«Wim Wenders: “Στο βαθύ γαλάζιο”» της Βερίνας Χωρεάνθη

2018-07-05 18:09

«Wim Wenders: “Στο βαθύ γαλάζιο”» της Βερίνας Χωρεάνθη

Στον βυθό της θάλασσας, η Ντάνι παρατηρεί μικροοργανισμούς, μέσα από την απομόνωση που της προσφέρει το σκάφανδρό της. Παράλληλα, σε κάποια ταραγμένη παραθαλάσσια περιοχή της Σομαλίας, ο Τζέιμς περνάει εφιαλτικές μέρες και νύχτες κλεισμένος μέσα σε ένα στενό κελί χωρίς παράθυρα, έχοντας σαν μοναδική επαφή με τον έξω κόσμο ένα άνοιγμα στον τοίχο όπου ίσα που χωράει το χέρι του.

Η Ντάνι είναι ωκεανολόγος βιομαθηματικός και προετοιμάζεται για μια σημαντική αποστολή στον Βόρειο Ατλαντικό, όπου πρόκειται να κατεβεί με βαθυσκάφος στον βυθό για να μελετήσει υδρόβιους μικροοργανισμούς, οι οποίοι μπορεί και να δώσουν απαντήσεις σχετικά με την προέλευση της ζωής. Ο Τζέιμς είναι κατάσκοπος ο οποίος είχε επιχειρήσει, παριστάνοντας τον αναλυτή νερού, να εισχωρήσει σε μια περιοχή που ελεγχόταν από Τζιχαντιστές με σκοπό να εντοπίσει τη βάση τους, αλλά κάτι πήγε στραβά με την κάλυψή του, θεωρήθηκε ύποπτος και πιάστηκε αιχμάλωτος υπομένοντας απάνθρωπα βασανιστήρια, με τον θάνατο γύρω του να απειλεί τους πάντες, τα πάντα αλλά και τον ίδιο ανά πάσα στιγμή.

Στην ιδιότυπη απομόνωσή τους, μίλια μακριά ο ένας από τον άλλον, η Ντάνι και ο Τζέιμς θυμούνται την αναπάντεχη γνωριμία τους σε ένα ειδυλλιακό ξενοδοχείο της Νορμανδίας λίγο πριν ξεκινήσουν ο καθένας για την αποστολή του, αναπολούν την αμοιβαία συμπάθεια και, στη συνέχεια, την ερωτική και βαθιά συναισθηματική σχέση που τους έφερε κοντά, καθώς και τον πόνο που τους προκάλεσε ο αναγκαστικός αποχωρισμός ενώ είχαν καταλάβει ότι ήταν πλασμένοι ουσιαστικά ο ένας για τον άλλον.

Περιμένεις από έναν σκηνοθέτη της δικής του σχολής να ρίχνει άφοβα στα πλάνα του λεπτομέρειες που ξεχωρίζουν, κάνουν τη διαφορά και θα μετέτρεπαν μια κλασική ιστορία για χαμένες αγάπες σε κάτι πιο πρωτότυπο και με ιδιαίτερο τρόπο συναισθηματικό.

Έχοντας στα χέρια του ένα, κατά γενική ομολογία, αδύναμο σενάριο της Έριν Ντίγκναμ, παραδόξως βασισμένο σε ένα πολύ καλό βιβλίο του πολεμικού ανταποκριτή Τζ. Μ. Λέντγκαρντ, ο Γερμανός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς στην τελευταία του ταινία, Submergence, που ψιλοθάφτηκε από πολλούς κριτικούς και αποδόθηκε μάλλον άστοχα στα ελληνικά ως Στο βαθύ γαλάζιο, δείχνει μια να τον βρίσκει και μια να τον χάνει τον παλιό καλό του εαυτό. Ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης, οραματικός, που συνηθίζει να μιλάει με εικόνες, επιστρατεύει και πάλι το σουρεαλιστικό/ονειρικό στοιχείο, που είναι από τα αγαπημένα του, χωρίς ωστόσο εδώ να το αφήνει να βγάζει μάτι και να κυριαρχεί.

Αυτό, στην περίπτωση του Βέντερς, δεν είναι απαραίτητα καλό. Περιμένεις από έναν σκηνοθέτη της δικής του σχολής να ρίχνει άφοβα στα πλάνα του λεπτομέρειες που ξεχωρίζουν, κάνουν τη διαφορά και θα μετέτρεπαν μια κλασική ιστορία για χαμένες αγάπες σε κάτι πιο πρωτότυπο και με ιδιαίτερο τρόπο συναισθηματικό. Το κάνει και εδώ αυτό, αλλά είναι σα να περνάει σε ένα δεύτερο επίπεδο. Όχι πως λείπει το συναίσθημα από την ταινία. Υπάρχουν σκηνές πολύ δυνατές και συγκινητικές. Τα πολύ όμορφα πλάνα της παραθαλάσσιας εξοχής είναι μοναδικά, το ίδιο και η υπέροχη μουσική του Φερνάντο Βελάθκεθ. Εκεί που σκαλώνει είναι στο ελαφρώς αποσυντονισμένο σενάριο, που κάποιες φορές μοιάζει να κινείται οριακά σε άλλο μήκος κύματος από το έργο στο σύνολό του, παρόλο που οι πρωταγωνιστές, ο Τζέιμς Μακ Αβόι και η Αλίσια Βικάντερ, είναι και οι δύο εξαιρετικοί.

Δεν είναι ούτε καταγγελία για την τρομοκρατία ούτε ρομάντζο το Submergence – μιλάμε, φυσικά, πάντα για την κινηματογραφική του εκδοχή. Τόσο η πολιτικοκοινωνική όσο και η αισθηματική πτυχή λειτουργούν ως ένα πλαίσιο για εμβάθυνση στην ανθρώπινη ψυχή. Κι εδώ έρχεται και δένει και ο πρωτότυπος τίτλος, που σημαίνει «βύθιση», «κατάδυση», κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. «Θα βρεθούμε στον Άδη πνιγμένοι στη λησμονιά, να καταπίνουμε νερό σβήνοντας όλες τις μνήμες μας», λέει η Ντάνι σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη σκηνή.

Και οι δύο ήρωες βιώνουν μια νοερή επιστροφή στο παρελθόν, στις μνήμες που τους κατατρέχουν – γιατί και οι όμορφες αναμνήσεις καμιά φορά καταντούν βασανιστικές. Είναι σαν να επικοινωνούν μέσα από τις κοινές τους μνήμες, αφού έχουν χάσει τα ίχνη ο ένας του άλλου και η Ντάνι, κυρίως, δεν ξέρει καν αν ο Τζέιμς είναι ακόμα ζωντανός. Παράλληλα, το δίπτυχο της ζωής και του θανάτου είναι συνεχώς σε πρώτο πλάνο, με την Ντάνι να ερευνά, με την επιστήμη της, τη ζωή και τον Τζέιμς να βρίσκεται αντιμέτωπος με τον θάνατο σε καθημερινή βάση.

Σε όλα αυτά πρωταρχικό ρόλο παίζει το νερό, καθώς συνδέεται με την απαρχή και την πεμπτουσία της ζωής: ως έμβρυα είμαστε μέσα σε νερό, και από νερό αποτελείται το μεγαλύτερο ποσοστό του οργανισμού μας. Αλλά και στην όλη εξέλιξη της ιστορίας, το νερό είναι το βασικό στοιχείο: η Ντάνι ουσιαστικά ζει μέσα στο νερό, ο Τζέιμς συστήνεται ως αναλυτής νερού. Στο τέλος, και οι δύο βρίσκονται στον βυθό της θάλασσας. Το νερό καταλήγει να είναι ο μόνος δρόμος για να βρεθούν ξανά, ο μοναδικός δίαυλος επικοινωνίας που τους έχει απομείνει. Αυτή η ψυχολογική/συμβολική πλευρά της ιστορίας μπορεί να μην αποδίδεται με επιτυχία στο εκατό τοις εκατό, ωστόσο ακόμα κι έτσι, και με όλα της τα μικρά ή μεγάλα παραπατήματα, η ταινία του Βέντερς προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις.

Υπάρχει μια σκηνή σχετικά στην αρχή, μέρος του φλας μπακ του Τζέιμς, όπου ο ήρωας φέρνει στο μυαλό του το ξεκίνημα της μοιραίας αποστολής του. Έχει συναντηθεί με τους συνεργάτες του σε ένα μουσείο, ένα κτίριο ψυχρό και απρόσωπο με λευκές αίθουσες, όπου οι πίνακες εκτίθενται μέσα σε χρυσές κορνίζες. Ανάλογες χρυσές κορνίζες πλαισιώνουν και τις πόρτες, δημιουργώντας ανά διαστήματα την οπτική ψευδαίσθηση ότι παρακολουθούμε σκηνές μέσα από καθρέφτες. Είναι μια σεκάνς με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και ιδιαίτερο συμβολισμό για την ταινία συνολικά, ιδίως αν παρατηρήσουμε τους πίνακες μπροστά από τους οποίους περνάει ο Τζέιμς – και όχι μόνο: αναρωτιέμαι πόσοι πρόσεξαν εκεί το πλάνο του Οδοιπόρου πάνω από τη θάλασσα της ομίχλης, έναν ιδιότυπο ζωντανό πίνακα: μια εικόνα φευγαλέα ενός επισκέπτη του μουσείου που στέκει σε μια άκρη, ίδιος με τον άντρα που απεικονίζεται στον περίφημο πίνακα του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, και ο οποίος φεύγει από τη θέση αυτή δευτερόλεπτα αργότερα, όταν το πλάνο αλλάζει γωνία (παρεμπιπτόντως, έχω την εντύπωση ότι ο άντρας στον ρόλο αυτού του επισκέπτη είναι ο ίδιος ο Βέντερς).

Όπως και να έχει, είναι μια σκηνή που ξεχωρίζει ανάμεσα στις υπόλοιπες, έχει διαφορετικό στήσιμο, διαφορετική ατμόσφαιρα, τα χρώματα επίσης είναι διαφορετικά. Από άποψη οπτική, αλλά και αν λάβουμε υπ’ όψιν τις επιμέρους λεπτομέρειες, συνδέεται με το φινάλε, το οποίο επίσης είναι ανοιχτό σε περισσότερες από μία εκδοχές και ερμηνείες, ανάλογα με το πόσο διατεθειμένος είναι κανείς να το «διαβάσει» πίσω από την άμεση, αν και όχι και τόσο προφανή τελικά, κυριολεξία του.

Η ταινία προβάλλεται από τις 7 Ιουνίου.

 

 

πηγή : diastixo.gr