Ξένη πεζογραφία-Γκαμπριέλ Ρουά: «Ο δρόμος για το Αλταμόν» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Η Γκαμπριέλ Ρουά είναι Καναδέζα. Γεννήθηκε το 1909 στην αγγλόφωνη κοινότητα της επαρχίας Μανιτόμπας, αλλά μεγάλωσε ως γαλλόφωνη, με όλα τα προβλήματα που δημιουργεί ένας τέτοιος γλωσσικός διχασμός. Πλούτος εν πρώτοις αλλά και προβλήματα στην πράξη. Ήταν παιδί μεγάλης και φτωχής οικογένειας. Έλαβε καθολική παιδεία, σπούδασε παιδαγωγική, εργάστηκε ως δασκάλα, ασχολήθηκε με το θέατρο. Δεν έπαψε όμως να ονειρεύεται πώς θα αποδράσει από την ασφυκτική επαρχιακή ζωή της, πράγμα που το κατόρθωσε το 1937, όταν πια κατέφυγε στην Αγγλία και τη Γαλλία. Ο πόλεμος όμως που σκοτείνιαζε τον ευρωπαϊκό ορίζοντα την ανάγκασε να επιστρέψει στον Καναδά. Εγκαταστάθηκε στο Μόντρεαλ, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και το 1945 έδωσε στη δημοσιότητα και το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο βραβεύτηκε στη Γαλλία και μεταφράστηκε σε οχτώ γλώσσες. Μετά παντρεύτηκε, απέκτησε παιδιά και έζησε μια κανονική ζωή. Ξαναπήγε στην Ευρώπη, ξαναγύρισε στον Καναδά και ασχολήθηκε με το μυθιστόρημα. Η ζωή της μοιάζει με μικρή Οδύσσεια και επόμενο είναι τα μυθιστορήματά της να έχουν εκεί την αφετηρία τους και να αντλεί από εκεί την έμπνευσή της για τη δημιουργία τους. Κι έτσι, πολύ φυσικά, και Ο δρόμος για το Αλταμόν που έχουμε αυτή τη στιγμή στα χέρια μας είναι λογικό να έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Το βιβλίο απαρτίζεται από τρεις νουβέλες. Η πρώτη είναι αφιερωμένη στην «παντοδύναμη γιαγιά» της. Η δεύτερη έχει τίτλο «Ο γέρος και το κοριτσάκι» και η τρίτη έχει τον τίτλο του βιβλίου.
Ο δρόμος για το Αλταμόν τελικά αποδεικνύεται ο δρόμος της ζωής, της ψυχής, της ωρίμασης, ο δρόμος που μας συμφιλιώνει με τις προηγούμενες γενιές, που αρνηθήκαμε όταν ήμασταν νέοι, για να αποδειχτεί ότι είμαστε ίδιοι μόλις κι εμείς ωριμάσουμε αρκετά και επιθυμήσουμε το ταξίδι στον τόπο της ιδανικής νιότης μας, που θα ολοκληρώσει και τον κύκλο της περιπλάνησής μας επί της γης.
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, βρισκόμαστε μπροστά σε δυο θηλυκές φιγούρες, εκ των οποίων η μία είναι έτοιμη για αναχώρηση, ενώ η άλλη μόλις ανοίγει τα φτερά της. Η γνωστή «διαφωνία» των γενεών είναι το πρώτο μάθημα ζωής που εισπράττει η μικρή από τη γιαγιά. Η γιαγιά, εξοικειωμένη με τον τόπο και τις δυσκολίες, δεν μπορεί να κατανοήσει την εξέλιξη με την οποία η μικρή εγγονή έχει ήδη έρθει σε επαφή. Κι εκεί που όλα δείχνουν την «παντοδύναμη γιαγιά» να καταφέρνει τα πάντα με τα δυο της χέρια, να διαφωνεί με ό,τι έτοιμο υπάρχει στα μαγαζιά, να υπακούει στο νόμο της οικιακής οικονομίας, να αμφισβητεί κάθε πρόοδο, εκεί η «παντοδύναμη γιαγιά» καταρρέει και κάποια στιγμή επικοινωνεί μόνο με τα μάτια. Αυτή η κατάρρευση είναι και το σημείο κλειδί. Είναι το τέλος μιας ζωής που πέρασε γεμάτη θόρυβο και δημιουργία για να καταλήξει να περιμένει τον θάνατο, σιωπηλή και ανίκανη να κινηθεί, πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Μια κίνηση της μικρής εγγονής, να της δείξει το άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες, αποδεικνύεται το πιο μεγάλο δώρο της ευκίνητης μικρής στην, πάλαι ποτέ, «παντοδύναμη γιαγιά». Ο τρόπος που παρουσιάζει αυτή τη σχέση η Ρουά είναι συγκινητικός γιατί καταφέρνει να αποδώσει όλη τη γκάμα των συμπεριφορών των ανθρώπων που κινούνται γύρω από τη γιαγιά, την οποία βλέπουν πλέον ως ερείπιο, τη ρωτούν με ενδιαφέρον αν θέλει κάτι· τι να θέλει, δηλαδή, στην κατάστασή της; Και η μόνη που πραγματικά κάνει κάτι σωστό είναι η μικρή. Την ταξιδεύει με το άλμπουμ στην όμορφη παλιά ζωή της, όταν ήταν νέα και παντοδύναμη.
Στο δεύτερο κείμενο η μικρή έρχεται σε επαφή με έναν ηλικιωμένο κύριο. Η γιαγιά βρίσκεται πάντα στο φόντο. Τώρα είναι η εμπειρία του άλλου ηλικιωμένου φύλου που θα της προσφέρει νέα πνευματικά και συναισθηματικά κεντρίσματα. Ο ηλικιωμένος κύριος, καλοντυμένος κάθεται κάτω από το δέντρο του και περιμένει τον μεγάλο επισκέπτη, αλλά, πριν έρθει αυτός, ελπίζει να προλάβει ένα ταξίδι στη λίμνη με το τρένο. Όμως ποιος θα τον συνοδεύσει; Η μικρή θα είναι και πάλι εκείνη που θα συμμεριστεί τη συγκίνηση. Μακρινός, αλλά όχι και τόσο, ο απόηχος από Το μόνο της ζωής του ταξείδιον του Γεωργίου Βιζυηνού που σε κάνει να νιώθεις πόσο κοντά είναι οι άνθρωποι και ας ζουν μίλια μακριά, πόσο κοινά είναι τα πάθη τους, πόσο η ανθρώπινη κατάληξη είναι παντού ίδια και συχνά έχει το ίδιο απάνθρωπο τέλος.
Στην τρίτη νουβέλα το κορίτσι έχει πια μεγαλώσει και είναι η σειρά της μητέρας της να μπει στο κάδρο των ηλικιωμένων που νοσταλγούν τον τόπο που μεγάλωσαν σαν ιδανικό, που μοιάζει με την «παντοδύναμη γιαγιά» ή τον ηλικιωμένο κύριο· θέλει, δηλαδή, να ταξιδέψει στον τόπο της παιδικής της ηλικίας. Στο Αλταμόν. Και θα το επιχειρήσει.
Η συγγραφέας μιλάει για τη ζωή στην εξοχή, για τις καιρικές συνθήκες, για τις ανθρώπινες σχέσεις, για την παιδική της ηλικία, για τις καταπιεσμένες επιθυμίες, για το όνειρο του μακρινού ταξιδιού. Δηλαδή μιλάει για τη ζωή της οποίας οι δυο πόλοι, η αρχή και το τέλος, αγγίζονται μέσα από τη μικρή αφηγήτρια και τους ηλικιωμένους που ζουν δίπλα της –«Θα πλήτταμε, αν ήμασταν μόνο γέροι μεταξύ μας ή μόνο νέοι»– λέει σαν να τονίζει τη σημασία της σύνθεσης των δύο άκρων, του ενός πόλου που ζει με τις αναμνήσεις από το παρελθόν και του άλλου που ζει με την προσδοκία του μέλλοντος. Κι ενώ το θέμα φαίνεται απλό και νοσταλγικό στο βάθος είναι σοβαρό και υπαρξιακό. Η συγγραφέας το πραγματεύεται με ευαισθησία. Εύστοχα βάζει στο κέντρο το θέμα του ηλικιωμένου ανθρώπου που αποσύρεται από τη ζωή, κρατώντας το χέρι ενός μικρού παιδιού, μετριάζοντας την οδύνη που γεννούν το «αργαλέον γήρας», κατά τον αρχαίο ποιητή Μίμνερμο, και ο θάνατος. Ο δρόμος για το Αλταμόν τελικά αποδεικνύεται ο δρόμος της ζωής, της ψυχής, της ωρίμασης, ο δρόμος που μας συμφιλιώνει με τις προηγούμενες γενιές, που αρνηθήκαμε όταν ήμασταν νέοι, για να αποδειχτεί ότι είμαστε ίδιοι μόλις κι εμείς ωριμάσουμε αρκετά και επιθυμήσουμε το ταξίδι στον τόπο της ιδανικής νιότης μας, που θα ολοκληρώσει και τον κύκλο της περιπλάνησής μας επί της γης.
Η μετάφραση αναδεικνύει τις αρετές της αφήγησης, η οποία κυλάει ομαλά, με συγκρατημένα τα συναισθήματα, με περιγραφές που μοιάζουν φωτογραφικές και υποβάλλουν την ανάγκη φυγής ως δικαιολογημένη έξοδο της ψυχής από τα δεσμά της.
Ο δρόμος για το Αλταμόν
Γκαμπριέλ Ρουά
Μετάφραση Φοίβος Ι. Πιομπίνος
Εικονογράφηση Μυρτώ Δεληβοριά
Θίνες
176 σελ.
ISBN 978-618-80209-5-5
Τιμή € 14,84
Πηγή : diastixo.gr