Βασίλης Βασιλικός: «Τα σιλό»
«Για να γράψει κάποιος πρέπει να έχει ένα έλλειμμα ή ένα τραύμα που προσπαθεί να το αντιμετωπίσει διά της γραφής», λέει ο ώριμος Βασίλης Βασιλικός το 2011. Και φυσικά δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις μαζί του. Η γραφή ακουμπά τη φυσική της ανασφάλεια στην πείρα της ζωής, όχι κατ’ ανάγκη για να αποτυπώσει τα ίδια τα βιώματα του κερδισμένου χρόνου, αλλά για να μπορέσει να δώσει λόγο πειστικό· ακόμη και ως εξαίσιο ψεύδος της λογοτεχνίας αν εκλάβουμε την κάθε προσπάθεια καταγραφής, χρειάζεται τον συσσωρευμένο χρόνο πίσω της για να μιλήσει με αληθοφάνεια. Έτσι, ξαφνιάζει ετούτο το πρώτο έργο του συγγραφέα, γραμμένο το 1949, όταν αυτός ήταν μόλις 15 χρονών. Ξαφνιάζει γιατί, ενώ είναι το πρώτο, δυσκολεύεσαι να το χαρακτηρίσεις πρωτόλειο, όπως κάθε έργο που γράφει κάποιος σε εφηβική ηλικία και αργότερα μόνος του το αναθεωρεί ή το περνάει από ενδελεχή επεξεργασία. Εδώ έχουμε ένα μυθιστόρημα που δείχνει ώριμη σκέψη ή τουλάχιστον (ας έρθουμε σε πιο ρεαλιστικό τοπίο) φανερώνει την οξύτατη παρατηρητικότητα του νεαρού Βασίλη Βασιλικού, αλλά και την αγάπη του για το διάβασμα. Έτσι, ερμηνεύεται ευκολότερα η δεινότητα ενός εφήβου στον γραπτό λόγο, που μπορεί ακόμη να μην έχει γεμίσει την ολιγόχρονη ζωή του με εμπειρίες και να μην έχει συγκροτήσει τον ιδεολογικό του κόσμο, ωστόσο έχει μέσα του τη στόφα του συγγραφέα: παρατηρεί και καταγράφει, διαβάζει και σκέφτεται. Με τα εφόδια αυτά, ναι, μπορεί να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα, προάγγελο για τα κατοπινά σπουδαία, και να μας το συστήσει τόσα χρόνια μετά με τη σιγουριά ότι αξίζει να διαβαστεί, αυτό που ο ίδιος (όπως εξομολογείται) θεωρεί πως είναι το καλύτερό του. Ένα βιβλίο που δεν διαβάστηκε όσο του άξιζε στην πρώτη του έκδοση (το 1976), ευτύχησε τώρα στην ιδιαίτερα φροντισμένη έκδοση του Gutenberg με την επιμέλεια και το Επίμετρο του Θανάση Αγάθου.
Η ιστορία αφορά τη βουλγαρική κατοχή στην Καβάλα (1941-1944) και εστιάζει στην απόπειρα των Βουλγάρων να ανατινάξουν τον αλευρόμυλο της πόλης, κάτι που, αν επιτευχθεί, θα οδηγήσει σε μαρασμό, σε πείνα και δυστυχία όλη την περιοχή. Γύρω από αυτό το κεντρικό γεγονός ο νεαρός συγγραφέας χτίζει την άλλη ιστορία, την πιο κοντινή δική του, καθόσον οι ήρωες του βιβλίου του είναι πρόσωπα της οικογένειάς του· φυσικά αναγνωρίζεται μέσα σ’ αυτούς και η δική του μικρή παρουσία στις παρυφές της αφήγησης, με τις σχολιαστικές παρεμβάσεις των γεγονότων αλλά και με τον ρόλο που επιφυλάσσει για τον εαυτό του με αλλαγμένο το όνομα. Τα ονόματα δεν παραμένουν ίδια με τα αληθινά, αν εξαιρέσουμε τον κύριο πρωταγωνιστή, τον παππού μπαρμπα-Λιά. Καθώς διαβάζοντας δεν μπορώ παρά να ανιχνεύω πίσω από τις λέξεις τη σκέψη του νεαρού συγγραφέα, εκτιμώ πως η ανάμειξη των οικείων προσώπων στην πλοκή μιας αληθινής ιστορίας είναι αναμενόμενη, ίσως δελεαστική ως επιλογή. Δεν είναι, λοιπόν, ως προς αυτό που μας εκπλήσσει η συγκεκριμένη γραφή. Αλλού πρέπει να αναζητηθεί η πρωτοτυπία της και σε άλλα στοιχεία να στηριχθεί η αξία της:
1. Η ιστορία χωρίζεται σε δύο κεφάλαια: «Η εποχή της δράσης», «Η εποχή της αδράνειας». Και μόνον η επιλογή της αναφοράς στο δίπολο της δράσης και της απουσίας της δείχνει την άποψη/θέση του γράφοντος να δει τι υπάρχει πίσω από τα πρόσωπα και τα γεγονότα, να στρέψει την προσοχή του στις δυνάμεις που κατευθύνουν τη ζωή και που άλλοτε της προσδίδουν το θετικό πρόσημο της ενδιαφέρουσας και άλλοτε την καταβυθίζουν σε μια στειρότητα και ραθυμία. Το πρώτο μέρος θα αρχίσει με τη βουλγαρική παρουσία στην Καβάλα και θα τελειώσει με την αποχώρηση των Βουλγάρων. Το τέλος του πολέμου.
Το Αιγαίο, σ’ όλη του την άπλα, μ’ όλη του την απλότητα, καταγάλανο, αχνιστό, άφοβα κοίταζε αν το κοιτούν χιλιάδες έκπληκτα μάτια πάν’ απ’ τ’ ακρόλοφα που κλείδωναν την απροστάτευτη επαρχία της βορεινής Ελλάδας.
Άλλοι δεν ήταν απ’ τους Βούλγαρους που πέσαν πισώπλατα στη μικρή πόλη, και τώρα, γαντζωμένοι στις λοφοσειρές, βίγλιζαν, έτοιμοι να την κατασπαράξουν, ίδια γεράκια που αγεροζυγιάζουνται πριχού χυμήξουν.
- Το κεντρικό γεγονός της παρ’ ολίγον ανατίναξης του μύλου κανονικά θα έπρεπε να βρει τη θέση του στο πρώτο μέρος. Κι όμως, αριστοτεχνικά απλώς θίγεται εκεί και αναλυτικά παρουσιάζεται στο δεύτερο μέρος, μέσα από την αφήγηση του παππού στον εγγονό. Δεν του χαρίστηκε ο αφηγηματικός χρόνος της δράσης, με τη χρήση του ενεστώτα· πέρασε στον αναγνώστη –που απορούσε τι είχε γίνει– μέσα από τη μείξη του αορίστου της αφήγησης με τον ενεστώτα που χρησιμοποιεί κατά τόπους ο παππούς για να προσδώσει δραματικότητα στον λόγο του. Ακούμε τον απόηχο του σημαντικού γεγονότος. Από τον πρωταγωνιστή του. Με ακροατή τον εγγονό.
Ο Άγης απόμεινε ν’ ακούει. Ο Ηλίας διηγόταν τα ίδια και τα ίδια αμέτρητες φορές. Μα τι πείραζε; Η συγκίνηση ήταν η δυνατή, η πρώτη. Τα ξαναζούσε. Ρούφηξε την πίπα του. Στο μεταξύ είχε σβήσει. «Θα με βαρέθηκε κι αυτή», συμπέρανε.
- Η χρήση της γλώσσας, πλούσια, με τοπικούς ιδιωματισμούς, με ακρίβεια στις περιγραφές, με ζωντάνια στα αφηγηματικά κομμάτια, ξαφνιάζει. Κι αν σε κάποια σημεία αφήνεται σε έναν λυρισμό που μοιάζει να ανακόπτει τον ρεαλισμό (που γενικότερα χαρακτηρίζει τη γραφή), εύκολα το ξεχνάς και το αντιπαρέρχεσαι μπροστά στον ρυθμό που βοηθά το κείμενο να κυλά απρόσκοπτα από κεφάλαιο σε κεφάλαιο.
«Θα τους φευγατίσω όλους! Ναι, όλο τον κόσμο και καταμόναχος θα μείνει ο Τσανοπέφ, τα μούτρα του να βλέπει στον καθρέφτη και να παρηγοριέται». Ήταν η «φωνή του παλικαριού» που παλλόταν μέσα του και πάλι δεν μπόρεσε να πάρει σάρκα.
Μα όλα έτσι είναι, παππούλη· κι άδικα μη θλίβεσαι για τούτο. Οι μυστικές φωνές που λουφάζουν στα έγκατά μας και μας κυβερνούν δεν είναι για τις αδύναμες χορδές του λάρυγγά μας. Ζούνε γι’ άλλα κόρδα. Παίζουνται μ’ άλλα μπάσα. Είναι για τις χορδές της καρδιάς που το λέει.
Σπάνια συναντάμε μια τέτοια ανατροπή. Και δεν είναι τόσο αξιοπρόσεκτη η ανατροπή η ίδια, όσο ο όρος που χρησιμοποιείται. Δεν είναι που ξαφνιάζει η αναπόληση του πολέμου· είναι που ένας έφηβος φιλόδοξος συγγραφέας (που αγνοεί ακόμη πόσο σπουδαίος θα γίνει κάποτε) τολμά να πει τα πράγματα με το όνομά τους, να βρει τον σωστό όρο: θύματα ειρήνης.
- Ξαφνιάζει, τέλος, η πρώιμα ώριμη σκέψη του νεαρού συγγραφέα εκφρασμένη στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, στην «Εποχή της αδράνειας». Οι ήρωες της ιστορίας ζώντας τη ρουτίνα της ειρηνικής περιόδου, που τον ηρωισμό και τη δράση μόνον ως αφηγήσεις μπορούν να ανακαλέσουν, καταλήγουν θύματα της ειρήνης, όπως άλλωστε είχε τιτλοφορήσει το μυθιστόρημά του αρχικά ο Βασιλικός. Κοιτάζονται στους καθρέφτες για να δουν το πρόσωπό τους αλλαγμένο μέσα στον χρόνο. Και (ευρηματικό κι αυτό) σχολιάζουν όχι αυτοί αλλά οι καθρέφτες, που αποδεικνύονται εύστοχοι στις απορίες που εκφράζουν και σοφοί στην κρίση τους. Τα άψυχα του βιβλίου απορροφούν όλη τη θλίψη των προσώπων και μιλούν στο όνομά τους. Η Μαλβίνα λαχταρά ν’ ακούσει πάλι τον ήχο της σειρήνας, να σημάνει ξανά τον πόλεμο, να σηκωθεί από τον καναπέ της, να νιώσει ζωντανή. Η Βενούλα, βουλιάζοντας στη θλίψη της επαρχίας, αναζητά κι αυτή την αίσθηση της ζωής ανάμεσα σε τραυματίες πολέμου. Μόνο που ο πόλεμος έχει τελειώσει κι αυτή απόμεινε πίσω:
Ω, ναι! Θα τους περιποιόταν μ’ όλη της την ψυχή, θα τους άλλαζε τις πληγές. Θα χάιδευε τα έκτακτα σώματά τους, τα ρωμαλέα. Όχι! Αν και θα ζούσε στο φρύδι του θανάτου, δεν ήταν ο θάνατος που την τρόμαζε. Ποθούσε ν’ αλλάξει λίγο. Ν’ αλλάξει κάπως. Ν’ αλλάξει ατμόσφαιρα.
Όσο για τον μπαρμπα-Λιά, αυτός μετρά τον αργό χρόνο με τη μνήμη του, κι αυτή του φέρνει στον νου αλλοτινές παλικαριές:
Α, τι καλά που θα ’ταν μια μέρα πάλι οι Βούλγαροι να ροβολούσαν απ’ τα περίγυρα χαμοβούνια της επαρχίας.
Ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει θύμα πολέμου. Εδώ, όμως, δεν πρόκειται γι’ αυτό. Ενώ το θέμα (βοηθά και ο τίτλος του βιβλίου) παραπέμπει στην εποχή του πολέμου και στο κεντρικό γεγονός, η ιστορία ολοένα μοιάζει να το απωθεί από το κέντρο του ενδιαφέροντος και να περιστρέφεται γύρω από τα πρόσωπα που ζουν τη ζωή τους λες και ο πόλεμος είναι κάπου μακριά τους. Κι όταν αυτός τελειώσει, τον αναπολούν για να τους δώσει μια αίσθηση ζωής. Σπάνια συναντάμε μια τέτοια ανατροπή. Και δεν είναι τόσο αξιοπρόσεκτη η ανατροπή η ίδια, όσο ο όρος που χρησιμοποιείται. Δεν είναι που ξαφνιάζει η αναπόληση του πολέμου· είναι που ένας έφηβος φιλόδοξος συγγραφέας (που αγνοεί ακόμη πόσο σπουδαίος θα γίνει κάποτε) τολμά να πει τα πράγματα με το όνομά τους, να βρει τον σωστό όρο: θύματα ειρήνης. Έννοια που κατά πολύ ξεπερνάει τα ηλικιακά όρια ενός εφήβου με τη συνακόλουθη εμπειρία ζωής που μπορεί να έχει. Αναδεικνύει, όμως, την κατοπινή πορεία του μεγάλου συγγραφέα. Η αξία του πρώτου μυθιστορήματος του Βασίλη Βασιλικού δεν αφορά μόνο μια πρώτη γραφή που οδηγεί συνειρμικά στα επόμενα έργα του συγγραφέα με ομοιότητες, ενδιαφέρουσες εμμονές κ.λπ. Κυρίως αφορά αυτό το ίδιο το εγχείρημα της αναμέτρησης με τα θηρία της αφήγησης από τη νεαρή ηλικία και με το εντυπωσιακό αποτέλεσμα που διαβάζουμε.
Κι επειδή πρέπει να βλέπουμε το όλον της παρουσίας ενός βιβλίου, να επισημανθεί και το εισαγωγικό κείμενο του συγγραφέα –Αντί Προλόγου–, που μας μιλά για το τότε και το τώρα της πατρίδας του, της Καβάλας, το πλήρες, κατατοπιστικό Επίμετρο του επιμελητή της έκδοσης Θανάση Αγάθου, το φωτογραφικό υλικό (υποστηρικτικό της ιστορίας), τέλος το εξώφυλλο με τον «Γίγαντα» να γκρεμίζεται μπροστά στο μικρό μέγεθος της φιγούρας που παρατηρεί – έργο του Θέμη Κελέκη, Η πτώση του Γίγαντα, Σύνθεση (λεπτ.), 2007.
Τα σιλό
Βασίλης Βασιλικός
επιμέλεια: Θανάσης Αγάθος
Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
221 σελ.
ISBN 978-960-01-1931-2
Τιμή €10,00
πηγή : diastixo.gr