να αγωνίζεται. Για να επιβιώσει, να ελευθερωθεί, να ζήσει. Κυρίως όμως αγωνίζεται για να σώσει, όπως μπορεί, τη μητέρα της. Μια μητέρα εγκλωβισμένη, σκλάβα του γοητευτικού μα διαστροφικού συζύγου της και των ανθρώπων του. Σύντομα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης πως κάτι συνδέει τις δυο ιστορίες, τους Κορτές και τους Βαλέντι, κάτι υπόγειο και ανείπωτο που αφορά τη σχέση των κεντρικών ηρωίδων. Ένα μυστικό...
Ερεθισμένος λοιπόν από το μυστικό που νιώθω να διατρέχει το μυθιστόρημα, αποφάσισα να εγκατασταθώ στην πολυθρόνα μου και να μην το διαβάσω, αλλά να το ακούσω. Μάλιστα κάποιες στιγμές είχα τη φαντασίωση ή την ψευδαίσθηση ότι οι διάφοροι ήρωες παρελαύνουν στο γραφείο και στο ντιβάνι μου και μιλούν. Μιλούν για όσα δεν λένε στις γραμμές του βιβλίου.
Οι συνδέσεις της Πανκόλ ανάμεσα σε τόπους και πρόσωπα με παρέπεμψαν σε άλλες δικές μου συνδέσεις, σαν τον ελεύθερο συνειρμό της ψυχανάλυσης. Ακούγοντας την Στέλλα και τον αγώνα της για ισορροπία, ο νους μου πήγε στην έννοια της Ψυχικής Ανθεκτικότητας, στην Resiliance. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό resilire (αναπηδώ) και σημαίνει ψυχική ελαστικότητα, ανάκαμψη, δυνατότητα ανάκαμψης. Όλα ταιριάζουν στην περίπτωση της Στέλλας. Δίχως ψυχανάλυση, η Στέλλα τα καταφέρνει. Έτσι γίνεται με τη resiliance. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή μέσα του την ύπαρξη μιας ορμής, μιας απρόσμενης δύναμης, που τον ωθεί στο να ταχτοποιήσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς του παρελθόντος, ώστε να είναι σε θέση να κάνει βήματα προς νέες κατευθύνσεις που θα του εξασφαλίσουν μια ικανοποιητική ζωή.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν στην περίπτωση της Στέλλας και γενικότερα του περιβάλλοντος Βαλέντι. Που έρχονται αλυσιδωτά: Το τραύμα, σαν αποτέλεσμα της κακοποίησης. Η κακοποίηση σαν αποτέλεσμα του σαδισμού. Ο σαδισμός σαν αποτέλεσμα της διαστροφής. Η διαστροφή σαν αποτέλεσμα της διαγενεαλογικής ψυχικής κληρονομικότητας. Και ούτω καθ’ εξής.
Εν τω μεταξύ, στο μυθιστόρημα η διαστροφή βασιλεύει. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι το θύμα νιώθει ενοχή. Την ενοχή που δεν αισθάνεται αυτός που ασκεί τη διαστροφή. Η ενοχή είναι ακριβώς το στοιχείο που καθηλώνει το θύμα στη θέση του θύματος, ανήμπορο να ζητήσει βοήθεια και λύτρωση. Η ψυχανάλυση ονομάζει το φαινόμενο αυτό «ταύτιση με τον επιτιθέμενο». Το εργαλείο της διαστροφής είναι ο σαδισμός του θύτη που πάντα συνοδεύεται από τον μαζοχισμό του θύματος. Στην ψυχή τής μάνας τής Στέλλας υπάρχει κάπου κρυμμένη μια ανεξερεύνητη μαζοχιστική πτυχή, που την αναγκάζει να δεχθεί, παρά τη λογική και την επιθυμία της, την σαδιστική διαστροφή του «ήρωα» συντρόφου της.
Όμως ο μαζοχισμός της κακοποιημένης γυναίκας δεν αρκεί για να κατανοήσουμε το φαινόμενο της μη αντίδρασής της στην κακοποίηση. Η όποια ικανοποίηση προσφέρει η μαζοχιστική θέση είναι βαθιά επηρεασμένη από την ενοχή: «Τιμωρούμαι, διότι αυτό μου αξίζει». Θέση τόσο κοντινή στην κατάθλιψη, όπου ο άνθρωπος βασανίζεται από ενοχές για ανύπαρκτα εγκλήματα. Η ενοχή και η ντροπή κρατούν κεντρικό ρόλο στην ψυχή του θύματος.
Κι αν υποθέσουμε πως η ενοχή ξεπληρώνεται με την υποταγή στη βία, μέσα στη μαζοχιστική υπομονή, με την ντροπή αυτό δεν ισχύει. Η ντροπή σχετίζεται με την ιδέα που έχει καθένας για τον εαυτό του στα δικά του μάτια, αλλά, κυρίως, στο βλέμμα της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που τόσο αργά αποφάσισε –αν αποφάσισε– να αμφισβητήσει την πεποίθηση που υπονοεί το χαρακτηριστικό: για να τρώει ξύλο, ποιός ξέρει τι έκανε; Ή το άλλο ανεκδιήγητο: αφού υποφέρει γιατί δεν τον διώχνει; Δίχως να περνά ούτε στιγμή σαν σκέψη η προφανής απάντηση: Διότι, απλά, δεν μπορεί! Στον φαύλο κύκλο της κακοποίησης το ξέπλυμα της ντροπής είναι αδύνατο. Πολύ περισσότερο από το ξεπλήρωμα της ενοχής. Έτσι, βοηθούσης της αδύναμης ψυχικής ανθεκτικότητας και των κατάλληλων κοινωνικών συνθηκών, το θύμα παραμένει άφωνο, παραλυμένο, στη θέση του θύματος.
Τέλος, από το ντιβάνι μου πέρασε η ίδια η συγγραφέας. Και μου είπε το πραγματικό γεγονός βίας που παρακολούθησε και που της ενέπνευσε το μυθιστόρημα. Η βία αποσβολώνει, ακινητοποιεί. Φιμώνει. Διότι καταργεί όλα τα ενδιάμεσα επίπεδα ανθρώπινης ανταλλαγής και απειλεί τη σωματικότητα. Στο σημείωμα της συγγραφέα μαθαίνουμε πως η ίδια η κακοποιημένη γυναίκα στο καφέ τής ζητάει να μην μιλήσει. Και η Κατρίν Πανκόλ, η πραγματική, η ανθρώπινη, μένει άπραγη, καθηλωμένη μπροστά στο γεγονός. Και γράφει. Γράφει αυτό το μυθιστόρημα. «Το γράψιμο», λέει, «χρησιμεύει για να βλέπεις αυτό που θα ήθελες να ξεχάσεις».
Θα πρόσθετα, να βλέπεις, αλλά και να δείχνεις αυτό που προσπαθείς να ξεχάσεις, να ξεχάσεις την ενοχή σου (που σε παραπέμπει στην ενοχή και τη ντροπή του θύματος), τη μη καταγγελία, την αποσιώπηση. Διότι το αντιφατικό, ερμαφρόδιτο στάτους της βίας θολώνει τον νου του θεατή. Απ’ τη μια, η βία είναι κατάπτυστη και καταγγελτέα, από την άλλη, κοινωνικά, κατέχει ακόμα θέση, και μάλιστα «παραδεισένια». Ο νους μου πάει στο «ξύλο που βγήκε απ’ τον παράδεισο» και άλλες τέτοιες ανόητες δοξασίες και γνωμικά..., που ευτυχώς μοιάζουν παρωχημένες για αρκετούς πια.
Γράφει λοιπόν, η Κατρίν Πανκόλ για να μην μείνει ανείπωτη, ακατάγγελτη η βία. Για να δείξει το ψυχικό τραύμα με νωπό ακόμα το αίμα. Για να σταματήσει την καταστροφική επιρροή του το επτασφράγιστο μυστικό τής κακοποίησης από συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας. Αυτή την κραυγή άκουσα εγώ από το μυθιστόρημα.
Muchachas
Τα κορίτσια είναι παντού
Katherine Pancol
Μετάφραση Ιφιγένεια Μποτουροπούλου
Στερέωμα
384 σελ.
ISBN 978-960-8061-39-2
Τιμή € 16,50
Πηγή : diastixo.gr