Βριλήσσια- «Ο Δράκος» από το Cine-Δράση της Τετάρτης Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016, 8:15΄μμ, Πάρκο "Μ. Θεοδωράκης", ΤΥΠΕΤ
Πολιτική ταινία, κοινωνικό δράμα, φιλμ νουάρ, δαιμονική παραβολή, αλληγορία της πάλης ενάντια στη δεξιά μετεμφυλιακή καταπίεση είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που έχουν αποδοθεί στην ταινία. Σύμφωνα με τον Μάριο Πλωρίτη «σηματοδοτεί το πέρασμα του ελληνικού κινηματογράφου από τη νηπιακή ηλικία στην ωριμότητα». Για τον ίδιο τον σκηνοθέτη: «...ο Δράκος ξεκίνησε σαν πολιτική ταινία, να ‘ναι καλά και το σενάριο του Καμπανέλλη. Βρίσκω ότι το κοινό σημείο του βιβλίου με την ταινία είναι η κριτική της αμερικανικής πολιτικής, τότε και τώρα. Ο Δράκος καταγγέλλει την Αμερική, που με τον τεράστιο όγκο της έπεσε πάνω στην πατριδούλα μας σαν να ήταν για τα σκουπίδια...».
Όταν ο Νίκος Κούνδουρος ολοκλήρωσε, το 1956, τα γυρίσματα της ταινίας του «Ο Δράκος», ήταν δεν ήταν τριάντα χρόνων και είχε ήδη περάσει 5 χρόνια εξορίας στη Μακρόνησο. Η κατάσταση στην μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν έχει ομαλοποιηθεί, ο λαός διχασμένος ασφυκτιά από την καταπίεση. Μεγάλος ηττημένος η Αριστερά και η πλειοψηφία του λαού που στήριξε το ΕΑΜ κατά την περίοδο της κατοχής, πληρώνει τώρα τα επίχειρα της τόλμης του στις φυλακές και στα ξερονήσια. Η διάχυτη φτώχεια, οι μαζικές διώξεις, η ανάγκη να ορθοποδήσει σπρώχνει τον κόσμο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Τελικά «Ο Δράκος» βασισμένος σε αυτό το κλίμα της εποχής είναι ένα πολιτικό δράμα με την έννοια του πολίτη, του ατόμου που ζει και βιώνει καθημερινά τα αποτελέσματα της πολιτικής και των πολιτικών.
Εκτός από τον Κούνδουρο μερικά από τα πλέον δυνατά ονόματα της ελληνικής τέχνης: Ιάκωβος Καμπανέλλης στο σενάριο, Μάνος Χατζιδάκις στη μουσική με τον Βασίλη Τσιτσάνη στο μπουζούκι, Τάσος Ζωγράφος στα σκηνικά, Ντίνος Ηλιόπουλος, Θανάσης Βέγγος, Γιάννης Αργύρης στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συνεργάστηκαν αρμονικά και κατάφεραν να δημιουργήσουν αυτό που ο François Truffaut αποκαλεί στο Arts Magazine: «Φιλμ συναρπαστικό, με ποιητική έμπνευση, που φτάνει σε στιγμές αληθινής έκστασης».
Η πλοκή της ταινίας εκτυλίσσεται στις φτωχογειτονιές του Πειραιά όπου συμβιώνουν φτωχοί με περιθωριακούς και παράνομους, των οποίων η παραβατικότητα συχνά εκλαμβάνεται ως ενέργεια που αποκαθιστά την κατάφωρη αδικία που επικρατεί στην κοινωνία. Ήρωας της είναι ο Θωμάς, ένας ασήμαντος, φοβισμένος, νομιμόφρων και φιλήσυχος μικροαστός με δημόσια θέση (δουλεύει σε τράπεζα) και χαμηλό μισθό, που ζει μια άχαρη, μίζερη και στερημένη ζωή. Είναι μοναχικός, ζει χωρίς οικογένεια, φίλους ή παρέες και περνά μόνος του την Πρωτοχρονιά. Γυρνώντας σπίτι, ανακαλύπτει ότι μοιάζει με έναν γνωστό εγκληματία, καταζητούμενο από την αστυνομία, τον «Δράκο». Δεν πρόκειται για έναν συνήθη κακοποιό αλλά ένα αριστερό άτομο που αντιδρά έντονα στο κατεστημένο και αντιτάσσεται στην άρχουσα τάξη με σκοπό να ωφελήσει το λαό, γεγονός που τον κάνει ιδιαίτερα συμπαθή.
Την ομοιότητα με τον κακοποιό ανακαλύπτει και η αστυνομία και για να αποφύγει το κυνηγητό της ο Θωμάς καταφεύγει σε ένα καμπαρέ, το οποίο είναι στέκι μιας συμμορίας αρχαιοκαπήλων που ετοιμάζεται για το μεγάλο κόλπο. Αυτοί πιστεύοντας ότι έχουν απέναντι τους τον πραγματικό «Δράκο», από τις δραστηριότητες του οποίου εμπνέονται, τον δέχονται στις γραμμές τους και θέλουν να τον βάλουν επικεφαλής μιας επιχείρησης κλοπής αρχαιοτήτων. Στο ίδιο καμπαρέ συναντά τη Ρούλα μια γυναίκα που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις και θα του προσφέρει αγάπη. Η ύπαρξη του Θωμά αποκτά νόημα. Στην εγκληματικότητα βρίσκει την ελευθερία που στερείται στην ασήμαντη ζωή του, βολεύεται στις νέες καταστάσεις και αποδέχεται τον ρόλο που έχουν ετοιμάσει για αυτόν οι περιστάσεις και ο περίγυρος. Όταν μάλιστα διαπιστώνει ότι από την ταύτισή του με το Δράκο αντλεί κύρος, αίγλη και σπουδαιότητα ταυτίζεται και οικειοποιείται την προσωπικότητα του κακοποιού. Από εδώ αρχίζει η δοκιμασία και η τελική πτώση. Η αστυνομία τον συλλαμβάνει, αντιλαμβάνεται το λάθος της και διαπιστώνοντας την αθώα του φύση και την κακομοιριά του τον περιγελά για αυτά και τον αφήνει ελεύθερο. Την πραγματική του ταυτότητα ανακαλύπτουν και οι νέοι του σύντροφοι που εξοργισμένοι από την εξαπάτηση τον δολοφονούν, αναφωνώντας: «Παίζεις με τον καημό μας!»
Οι μεταπολεμικές ταινίες στο σύνολό τους ήταν ταινίες εμπορικές, από την θεματολογία των οποίων απουσιάζει το ασφυκτικά καταπιεστικό περιβάλλον. Αξιοποιώντας ηθοποιούς με μεγάλη δημοτικότητα αποκτούν απήχηση στην κοινωνία εξασφαλίζουν τεράστια κέρδη και μεγάλη επιρροή στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η πρωτοποριακή ταινία του Νίκου Κούνδουρου, καινοτομώντας στα επίπεδα σκηνοθεσίας, σεναρίου φωτογραφίας και μουσικής, είναι η πρώτη που ξεφεύγει από τον καθαρά ψυχαγωγικό και εμπορικό χαρακτήρα των ταινιών της εποχής και σηματοδότησε την απαρχή του επονομαζόμενου νέου ελληνικού κινηματογράφου.
Όταν πρωτοπροβλήθηκε προκάλεσε σκάνδαλο και ήταν τεράστια εισπρακτική αποτυχία. Το κοινό, απροετοίμαστο να διαβάσει τους συμβολισμούς ενός είδους κινηματογράφου που ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την κυρίαρχη και στην Ελλάδα, αμερικανική κινηματογραφική κουλτούρα, προπηλάκισε και γιουχάισε την ταινία που κατέβηκε άρον-άρον από τις αίθουσες και καταγγέλθηκε από τον τύπο και τους κριτικούς δεξιούς ή αριστερούς. Οι πρώτοι τυφλωμένοι από τον εθνικισμό τους γράφουν: «Αυτή η ταινία, απίθανος και τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά, καθίσταται εντελώς γελοία, και δεν ηξεύρει κανείς τι πρώτον και τι ύστερον να οικτήρη εκεί μέσα... Την οικτράν εμφάνισιν και κατασυκοφάντησιν της Αστυνομίας; Ή τους αθλιεστέρους και βρωμεροτέρους συνοικισμούς των Αθηνών και του Πειραιώς, όπου εγυρίσθη το ελεεινόν αυτό κατασκεύασμα;» (Άδωνις Κύρου, «Εστία», 1956). Οι δεύτεροι εξαιτίας της άκριτης προσήλωσής τους στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, το ρεύμα τέχνης που τότε «μεγαλουργούσε» στις χώρες του «υπαρκτού» σοσιαλισμού σημειώνουν: «Αποτελεί, χωρίς άλλο, αίσχος για τη χώρα μας το γεγονός ότι θα εκπροσωπηθεί η κινηματογραφική μας παραγωγή στο Φεστιβάλ της Βενετίας με τη γνωστή ταινία "Ο Δράκος: - την αποθέωση δηλαδή του μπουζουκιού, του υπόκοσμου, του σαλταδορισμού και της ασυναρτησίας. Δεν υπάρχει, τέλος πάντων, κανένας αρμόδιος να συγκινηθεί;» (Κώστας Σταματίου, «Αυγή», 1956). Στον αντίποδα βρίσκεται ο διεθνής τύπος: «Πολλές σκηνές σ’ αυτό το περίεργο φιλμ αποδεικνύουν πως η Ελλάδα βρίσκει στο πρόσωπο του Νίκου Κούνδουρου έναν σκηνοθέτη με απεριόριστες δυνατότητες» (The Times, Λονδίνο).
Παρά τις αντιδράσεις «Ο Δράκος» προβάλλεται στο Φεστιβάλ Βενετίας όπου της επιφυλάσσεται εξαιρετικά μεγάλη τιμή και ο Κούνδουρος τοποθετείται στην κορυφή των σκηνοθετών της εποχής του. Είναι η πρώτη ουσιαστική νίκη του ελληνικού κινηματογράφου. Αλλά στη χώρα μας χρειάστηκαν δέκα χρόνια σιωπής και ο σκοταδισμός της χούντας για να βρει «Ο Δράκος» τη θέση του και να λειτουργήσει ως αφορμή αντίστασης στη σιωπή που είχαν επιβάλει οι Συνταγματάρχες, προσπαθώντας να πνίξουν στη γένεσή της κάθε ελεύθερη φωνή. Ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να επηρεάζει την παγκόσμια καλλιτεχνική παραγωγή. Αναφέρουμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα του συγγραφέα Jonathan Franzen που στο μυθιστόρημά του «Ελευθερία» (2011) αξιοποιεί το «Δράκο», για να παρουσιάσει την δική τοιχογραφία της Αμερικής του 20ου αιώνα.
Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να αναδείξει ρεαλιστικά αφενός το κλειστοφοβικό κλίμα της εποχής και αφετέρου την εσωτερική ιδεολογική σύγκρουση ενός φιλήσυχου ανθρώπου, που υπομένει την καταπίεση για να εξασφαλίσει την κοινωνική αποδοχή. Η σκηνοθεσία χαρίζει στη ταινία γνήσια αίσθηση φόβου, απειλής και μελαγχολίας για μια κοινωνία δύσκολη και άγρια, ενώ το τραγικό φινάλε δίνει πολλή τροφή για σκέψη. Ο Χατζιδάκις φτιάχνει ένα μουσικό θέμα-χαλί που ενισχύει την νουάρ αίσθηση, αποδεικνύοντας πόσο καλά ο μεγάλος αυτός συνθέτης γνώριζε τον κινηματογράφο και τους κανόνες του. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος πρωταγωνιστεί στον καλύτερο δραματικό ρόλο της καριέρας του, αποδίδοντας τον ερμηνευτικά με μοναδική ευαισθησία. Τα κοντινά πλάνα και οι σιωπηλές ματιές του, ειδικά όταν αφαιρεί τα δημοσιοϋπαλληλικά γυαλιά του, είναι τα κυριότερα εκφραστικά εργαλεία του.
Η ταινία απέσπασε το 1ο Βραβείο στο φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και το Διεθνές Βραβείο Φεστιβάλ Βενετίας 1956, ήταν η πρώτη και για πολλά χρόνια η μοναδική ελληνική που αγοράστηκε από το Μουσείο Κινηματογράφου στο Παρίσι, θεωρείται μία από τις 100 καλύτερες ευρωπαϊκές ταινίες και για πολλά χρόνια (μέχρι το 2016 που την αντικατέστησε ο «Θίασος») η Πανελλήνια Ένωση κριτικών Κινηματογράφου την έχει πρώτη στη λίστα της με τις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών.
Ελλάδα 1956. Διάρκεια: 105’. Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος. Σενάριο: Ιάκωβος Καμπανέλης. Φωτογραφία: Κώστας Θεοδωρίδης. Σκηνικά: Τάσος Ζωγράφος. Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις. Πρωταγωνιστούν: Ντίνος Ηλιόπουλος, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Γιάννης Αργύρης, Θανάσης Βέγγος, Μαρίκα Λεκάκη, Ανέστης Βλάχος, Φρίξος Νάσου.