Βασίλης Βασιλικός: «Οι ρεμπέτες και άλλες ιστορίες"
Ο Βασιλικός έζησε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα, από πολιτικοκοινωνική άποψη, Ελλάδα, επομένως και συγγραφική, όπου λόγω της προσωπικής του συμμετοχής στα πράγματα είχε την αναμενόμενη περιπέτεια, δυστυχώς, και την πρώτη ύλη, ευτυχώς. Είναι ένας πολιτικός συγγραφέας, με αποκορύφωμα το διεθνούς επιτυχίας έργο του, το Ζ (Ζήτα), το οποίο απογειώθηκε και με την κινηματογραφική εκδοχή που μας έδωσε ο Κώστας Γαβράς και το εξαιρετικό καστ ηθοποιών που συμμετείχαν.
Είναι λοιπόν ένας πολιτικός συγγραφέας. Μετά τη μεταπολίτευση είχε την τύχη, λόγω της «Αλλαγής» βεβαίως, να παρουσιαστεί και στην τηλεόραση με το δραματοποιημένο, πάλι με πολύ καλούς ηθοποιούς, Τελευταίο αντίο. Η τηλεόραση τον αγαπά και το κανάλι της ΕΡΤ3 του έδωσε την εκπομπή για τις τέχνες και το βιβλίο, με τον εμβληματικότατο τίτλο «Άξιον Εστί». Ο τίτλος της εκπομπής, πέρα από το θρησκευτικό, αλλά και το λογοτεχνικό του φορτίο, το μέγα ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, λόγω της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη αποκτούσε και αυτός πολιτικό χαρακτήρα, που ήταν και είναι πάντα ενεργός.
Και τι κάνει ένας στρατηγός εν αποστρατεία; Γράφει τα Απομνημονεύματά του, ο συγγραφέας σκαλίζει τα χαρτιά του και επαναδημοσιεύει παλαιά κείμενά του.
1977, λοιπόν, οι Ρεμπέτες. Καιρός να επανακάμψουν. Το θέμα δεν μοιάζει πολιτικό, αλλά οι παλαιότεροι θα πρέπει να θυμούνται την καραντίνα που είχε επιβληθεί στο ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο πολύ αργότερα «αποποινικοποιήθηκε». Οι «καθαροί» άκουγαν και χόρευαν στα σαλόνια ταγκό και στα μαγαζιά τσάμικα, όπως οι δικτάτορες, υποβιβάζοντας το είδος μαζί με τα εμβατήρια σε ταμπέλα προβολής της πολιτικής ανωμαλίας. Τσάμικα όμως χόρευαν και οι αντάρτες στα βουνά και οι παλαιότεροι στρατιώτες πριν από τη μάχη, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες χόρευαν τα δικά τους, πριν από τη μάχη.
Οι ρεμπέτες, για να ξαναγυρίσουμε, οι παρεξηγημένοι, ίσως όχι άδικα, οι παράνομοι, οι απόβλητοι, οι περιθωριακοί, επανεμφανίζονται στη σκηνή, στην Πλάκα, μοντέρνοι, καλοντυμένοι, σε ωραία κέντρα. Μετά την «Αλλαγή», γίνονται μόδα. Οι γνήσιοι ρεμπέτες είχαν δικό τους κώδικα, σέβονταν τον εαυτό τους, ο λόγος της τιμής τους ήταν νόμος, ο χορός τους ιεροτελεστία.
Πέρα από τους ήρωες του αφηγήματος, ο Βασιλικός θα αναφερθεί στη μεγάλη ντίβα του είδους, τη Ρόζα τη ναζιάρα, ογδοντάρα και ερωτιάρα, που χόρευε, περπατούσε και παραπατούσε, ντυμένη και υπερστολισμένη, σαν φθαρμένη παλιά ζωγραφιά… Και τα άλλα μεγάλα ονόματα –Βασίλης Τσιτσάνης, Σωτηρία Μπέλλου– που δεν μπήκαν ποτέ στην Πλάκα, αλλά επέμειναν και παρέμειναν στο «Χάραμα», στην Καισαριανή (εδώ κι αν το όνομα φωνάζει!). Ο Τσιτσάνης έδινε το στίγμα της αυθεντικότητας και της αλήθειας του είδους. Έδινε την ιστορία ενός πονεμένου τόπου, μιας «Συννεφιασμένης Κυριακής», ενός «Απόκληρου», «Κάποιας μάνας» που «αναστενάζει».
Ο Βασιλικός έχει ένα θεϊκό χάρισμα. Μοιράζει σε αντίδωρα τον άρτον της ψυχής του.
Ο συγγραφέας, λοιπόν, και πάμε πια στον μύθο του βιβλίου, επέστρεψε, έπειτα από μακρόχρονη παραμονή στην Αμερική. Συνάντησε τον Λέο στο σπίτι του, τον κέρασαν γλυκό του κουταλιού, έκαναν βόλτα στη Ζέα, όπου «τα δεμένα κότερα μιλούσαν για το αποταμιευμένο χρήμα των αφεντικών τους». Από τους άλλους φίλους, ο Αβράμης και ο Λυμπέρης μιλάνε για την Αμερική, όπου βέβαια κανείς τους δεν είχε πάει, ο Αβράμης όμως είχε ονομάσει Αμερική μια δεκαετία που έκανε στη φυλακή. Για την Αμερική, λοιπόν, είχαν στήσει όλοκληρη ιστορία, όπου ο συγγραφέας εμπλέκει και τον Κάφκα, τον Αλ Καπόνε, τη φάμπρικα στο Σικάγο, το τσάρλεστον. Εδώ ο αναγνώστης ίσως θυμηθεί παλαιότερο επεισόδιο από τον Κολοσσό του Μαρουσιού, όπου ο Άρθουρ Μίλερ στην Κέρκυρα συζητά με τον χωροφύλακα για την Κίνα, όπου κανείς δεν έχει πάει, ο Μίλερ δεν καταλαβαίνει ελληνικά ούτε ο χωροφύλακας αγγλικά. Ωστόσο, μιλούν για την Κίνα!
Ο Βασιλικός, με μια περιγραφική ευχέρεια, στήνει την ψυχοπροσωπογραφία του Αβράμη με αδρές πινελιές: «πρόσωπο βαθιά χαρακωμένο… δύσκολο χαμόγελο… για να μην ενοχληθούν οι χιλιάδες ρυτίδες που το πλαισίωναν, δίκην δέσμης από γραμμένες ουλές του καιρού». Σαν να λέμε ότι η μοίρα του είναι γραμμένη στις χαρακιές του προσώπου του και όχι σε αυτές της παλάμης του. Θα παρακάμψω την πολύ ενδιαφέρουσα περιήγηση της ρεμπετοπαρέας τη νύχτα στην Πλάκα και θα φτάσω στην έξοδο: στο πέρασμα από την ψαραγορά, τις εφημερίδες, τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, «σαν μαρμαρωμένα πρόβατα στα λιβάδια του φεγγαριού και το εργοστάσιο του Φιξ – μια γροθιά ναζιστική στο κέντρο της πόλης». Και μετά το αεράκι που έρχεται από τη θάλασσα και είναι Μεγάλη Εβδομάδα, η προετοιμασία για τη Σταύρωση και την Ανάσταση «του πιο μεγάλου ρεμπέτη των αιώνων». Ο Λυμπέρης και ο Αβράμης κάνουν τον σταυρό τους περνώντας μπρος από την εκκλησία του Σωτήρος.
Ο Βασιλικός ξεκίνησε άνετα, χαλαρά, αφηγήθηκε όλη την ιεροτελεστία του ρεμπέτικου και των ρεμπετών και μας οδήγησε στα μύχια μιας ψυχής που βιώνει ρεμπέτικα ακόμα και το μέγα θρησκευτικό γεγονός.
Από τις άλλες ιστορίες, θα σταθώ στο «Τέκνο της Ειρήνης», όπου κάνει λόγο για μια κοινωνική κατηγορία μιας θρησκευτικής ιδιαιτερότητας, τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι φυλακίζονται για τις ιδέες τους, όπως και οι πολιτικοί κρατούμενοι, επειδή δεν υπογράφουν δήλωση, και μένουν αιωνίως κρατούμενοι, για τις ιδέες και όχι για τις πράξεις τους.
Και τέλος το «Παραβάν», το οποίο αναφέρεται σε μια γυναίκα, που χωρίς λόγο τον εγκατέλειψε, που σηκώθηκε και έφυγε και πήρε τα πάντα μαζί της, για να μην του αφήσει τίποτα να τη θυμίζει. Σήκωσε ό,τι σηκωνόταν. Εκτός από το τρίφυλλο παραβάν. Ένα τρίφυλλο κολάζ, που έφτιαξαν μαζί, γεμάτο από εικόνες κινηματογράφου, πρόσωπα, τίτλους, τραγούδια, κολλημένα το ένα κοντά στο άλλο, ψηφίδες από όλον τον κόσμο. Πρόσωπα φρέσκα και ωραία, στον ανθό τους και μετά στην ωριμότητά τους, έτσι για να θυμίζουν πως όλα περνούν, γερνούν και χάνονται, αλλά η μνήμη διατηρεί τα πάντα, σαν το κολάζ στο παραβάν. Τίποτα δεν είναι τυχαίο εκεί όπου του ετάχθη να είναι. Αντιθέτως, θα λέγαμε πως είναι μια εξαιρετική καλλιτεχνική περιήγηση στον ωραίο και άγνωστο κόσμο της γυναίκας που τον εγκατέλειψε ή μια αλληγορία, ένας αδιάψευστος, πολύχρωμος, θαυμαστός μάρτυρας που υποδηλώνει τη μεγάλη, άγνωστη ζωή.
Το βιβλίο περιέχει έντεκα συνολικά ιστορίες, τις οποίες σχολιάζει αδρομερώς ο καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Θανάσης Αγάθος, στο ιδιαίτερα επιμελημένο και εφ’ όλης της ύλης εμπεριστατωμένο Επίμετρο, δίνοντας διευκρινιστικά στοιχεία για όλα και όλα τα χαρακτηρίζει ως τα ωραιότερα της μικρής φόρμας.
Ο Βασιλικός έχει ένα θεϊκό χάρισμα. Μοιράζει σε αντίδωρα τον άρτον της ψυχής του. Τελικά, όλα τα διηγήματα είναι πολιτικά, έστω, αλλιώς πολιτικά.
Οι ρεμπέτες και άλλες ιστορίες
Βασίλης Βασιλικός
Κέδρος
181 σελ.
ISBN 978-960-04-5041-5
Τιμή €12,00
πηγή : diastixo.gr