Βριλήσσια-Cine Δράση Εκεί που συνωστίζονται οι σκιές για τις νίκες και τις ήττες του καθενός... Η Ιωάννα Καρυστιάνη «μεθάει» το ΤΥΠΕΤ!
Κυριακή 13 Νοεμβρίου, 7.00 το απόγευμα, το Cine-Δράση φιλοξενεί τη συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη, στην αίθουσα του δήμου μας, («Νίκος Εγγονόπουλος»-ΤΥΠΕΤ), κατάμεστη όσο ποτέ. Το κοινό ασάλευτο, επί σχεδόν τρεις ώρες, προσηλώνεται στη μαρτυρία ενός προσώπου, για την τέχνη, τη ζωή, την περιπέτεια του συλλογικού βίου, καταγράφει και βυθίζεται σ’ έναν πλούτο συναισθημάτων, που μόνο οι αληθινοί δημιουργοί μπορούν να συμπυκνώσουν και να μεταδώσουν απλόχερα.
Περίπου μισής ώρας «εισήγηση», με αφορμή «Το Φαράγγι», το τελευταίο μυθιστόρημα της Καρυστιάνη και ακολούθησε ένας αληθινός διάλογος, με τους θεατές σε εγρήγορση, να θέλουν όλο και περισσότερο, από εκείνους που θέλει κανείς να ξαναζήσει, να αποτυπώσει, να μη χάσει ούτε ένα γραμμάριο κατανόησης, να πάρει μαζί του, σαν κάτι πολύτιμο, κάθε συναίσθημα, μήπως αυτό κρατηθεί ζωντανό ως την επόμενη «κανονική» ημέρα...
Από αυτή τη βραδιά μεταφέρουμε στην ιστοσελίδα της «Δράσης», δυστυχώς μόνο 31 λεπτά προφορικού λόγου, το αρχικό μέρος της παρουσίασης, όπου η Καρυστιάνη ρέει, μεταδίδει, μιλάει εκτός κειμένου για το μυθιστόρημα –αφορμή της συζήτησης. Όσο κι αν η οθόνη του υπολογιστή φιλτράρει την κίνηση, τις χειρονομίες, τον τόνο της φωνής και την αύρα των συναισθημάτων του κοινού, πάλι «κάτι» μένει για όσους δεν ήταν παρόντες. Απολαύστε την!
Κινηματογραφική Λέσχη Βριλησσίων Cine-Δράση:
Ιωάννα Καρυστιάνη, Βριλήσσια, 13 Νοεμβρίου 2016
Σ’ όλα μου τα βιβλία υπάρχει κάτι κοινό...
Κοινό είναι ότι πραγματεύονται κορυφαίες ανθρώπινες εμπειρίες. Μπορεί να αναφέρονται σε ανθρώπους απλούς, σιγανούς, θαμπούς, αν θέλετε, της καθημερινότητας, οι οποίοι όμως ως υπάρξεις έχουν δικαίωμα και στα κορυφαία αισθήματα, στον έρωτα, που είναι το πιο ξακουστό συναίσθημα, στο θάνατο, τι είναι ο θάνατος, ο πιο μισητός αφέντης, ο πιο επιφανής τελευταίος επισκέπτης της ζωής, στη φιλιά, που είναι μια πολύ παρηγορητική σχέση, στη βαριά αρρώστια, που είναι ο μέγας πραγματοποιημένος φόβος, στη συμφιλίωση που είναι η έμπρακτη αυτοκριτική, στην τύψη, που είναι παντοτινό άλγος, στη λησμονιά, που είναι ένα παντοτινό κενό...
Ένα άλλο κοινό που έχουν τα βιβλία είναι ότι οι ήρωες, ακριβώς επειδή είναι ήρωες με το ήττα μικρό, ζωές αχανών ασήμων, σε άδοξα σπίτια και μικρές κοινωνίες, μου επιτρέπουν να μπορέσω να πάω πιο βαθιά και να διεισδύσω στην πολύσημη, πλούσια και για μένα καθόλου μονότονη και αδιάφορη ζωή των ταπεινών, όχι των ταπεινωμένων.
Προέρχομαι από λαϊκή οικογένεια, αυτόν τον κόσμο τον ξέρω καλύτερα -ίσως και από ανασφάλεια- περιηγούμαι πιο εύκολα σ’ έναν τέτοιο κόσμο, σ’ ένα τέτοιο μικρό σύμπαν, σε μικρές ιστορίες, αλλά μέσα στη ζωή, στα εξήντα τέσσερά μου πλέον χρόνια και βιβλίο με βιβλίο, έχω ανακαλύψει ότι αυτές οι μικρές κοινωνίες δεν υπολείπονται, αυτές οι ιστορίες, οι περιπέτειες των ανθρώπων, σε σημασία, έναντι των κοινωνιών και των ανθρώπων που κινούνται, όχι στις παρυφές πια μιας κοινωνικής πραγματικότητας αλλά στο κέντρο και στο επίκεντρο των μεγαλουπόλεων και των μητροπόλεων.
Ένα άλλο κοινό που έχουν τα βιβλία είναι η γλώσσα, που είναι η αγάπη μου, για μια γλώσσα που νομίζω πως δεν τελειώνει ποτέ, που τη θέλω να είναι διαπεραστική και αισθαντική, για να μπορέσω μ’ αυτήν να κάνω σινιάλο επικοινωνίας και αφύπνισης του ίδιου του αναγνώστη. Θα σας έλεγα ότι ακριβώς επειδή τα βιβλία δεν αναφέρονται σε μεγάλες προσωπικότητες και καμπές της ιστορίας, άλλοι συνάδελφοι το κάνουν έξοχα, για παράδειγμα η πολυαγαπημένη μου Μάρω Δούκα έχει την ιστορία ως επίκεντρο που διαμορφώνει άμεσα τους χαρακτήρες στα βιβλία της, και παίρνει μείζονες σελίδες, περιστατικά και περιόδους, εγώ ασχολούμαι με πιο απλά πράγματα, πιο τετριμμένα. Ωστόσο ακριβώς για να μπορέσω να πείσω και τον εαυτό μου -διαρκώς ανασφαλή- γιατί επιλέγω ως πρωταγωνιστές δευτεραγωνιστές και κομπάρσους τέτοιους ανθρώπους στα μυθιστορήματα; -και για να μπορέσω σιγά-σιγά να σοβαρευτώ, και να φιλοτεχνήσω πορτρέτα πειστικά, αληθοφανή που θα προέρχονται πραγματικά μέσα από την κοινωνία, οφείλω να δουλέψω με ταπεινοφροσύνη και προσοχή και να φιλοτεχνήσω τις ταυτότητες αυτών των ηρώων.
Οι «ταυτότητες»...
Στη ζωή όλοι μας έχουμε αποκτήσει ή συναντήσει ανθρώπους που περιστασιακά σφραγίζονταν από ορισμένες ταυτότητες. Μπορεί να ήταν άνθρωποι που θα είχαν επιλέξει να φέρουν την ταυτότητα του μέλους του ένδοξου Κομμουνιστικού Κινήματος ή να φέρουν την ταυτότητα του μέλους της συντηρητικής παράταξης ή να ανήκουν στη συλλογική ταυτότητα του κλάδου των δικηγόρων, στη συλλογικότητα των οπαδών του ΠΑΟΚ ή της ΑΕΚ, να είναι στην επαγγελματική κατηγορία των προποτζήδων, των γεωπόνων, των δημοσιογράφων, στην πανστρατιά των ανέργων, κάτι που βλέπουμε πλέον σήμερα στις μέρες μας να έχει πραγματικά ένα πολύ μεγάλο και δύσκολα αντιμετωπίσιμο παρόν στη ζωή του τόπου.
Εγώ ομιλώ για τους ήρωές μου με ταυτότητες μόνιμες που δεν επιδέχονται αλλαγής, δεν πας στο ταμείο να την αλλάξεις την ταυτότητα, είναι οι πανίσχυρες για μένα πρωταρχικές ατομικές και συλλογικές ταυτότητες. Και σαν τέτοιες, προκειμένου να φιλοτεχνήσω τους χαρακτήρες, εννοώ τις εξής τρεις: Πρώτον, την οικογένεια, δεύτερο τη μητρική γλώσσα και τρίτο τον γενέθλιο τόπο.
Η οικογένεια είναι αυτή που είναι. Δεν μπορείς να αλλάξεις τον πατέρας σου και να πάρεις έναν άλλο επειδή σου φαίνεται πιο καλός, πιο απαλός, πιο συνεννοήσιμος. Ούτε την μάνα σου μπορείς να αλλάξεις, ούτε τα’ αδέλφια σου. Είναι η πρώτη συναίσθηση του "εγώ" μέσα σε μια παλέτα, μια μικρή ας πούμε μικρογραφία κοινωνίας, όπως είναι η οικογένεια, και είναι μικρογραφία κοινωνίας, διότι αναπτύσσονται, διατάσσονται και αναδιατάσσονται δεσμοί, σχέσεις εξουσίας, ελέγχου, κυκλοφορούν και αναπνέουν ή αντιμετωπίζουν δύσπνοια, πολύτιμα, βασικά συναισθήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι επίσης, το πρώτο «εμείς» στη ζωή, εμείς οι Παπαδάκηδες, εμείς οι Γιαννακόπουλοι. Θεωρώ λοιπόν, ότι η οικογένεια είναι μια κυψέλη που κατά κάποιο τρόπο φιλοτεχνεί και δίνει βασικά χαρακτηριστικά σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι σχέσεις ανεξίτηλες, απαράγραπτες, που δεν αλλάζουν, μόνιμος δεσμός, σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν και μετά θάνατον, και μάλιστα να βελτιώνονται, γιατί πάντα κάτι προσθέτουνε τα μάρμαρα, τα κυπαρίσσια, ένα τσιγάρο στον τάφο του γονιού, του δικού σου ανθρώπου.
Δεύτερη πρωταρχικής σημασία ταυτότητα για μένα είναι η μητρική γλώσσα, που ρέει με το γάλα από το βυζί της μάνας στο παιδί, που εμπεριέχει όλα τα νανουρίσματα, τις ανάσες, τις αγωνίες, τους αναστεναγμούς, τα επιφωνήματα, τα λογάκια, και που σιγά- σιγά φτιάχνει το διαβατήριο για το άτομο, της εισόδου του σε μια συλλογική κοινωνία, σ’ ένα συλλογικό τρόπο συνεννόησης. Κι’ είναι πάντοτε πολύ ιδιαίτερη, διότι αυτή η γλώσσα φτιάχνεται, από το χώμα του τόπου, από τα βράχια του τόπου, από τους δρόμους και τις πλατείες, από τα δωμάτια, από το φως ή τη σκοτεινιά του ουρανού, μεταγγίζει πολιτισμό αιώνων, μεταγγίζει ιστορική μνήμη από τη μια γενιά στην άλλη, φωλιάζει στον εσώτερο κόσμο των ανθρώπων, εκεί που συνωστίζονται οι σκιές για τις νίκες και τις ήττες του καθενός. Και επίσης, είναι γλώσσα και συμμετοχική, συλλογική γιατί μ’ αυτήν συνεννοούμαστε οι περισσότεροι, είναι και γλώσσα ατομική, γιατί ο καθένας καταφέρνει σιγά-σιγά να δημιουργήσει, έχει την ελευθερία να δημιουργήσει τη δική του εκφραστική. Με τη γλώσσα, με το λίκνισμα των λέξεων, με την εκφραστική του προσώπου, με τη χειρονομία, με τη γλώσσα του σώματος, με τη σιωπή την ίδια, να διαμορφώσει τον αχό της δικής του σιωπής. Γιατί και η σιωπή του καθενός είναι η μισή γλώσσα.
Μια τρίτη σημαντική ταυτότητα είναι ο γενέθλιος τόπος, το ‘λεγε ο Τάκης ο Σινόπουλος, είναι ένας άνθρωπος που συνεχώς «έρχεται» από τον Πύργο της Ηλίας... Πιστεύω ότι ο γενέθλιος τόπος του καθενός είναι έδρα, πηγή και η συναισθηματική πρωτεύουσα, η γενέτειρα είναι το σημαδάκι της ευρύτερης πατρίδας. Πιστεύω ότι είναι σημαντικό γιατί είναι το πρώτο ξεπόρτισμα από την ασφάλεια της πατρικής εστίας, έξω στους δρόμους, εκεί που γίνονται οι πρώτες συναντήσεις, η πρώτη συναίσθηση του εαυτού σε σχέση με τους άλλους, είναι η πρώτη θέαση του ορίζοντα. Και η πρώτη φορά είναι πάντοτε μια ανεξίτηλης σημασίας εμπειρία για τον κάθε άνθρωπο.
Ο γενέθλιος τόπος μάς ακολουθεί όπου κι αν μας στείλει το κύμα της ζωής, σε όποια πόλη, σε όποια χώρα, σε όποια γωνιά του πλανήτη. Είναι σαν ένα εμβόλιο στο μπράτσο, αυτό το έλεγα στο «Κοστούμι στο χώμα» για τον πρώτο έρωτα, αλλά «κολλάει» και στον γενέθλιο τόπο τώρα που το σκέφτομαι.
Στην εποχή μας όλα αυτά έχουν κάπως θολώσει, ξεθωριάσει και αμφισβητηθεί, διότι νομίζω πως η έννοια του γενέθλιου τόπου έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα στην οικονομικοπολιτική φιλολογία. Σε μια εποχή που οι Αγορές παίζουν τον πρώτο λόγο, νομίζω πως πατρίδες υπάρχουν πολλές μόνο στη μνήμη μας, πατρίδες που διασώζονται από το μεγαλείο ενός πολιτισμού ευαισθησίας που μπορεί και να διώκεται. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν μπορούν να χαρούν το -για μένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα- να μπορεί ο καθείς να ζήσει εκεί που γεννήθηκε, να βρει δουλειά, να είναι με τους δικούς του ανθρώπους, εκεί που ξέρει τη γλώσσα, εκεί που ανασαίνει όλα τα σημάδια του παρελθόντος κι εκεί που αισθάνεται μεγαλύτερη ασφάλεια, εμπιστοσύνη και σοβαρότητα για τις πατημασιές του προς το αύριο. Θεωρώ λοιπόν ότι είναι μια εποχή όπου μετράνε πολύ περισσότερο συλλογικές ταυτότητες χωρών που έχουν ισχυρή οικονομία, ισχυρή εξαγώγιμη βιομηχανία ή είναι φορολογικοί παράδεισοι, δεν είναι σήμερα πολύ «in» να είσαι από τη Συρία, να είσαι από την Αλβανία ή να είσαι από την Ελλάδα για παράδειγμα.
Παρ’ όλα αυτά η δική μας η δουλειά, η επίμονη και επίπονη δουλειά του συγγραφέα και του κάθε καλλιτέχνη, είναι να προσπαθήσει να μελετήσει, να σκεφτεί, να ζυγίσει τι αξίζει περισσότερο την προσοχή, τι το έχει ξεπεράσει ο χρόνος και πρέπει να μείνει πίσω, πώς μπορεί κανείς να αναμετρηθεί με τα καινούργια ερωτήματα που βάζει η ζωή και η πραγματικότητα.
Το Φαράγγι
Στο τελευταίο βιβλίο, στο «Φαράγγι», μπορώ να πω ότι πήγα και χώθηκα μέσα ‘κει, κυρίως καταπτοημένη και καταπονημένη ιδεολογικά, ηθικά, οικονομικά από την πραγματικότητα που ξέσπασε σαν αστραποβρόντι τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας, και που σαν πυκνός χρόνος αυτογνωσίας μας υποχρεώνει όλους να βάλουμε τα πράγματα ξανά κάτω, μ’ ένα όσο το δυνατόν πιο σοβαρό, ευθύβολο και εύστοχο τρόπο.
Είχα όμως ανάγκη αυτό που λέει ο Παπαδιαμάντης, την «Παπαδιαμαντική συναλληλία», τη συμπαράσταση, την αλληλεγγύη, κάτι ήθελα. Και όλη η τέχνη δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια παρατήρηση, καταγραφή και μεταγραφή της ανθρώπινης ανάγκης για περισσότερη αλληλεγγύη και αλληλοκατανόηση. Την αποζήτησα στην οικογένεια, που μπορεί να είναι ενίοτε μια ωραία αυλή, ένα περιβόλι με όμορφα λουλούδια, άλλες φορές μπορεί να είναι ένα ασφυκτικό πλαίσιο, μια σφηκοφωλιά αν θέλετε, αλλά μέσα εκεί μπορεί κανείς να μελετήσει, να στοχαστεί και να αναστοχαστεί πάνω σε όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα σε μια κοινωνία.
Εγώ είχα ένα πολύ γερό θεμέλιο, γιατί προέρχομαι από μια πολύ αγαπημένη και πολύ δεμένη οικογένεια. Θυμάμαι το 1998 που είπαμε με τα αδέρφια μου, επτά είμαστε εν ζωή, εννέα έκαναν οι γονείς μου, τα δυο πρώτα αγόρια, δύο και τριών ετών χάθηκαν όταν ο πατέρας μου ήτανε στην Αλβανία και η μητέρα μου, είχε βομβαρδιστεί το σπίτι μας στα Χανιά, ήταν σε μια σπηλιά, στις Σβουρνιές, στο νομό Χανίων, είχανε χαθεί πολλά παιδάκια τότε, πάει κι ο Γιάννης κι ο Παναγιώτης, λοιπόν, μεγάλωσα σ’ αυτή την οικογένεια, με πολύ καλές σχέσεις όλα τα’ αδέρφια, και θυμάμαι ότι το 1998 είπαμε «να κάνουμε ένα φαράγγι», χωρίς συζύγους και παιδιά, έτσι για να ξαναβρεθούμε, γιατί κι εγώ ζούσα μακριά, οι περισσότεροι είναι στα Χανιά. Αυτό δεν κατάφερε να γίνει πραγματικότητα, πότε ο ένας δεν μπορούσε, πότε ο άλλος δεν μπορούσε, είχε δουλειά, έλα όμως που εμένα μου έγινε έμμονη ιδέα...
Έχω και την τάση για τις έμμονες ιδέες, εμμονική, να τιμωρώ τον εαυτό μου που αυτό δεν έγινε πραγματικότητα. Άρχισα αναδρομικές ημερολογιακές καταγραφές, (εγώ που ποτέ δεν κρατούσα ημερολόγιο), ότι θυμόμουνα, όπως τα θυμόμουνα και όπως τα μετασκεύαζα, για να επιτρέψω στον εαυτό μου να απομακρυνθεί εντελώς από την αυτοβιογραφία, (στην οποία δεν πιστεύω, όλοι φιλοτεχνούν λειαίνοντας ή διεκτραγωδώντας ή διακωμωδώντας τα πράγματα, δηλαδή υπερτονίζοντας κάποιες καταστάσεις), απομακρύνθηκα σιγά-σιγά και έφτιαξα τα πορτρέτα επτά αδελφών που δεν έχουνε σχέση με τη δική μου οικογένεια. Μπορεί να έχουν έναν αδελφό που να αγαπάει τα φαράγγια και να θέλει να πηγαίνουμε μαζί βόλτες, μπορεί σαν τον Φώντα, τον αγαπημένο της Θεώνης -για όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο- να έχω κι εγώ τον πολυαγαπημένο μου αδερφό Κώστα, τον Βενιαμίν μας, που έχει χάσει το χέρι του σε εργατικό ατύχημα στα 19, μπορεί να έκανα το ταξίδι της Θεώνης μέσα στο σώμα της μητέρας μου στα τελευταία της, αλλά ένα μυθιστόρημα είναι μια ευρύτερη σύνθεση, επεξεργασία πολλών ζωών, πρέπει να στήσεις χαρακτήρες και να ακουμπήσεις και να επινοήσεις πολλά γεγονότα σε μια διακύμανση του χρόνου.
Σας λέω λοιπόν ότι «Το Φαράγγι» εκεί είχε την έμπνευσή του, και μ’ ‘ένα αίσθημα ενοχής ότι δεν το πραγματοποιήσαμε, οπότε εγώ ήθελα να το κάνω, έστω ένα μυθιστόρημα επινόησης και φαντασίας. Έβλεπε ένα πάρα πολύ όμορφο δέντρο στον αυλόγυρο της Μονής της Αγίας Τριάδας στα Χανιά, κοντά στο αεροδρόμιο για όσους έχουν πάει, που είναι ένας κορμός σε μια πεζούλα, εσπεριδοειδές το δέντρο, κι έχει ένα μπράτσο που κάνει λεμόνια, ένα που κάνει πορτοκάλια, ένα που κάνει μανταρίνια κι ένα που κάνει γκρέιπφρουτ. Λέω, κάπως έτσι είναι και πολλά παιδιά που βγαίνουν από την ίδια κοιλιά αλλά το καθένα παίρνει το δικό του δρόμο, κι έτσι πρέπει να ναι στη ζωή και σιγά-σιγά να αυτονομείται και να ακολουθεί τα δικά του βήματα.
Ήθελα όμως να βάλω και κάποια στοιχήματα, όπως και στα προηγούμενα βιβλία, ακριβώς επειδή μπήκα μεγάλη στη λογοτεχνία… Ας πούμε, στη «Μικρά Αγγλία» το στοίχημά μου ήταν αυτή η ιστορία να μη γίνει μελό. Στο «Κοστούμι στο χώμα» να μη γίνει φολκλόρ με τους μαυροπουκαμισάδες στα Σφακιά. Στον «Άγιο της μοναξιάς» να μην είναι σαν ριάλιτι σόου εκείνης της εποχής της τηλεόρασης. Θέλω πάντα να παίρνω ένα ρίσκο, να βάζω μπροστά μου ένα θέμα που μπορεί να μοιάζει λαϊκό -δεν σνομπάρω καθόλου αυτόν τον κόσμο- θέλω λοιπόν να περπατήσω, να χωθώ σ’ αυτό το φαράγγι, που είναι μια πέτρινη μήτρα του βουνού, και αποδιωγμένη και από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, αποζητούσα σωσίβιο, ζεστασιά, κάτι.
Υπάρχουν κάποια ερωτήματα που επιμένουν να με ακολουθούν και που η απάντηση δεν είναι οριστική: Ποιο είναι το βάρος της εξομολόγησης και ποιο είναι το βάρος της αποσιώπησης ενός μυστικού; Τι συνέπειες υπάρχουν στη μια και στην άλλη περίπτωση, και για το άτομο που εξομολογείται ή αποσιωπά και για τους δικούς του ανθρώπους ή για τον περίγυρό του; Νομίζω πως αυτό μπορεί να φωτιστεί με πολλούς τρόπους, που δεν εξαντλούνται. Πραγματικά δεν υπάρχει τελευταία λέξη, ούτε στην τέχνη, ούτε στην επιστήμη, ούτε στη ζωή, οπότε άλλοι θα έρθουν κάτω από άλλο πρίσμα να δουν παρόμοιες ιστορίες και παρόμοια ερωτήματα και να προσθέσουν τη δική τους συμβολή, τη δική τους πινελιά.
Αυτούς τους επτά ήρωες, τα επτά αδέρφια που πλαισιώνονται από ένα Μάρκο που δεν υπάρχει πια στη ζωή, από μια μητέρα που δεν υπάρχει πια στη ζωή, έναν πατέρα που δεν υπάρχει πια στη ζωή και κάποιους άλλους περιφερικούς χαρακτήρες, προσπάθησα να τους αντιμετωπίσω με δικαιοσύνη. Έχω αυτόν τον καημό κι αυτή την πετριά, να αισθάνομαι ότι έχω εξαντλήσει τις δυνατότητες να περιγράψω καλά τους ήρωες, να μην τους ταμπελώσω μ’ έναν εύκολο τρόπο, να δω τα γιατί και τα διότι της άλφα ή της βήτα στάσης τους στη ζωή, ώστε σιγά-σιγά όλοι αυτοί να υφαίνουν ένα πάζλ που να είναι πειστικό και αναγνωρίσιμο από κάποιον που το διαβάζει, κάτι δικό του. Αγάπησα, είναι σαν να είναι άλλα αδέρφια δικά μου, ο Βαρδής, ο Γεράσιμος, η Ευδοκία, η Ινώ, ο Ελισσαίος, η Θεώνη και ο Αργύρης, σιγά-σιγά τους ένοιωσα πολύ δικούς μου ανθρώπους και τους αντιμετώπισα με συμπαράσταση, με αυστηρή αγάπη, δεν τους γέμισα όλους με ολέθρια μυστικά και βάρη γιατί θα ήταν ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα, η Ευδοκία πάει σ’ αυτή τη συνάντηση με τα αδέρφια της στο φαράγγι αποφασισμένη να μιλήσει, όταν θα απουσιάζουν οι υπόλοιποι του σογιού, ο Αργύρης πάει τρομάζοντας, μήπως δεν μπορέσει να συγκρατήσει το στόμα του και να μιλήσει, αυτοί οι δυο φέρνουν, ας πούμε μια πιο βαριά ιστορία, πιο βαριά σακιά, που δεν ήθελα να την μπουμπουνίσω μέσα στο φαράγγι. Δεν ήθελα να κάνω ένα γουέστερν και θα σας πω γιατί...
Ένα στοίχημα που ήθελα σ’ αυτό το βιβλίο ήταν το θέμα του χρόνου. Στη «μικρά Αγγλία» η ιστορία διαδραματίζεται σε μια ολόκληρη εικοσαετία, στο «Κοστούμι στο χώμα» έναν Αύγουστο, στον «Άγιο της μοναξιάς» στη διάρκεια μιας εκπαιδευτικής σχολικής χρονιάς, στο «Σουέλ» σ’ ένα εξάμηνο, στο «Τα σακιά» μια πενθήμερη εκδρομή στους Δελφούς που κάνει η μάνα με τον γιό, στο «Καιρός σκεπτικός» είναι ο Δεκέμβρης του 2010. Εδώ ήθελα να πειραματιστώ πόσος χρόνος, πόση διακύμανση χρόνου ισορροπεί μέσα σε μια και μόνη ημέρα. Γιατί όλο το μυθιστόρημα διαδραματίζεται την 11η Μαΐου του 2014, όπου συμπεριλαμβάνονται κάποια παλαιότερα περιστατικά ή κάποιες σκέψεις για το σήμερα και για το αύριο, αλλά όλα συμβαίνουν μια Κυριακή. Μια Κυριακή του Μάη, που δεν είναι ούτε καν μια ολόλαμπρη λιακάδα, ούτε επιθύμησα να κάνω τη συνάντηση σ’ ένα χειμωνιάτικο τοπίο με πολύ ατμοσφαιρικούς βοριάδες και χιονοσούρια πάνω στα βάραθρα και στα βουνά και στα λαγκάδια, ήθελα ένα λιτό και απέριττο τοπίο κι ένα συνηθισμένο καιρό. Το Ασφενδιανό φαράγγι δεν είναι θεαματικό όσο είναι ο Φάραγγας που λέμε στα Χανιά, όπως το φαράγγι της Σαμαριάς ή του Ελιγιά ή της Τρυπητής, είναι ένα συνηθισμένο φαράγγι που ανταποκρίνεται βέβαια στις ηλικίες των επτά αδερφών που είναι όλοι κάπως σιτεμένοι, μεσόκοποι και πιο ηλικιωμένοι, με τις ισχιαλγίες, τα κιλά των εξήντα και εβδομήντα ετών, ήθελα με ένα λιτό, απέριττο, τραχύ και αβρό τοπίο, να δω πώς μπορώ να αγγίξω, να ακουμπήσω, όχι να γδάρω, να ακουμπήσω κι αν μπορώ να χαϊδέψω αυτούς τους επτά αδελφούς και όσους περιστοιχίζονται γύρω τους, στη ζωή τους.
Η πρώτη φράση του βιβλίου που είχα σκεφτεί ήταν η τελευταία, «από σήμερα γερνάμε όλοι μαζί», αυτή ήταν η φράση οδηγός. Έχω ανάγκη όταν ετοιμάζω ένα βιβλίο να ακουμπώ σε μερικές φράσεις που έχω προεπιλέξει, γιατί δουλεύω καθημερινά πάρα πολλές ώρες κι όταν δεν μου βγαίνει μια ιστορία να προχωρήσω με βάση τους σκελετούς και τα υπόλοιπα που έχω φτιάξει, ούτε με βάση ανατροπές που προσδοκώ να συμβούν. Κάθομαι και φτιάχνω φράσεις, για διάφορα θέματα, τις ξεσκαρτάρω, μετά, το 95% πάει στην ανακύκλωση, το 5% μπορεί να είναι καλό ή να επιδέχεται κάποιας βελτίωσης. Έτσι, απ’ αυτή τη φράση ξεκίνησα και προσπάθησα, διότι μέσα σε όλα, σας είπα, ήθελα να είχα και την αναζήτηση του θάρρους να κάνω ένα βιβλίο απόλυτα συμβατό με την ηλικία μου, απόλυτα συμβατό με το ερώτημα του θάρρους απέναντι στη ζωή και απόλυτα συμβατό με την τόσο δύσκολη, στενάχωρη, μουντή και δίχως ορίζοντα, εποχή μας.
Πιστεύω τόσο πολύ στους ποιητές, νομίζω πως τα έχουν πει όλα.
Πιστεύω τόσο πολύ στους ποιητές, νομίζω πως τα έχουν πει όλα. Και οι ολιγόστιχοι και οι στιχουργοί των τραγουδιών -για μένα είναι πολύ υψηλού επιπέδου ποίηση και η στιχουργική των μεγάλων μας στιχουργών- και του Γκάτσου και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Μάνου Ελευθερίου και της Λίνας Νικολακοπούλου και του Οδυσσέα Ιωάννου και του Γκανά. Είναι πολλοί εκείνοι απέναντι στους οποίους αισθάνομαι μια απέραντη ευγνωμοσύνη και μια απέραντη οφειλή, σ’ αυτά τα λυπημένα τραγούδια, που σταματήσανε βέβαια να γράφονται με την Ευρωζώνη, δεν πήγαινε αυτό το ντουέτο, αλλά νομίζω πως σημαντικά διηγήματα, ταινίες, θεατρικά έργα, γίνανε και σε αυτά τα χρόνια, που έθεσαν ορισμένα πολύ σημαντικά ερωτήματα. Ίσως ο κόσμος, προερχόμενος από πολυετή στέρηση ακουμπούσε σε κάποια προσφερόμενα αγαθά, ευγενική χορηγία των τραπεζών με τη θηλιά κάπου στο βάθος, που ο κόσμος τα είχε ανάγκη και δεν μπορούσε να ακούσει. Αλλά θυμάμαι βιβλία της Μάρως Δούκα, τραγούδια του Σαββόπουλου, πολλών συνθετών, πολλές κινηματογραφικές ταινίες, πολλά θεατρικά έργα σύγχρονα, που έθεταν αυτά τα ερωτήματα αλλά δεν υπήρχαν και ευήκοα ώτα εδώ που τα λέμε… Καμιά φορά, με την Μάρω που μιλάω περισσότερο, της λέω, μας αντιμετωπίζουν σαν δυο ξινές γκρινιάρες που τους τη σπάμε στα χρόνια της μεγάλης ευφορίας, με τις Ολυμπιάδες κτλ.
Εύχομαι να’ χουμε δύναμη, τα μάτια μας ανοιχτά, κουράγιο, όπως έλεγε και η Βιβή Χολέβα στα «Σακιά», οι άκοποι τόμοι της ποίησης που είναι στα ράφια δημιουργούν κενό στην αναζήτηση του ρόλου μας και της ύπαρξής μας μέσα σ’ αυτή τη ζωή, αυτά είναι τα υπάρχοντά μας.
Εγώ, ό,τι μπορώ κάνω, πάντα με την πεποίθηση ότι κάτι μείζον μου έχει διαφύγει, από την αρχική σύλληψη της κεντρικής ιδέας, που όμως πλέον αποδέχομαι την ήττα μου στο τέλος και λέω ότι αυτό μπορεί να είναι ένας λόγος που θα με βάλει στην περιπέτεια ενός επόμενου γραπτού για να αποπληρώσω φιλολογικά χρέη -υπάρχουν και τέτοια χρέη μάλλον, και για να μπορέσω να φτάσω όσο το δυνατόν πιο βαθιά και πιο διεισδυτικά στον εσώτερο κόσμο των ανθρώπων και σ’ αυτά τα σκοτεινά τοπία της ύπαρξης, που εκεί νομίζω πως είναι και πολλά από τα κλειδιά για τις περιπέτειες και του εξωτερικού βίου των ανθρώπων.
Μ’ ένα στίχο του Λειβαδίτη, λοιπόν, «η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να χει μεγάλη καρδιά», αποζητώ διαρκώς έναν τρόπο να μην είμαι άκαμπτη, να έχω υπομονή, να πλησιάζω με όση μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη και δίχως σνομπισμό τους ανθρώπους. Αυτό που ζητώ ως αναγνώστρια, αυτό επιδιώκω και ως συγγραφέας και ελπίζω κάποτε να το καταφέρω.
Κινηματογραφική Λέσχη Βριλησσίων «Cine-Δράση»