Βασίλης Τσιαμπούσης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

2018-03-01 17:18

Βασίλης Τσιαμπούσης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Βασίλης Τσιαμπούσης γεννήθηκε στη Δράμα το 1953. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Εξέδωσε πέντε συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα. Το βιβλίο του Να σ’ αγαπάει η ζωή (2005) τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Πέτρου Χάρη και μεταφράστηκε στα αλβανικά. Κείμενά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά. Από το 2010 είναι διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Δίοδος 66100.

Διαβάζοντας κάποια από τα διηγήματα της συλλογής σας με τίτλο Πούρα γεμιστά ταξίδεψα μαζί σας σε άλλες εποχές. Από τα πρώτα βιβλία σας, τη Βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα και τα Χερουβικά στα κεραμίδια, φάνηκε ότι η μνήμη είναι μια δεξαμενή από την οποία αντλείτε ήρωες και ιστορίες, κάτι που συνεχίζετε και στο νέο σας βιβλίο.

Είναι γνωστό ότι το διήγημα είναι το πιο βιωματικό είδος γραπτού λόγου. Αλλά βέβαια, όταν λέμε ότι στηρίζεται σε βιωματικά στοιχεία, δεν σημαίνει ότι αυτά είναι και βιογραφικά. Εξάλλου, σε μια ανοιχτή κοινωνία που βομβαρδίζεται με έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών, βιώματα «δανείζεσαι» από πολλές δεξαμενές και όχι μόνο από το στενό σου περιβάλλον. Σε μένα, πάντως, όπως το έχετε εντοπίσει, αλλά και σε άλλους διηγηματογράφους, η πιο μεγάλη πηγή θεμάτων, χαρακτήρων και ιστοριών είναι οι προσωπικές αναμνήσεις και ιδίως αυτές της παιδικής μου ηλικίας. Εικόνες, κουβέντες, στιγμιότυπα, που όταν έγιναν δεν τους δώσαμε μεγάλη σημασία, ξυπνούν ξαφνικά μέσα μας και ψάχνουν διέξοδο να βγουν στον αέρα, θαρρείς για να μην πεθάνουν οριστικά. Τρυπώνουν, λοιπόν, στα διηγήματά μας αλλά όχι βάσει σχεδίου, όχι κατ’ ανάγκη εξαιτίας κάποιας συνειρμικής σχέσης, μα απρόοπτα και καμιά φορά χωρίς λογική. Υπ’ αυτή την έννοια, κάποια από τα διηγήματά μου μπορεί να επαναφέρουν στο μυαλό και στην ψυχή «παλιότερες καταστάσεις», που εκτός από μένα τις πέρασαν και πολλοί άλλοι. Ίσως αυτό εννοείτε, όταν λέτε σας ταξίδεψαν σε άλλες εποχές. Αλλά, επιτέλους, τι κάνει η λογοτεχνία; Μεταξύ άλλων, παίρνει την ατομική περίπτωση και τη μετατρέπει σε κάτι που μας αφορά όλους, παίρνει αυτό που ο χρόνος θα μπορούσε να το θάψει και το διασώζει (ή έστω το υπενθυμίζει) για πολλά ακόμη χρόνια. Από την άλλη, δεν πρέπει να υποτιμάμε την επινοητικότητα και τη μυθοπλαστική ικανότητα ενός συγγραφέα, όπως επίσης και τη «δύναμη της πένας του», που μετατρέπουν μια ιστορία, μια αφήγηση σε λογοτεχνικό κείμενο. Με αυτά τα στοιχεία, που συνηθίσαμε να τα περιγράφουμε με τον όρο «ταλέντο», ένας καλός συγγραφέας μπορεί να δημιουργήσει ιστορίες και καταστάσεις αληθοφανείς, συγκινητικές, δυνατές, που όμως δεν συνέβησαν ποτέ.

Τα διηγήματά σας είναι κεντημένα βελονιά βελονιά. Πώς ξεκινά η συγγραφή ενός διηγήματος;

Τα πιο πολλά διηγήματά μου τα έχω γράψει με αφορμή ένα πραγματικό γεγονός, μια εικόνα, μια κατάσταση. Επειδή, όμως, δεν κρατώ κάποιο «θεματολόγιο» ούτε γράφω εν θερμώ, κάτι που χωρίς να είναι αρνητικό το κάνουν πολλοί συγγραφείς, αυτοί οι σπόροι μπορούν να φυτρώσουν πολύ αργότερα από τη λήψη του ερεθίσματος. Και βέβαια, όλες αυτές οι ιστορίες, εικόνες… δεν πρόκειται να μετατραπούν σε ολοκληρωμένα διηγήματα. Καμιά φορά μπορεί να αποτελέσουν παράπλευρες ιστορίες, ίσως παρεκβάσεις λίγων σειρών που θα μπολιαστούν σε κάποια άλλη κύρια αφήγηση, καμιά φορά όμως μπορεί να ξεχαστούν και να πεθάνουν. Θα πρέπει πάντως να πω ότι οι εμπνεύσεις μου δεν προκύπτουν κατ’ ανάγκη από τα δυνατότερα ερεθίσματα που δέχτηκα, αλλά κυρίως από εκείνα που, καμιά φορά για λόγους ανεξήγητους ακόμα και σ’ εμένα, αποφάσισα να τα δουλέψω. Όσο για τη φιλοφρόνησή σας, ότι τα διηγήματά μου «είναι κεντημένα βελονιά βελονιά», έχω να πω το εξής: Αν κάποτε μπορούσες να εκδόσεις μια συλλογή διηγημάτων κάθε τρία χρόνια, τώρα, λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και επειδή το βιβλίο έχει δυνατούς ανταγωνιστές, όπως και το θέατρο και ο κινηματογράφος, χρειάζεσαι πέντ’ έξι χρόνια για να βρεις εκδότη. Μπορεί να δεχτείς απορρίψεις, να δεχτείς κάποια «περίμενε και θα δούμε», οπότε έχεις τον χρόνο να δουλέψεις και να ξαναδουλέψεις τα κείμενά σου. Έχεις, λοιπόν, χρόνο να τ’ αφήσεις «να σιτέψουν». Υπ’ αυτή την έννοια, η δυσκολία έκδοσης βιβλίων ίσως βοηθά να βγουν στον αέρα κείμενα που θα έχουν αξιολογηθεί από τους εκδοτικούς οίκους πολύ πιο αυστηρά σε σχέση με παλιότερα, κείμενα που οι συγγραφείς θα τα έχουν επεξεργαστεί εξαντλητικά. 

Εικόνες, κουβέντες, στιγμιότυπα, που όταν έγιναν δεν τους δώσαμε μεγάλη σημασία, ξυπνούν ξαφνικά μέσα μας και ψάχνουν διέξοδο να βγουν στον αέρα, θαρρείς για να μην πεθάνουν οριστικά. Τρυπώνουν, λοιπόν, στα διηγήματά μας αλλά όχι βάσει σχεδίου, όχι κατ’ ανάγκη εξαιτίας κάποιας συνειρμικής σχέσης, μα απρόοπτα και καμιά φορά χωρίς λογική.

Η Ελλάδα έχει μακρά παράδοση στη συγγραφή διηγημάτων. Εντούτοις, τα βιβλία με διηγήματα δεν έχουν πια εμπορική επιτυχία.

Τα παλιότερα χρόνια γράφονταν διηγήματα, γιατί έβρισκαν χώρο να φιλοξενηθούν στα διάφορα έντυπα, σε εφημερίδες, σε περιοδικά ποικίλης ύλης (π.χ. Ταχυδρόμο, Γυναίκα κ.ά.), σε σπουδαία λογοτεχνικά περιοδικά που υπήρχαν. Υπήρχαν συγγραφείς που από τέτοιες δημοσιεύσεις έβγαζαν το ψωμί τους. Σήμερα δεν υπάρχουν τέτοιες δυνατότητες και τολμώ να πω ότι το αναρτημένο κείμενο στο διαδίκτυο δεν είναι το ίδιο πράγμα με το τυπωμένο. Άρα, εκτός του ότι οι διηγηματογράφοι δεν βρίσκουν χώρο έκθεσης σε έντυπα, και το αναγνωστικό κοινό δεν είναι πια εξοικειωμένο με το είδος. Από την άλλη, τα διηγήματα σε σχέση με τα μυθιστορήματα, που κινούνται πολύ περισσότερο, είναι κείμενα πιο συμπυκνωμένα, πιο «κατευθείαν», που δεν σου δίνουν τον αέρα, τον χρόνο για να ονειρευτείς, να ταυτιστείς με τους ήρωες, να υποφέρεις μαζί τους, δεν έχουν ρομαντισμό και ωραίες εικόνες που συγκινούν το πλατύ αναγνωστικό κοινό. Έχουν αναμφισβήτητα και τα διηγήματα τη δική τους αξία και γλύκα, αλλά για τους πολλούς μάλλον δεν σημαίνουν απόλαυση, όπως εκείνοι την ψάχνουν. Αν όμως δεν υπάρχει ζήτηση, γιατί ο εκδότης να εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων; Ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες σε σχέση με τα διηγήματα έχει η ποίηση, αλλά για άλλους λόγους. Ο πολύς κόσμος θέλει να διαβάζει χωρίς να ζορίζεται ή να προβληματίζεται, και η σύγχρονη ποίηση του φαίνεται στριφνή κι ακατανόητη. Αυτά που μόλις είπα μου δίνουν την ευκαιρία να ευχαριστήσω μέσω υμών τις εκδόσεις της Εστίας που κυκλοφόρησαν το βιβλίο μου. Θεωρώ ότι είναι ένα ρίσκο και μακάρι το βιβλίο να πάει καλά για να αισθανθούν οι άνθρωποι του εκδοτικού οίκου δικαιωμένοι για την απόφασή τους.

Συγκινήθηκα σε μια αφήγησή σας, όταν η φαρμακοποιός έδωσε χρήματα σε έναν μετανάστη κι εκείνος, αφού την ευχαρίστησε, πήγε και καθάρισε τη βιτρίνα του μαγαζιού της. Υπάρχει ακόμη ανθρωπιά και αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους;

Στην ελληνική κοινωνία κατά τα χρόνια της κρίσης εξωτερικεύσαμε κάποιες άσχημες πλευρές του εαυτού μας. Το «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω», το «άσε, ρε αδερφέ, μη μου κόψεις απόδειξη», το «αφού με κλέβει το Κράτος, το κλέβω κι εγώ» είναι χαρακτηριστικά δείγματα της κατωτερότητάς μας, που την κάναμε και κίνημα και «φιλοσοφία». Αλλά ταυτόχρονα δείξαμε και ανθρωπιά και αλληλεγγύη και αρετές που τις συναντά κανείς σπάνια σε άλλους λαούς. Και προσέξτε, δεν είναι κάποιοι από μας που φέρονται έτσι και κάποιοι που φέρονται αλλιώς. Ο ίδιος που σηκώνει με μαγκιά την μπάρα των διοδίων και περνά τζάμπα, ο ίδιος που δεν πληρώνει εισιτήριο στο λεωφορείο και το μετρό, ο ίδιος βοηθά, χαρίζει ρούχα, χρήματα, φαγητό σε εκείνον που δεν έχει μία, ο ίδιος πάει και δουλεύει εθελοντικά στο συσσίτιο της γειτονιάς του. Στο διήγημα που αναφέρατε, ο μετανάστης είναι και μωαμεθανός. Αλλά η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη ξεπερνά τέτοια σύνορα μεταξύ των ανθρώπων. Τα καταργεί, τα διαγράφει. Εκτός τούτου κι ο μετανάστης έχει τη δική του αξιοπρέπεια, περηφάνια, είναι κι αυτός άνθρωπος με αισθήματα και αξία και όχι κάνας τιποτένιος. Κι αυτό προσπαθεί να το δείξει όπως μπορεί, μ’ ένα χαμόγελο, με έναν χαιρετισμό, με ό,τι μπορεί να το εκφράσει.

Στο διήγημα «Πρωινό στο σταθμό», όπως και στο «Χαλίκια εκ του έρματος», περιγράφετε τη σημερινή κατάντια των τρένων στην Ελλάδα. Είχαμε συνηθίσει στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία τα τρένα να δημιουργούν εικόνες μαγικές, νοσταλγικές, αποχαιρετισμούς φορτισμένους συναισθηματικά, αλλά σε αυτά τα κείμενά σας πρόδηλος είναι ο ξεπεσμός τους.

Στη λογοτεχνία η πόλη, το τρένο, το διαμέρισμα δεν είναι απλά σκηνικά, αλλά αναπαραστάσεις της προσωπικής μας εμπειρίας. Επιπλέον, η διάθεση των ηρώων επηρεάζει και το «χρώμα» με το οποίο είναι βαμμένο «το πίσω» από τα πρόσωπα. Ειδικά, λοιπόν, στην περίπτωση που αναφέρατε, η περιγραφή μου νομίζω πως δεν απέχει πολύ από εκείνο που ο κάθε ταξιδιώτης με τρένο στην Ελλάδα αντιλαμβάνεται και υφίσταται. Εντούτοις, αν με ρωτάτε μήπως οι σχετικές αναφορές καταγγέλλουν την κατάντια των σιδηροδρόμων, θα έλεγα πως δεν είχα τέτοιο σκοπό. Εξάλλου, η λογοτεχνία ούτε καταγγέλλει ούτε κατακρίνει ούτε ηθικολογεί. Από την άλλη, ο συγγραφέας είναι και πολίτης και έχει διαμορφωμένες απόψεις. Και αυτές αποτυπώνονται στα κείμενά του είτε το θέλει είτε όχι. 

Η δυσκολία έκδοσης βιβλίων ίσως βοηθά να βγουν στον αέρα κείμενα που θα έχουν αξιολογηθεί από τους εκδοτικούς οίκους πολύ πιο αυστηρά σε σχέση με παλιότερα, κείμενα που οι συγγραφείς θα τα έχουν επεξεργαστεί εξαντλητικά.

Είστε υπεύθυνος του λογοτεχνικού περιοδικού Δίοδος. Μπορείτε να μας πείτε μερικά πράγματα για το περιοδικό;

Πριν από λίγες μέρες η Επιτροπή Κρατικών Βραβείων απένειμε Τιμητική Διάκριση στο περιοδικό μας, που το πλήρες του όνομα είναι Δίοδος 66100, βγαίνει στη Δράμα, της οποίας ο ταχυδρομικός κώδικας είναι το 66100, και τυχαίνει να είμαι ο διευθυντής σύνταξης. Είναι ένα περιοδικό ποικίλης ύλης, δεν είναι αμιγώς λογοτεχνικό, παρόλο που έχουμε φιλοξενήσει πολλούς σπουδαίους Έλληνες λογοτέχνες, από πεζογράφους τον Θανάση Βαλτινό, τον Δημήτρη Νόλλα, τον Περικλή Σφυρίδη, τον Δημήτρη Πετσετίδη, σε ένα από τα τελευταία κείμενά του πριν πεθάνει… από ποιητές τον Νάσο Βαγενά, τον Κυριάκο Συφιλτζόγλου, τον Τάσο Γαλάτη… και πολλούς άλλους που είναι εξίσου σημαντικοί. Δημοσιεύει κείμενα ιστορικά, κριτικά, φιλοξενεί έργα ζωγράφων και φωτογράφων, κάνει διάφορα αφιερώματα, π.χ. ένα σημαντικό ήταν για τη Δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία. Αυτά τα λέω για να δείξω ότι, παρόλο που το περιοδικό βγαίνει στη Δράμα, εκτός από τοπικά θέματα έχει και άλλα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για κάθε αναγνώστη. Εκείνο που αξίζει να τονιστεί είναι ότι το περιοδικό το χρηματοδοτεί εξολοκλήρου μια μεγάλη εταιρεία, η Raycap, που έχει την έδρα της στη Δράμα και ανήκει στον Κώστα Αποστολίδη. Και οι συνεργάτες του περιοδικού μας, παρόλο που θα το θέλαμε, δεν αμείβονται για τις συνεργασίες που μας στέλνουν. Ήδη έχουν εκδοθεί δώδεκα τεύχη και εντός του Ιανουαρίου 2018 θα βγει και το 13ο τεύχος, είναι δε το περιοδικό εξαμηνιαίο. Αυτοί που επιμελούνται τα κείμενα και στήνουν το υλικό είναι ο Χρίστος Φαράκλας, ο Αλέξης Κόντης, ο Κώστας Βιδάκης και ο Δημήτρης Σφακιανάκης, ο καθένας στην ειδικότητά του. Υπάρχει και μια συντακτική επιτροπή που μαζεύει κείμενα, όπως και άλλοι λογοτέχνες που βοηθούν με διάφορους τρόπους.

Ποια συμβουλή θα δίνατε στους νέους συγγραφείς;

Δεν θα μπορούσα να τους πω κάτι που δεν το ξέρουν. Στην εποχή μας υπάρχουν τόσα βιβλία που δίνουν συμβουλές για την τεχνική, για το πώς μπορούν οι νέοι συγγραφείς να κάνουν τα κείμενά μας άρτια και ενδιαφέροντα, που οι δικές μου συμβουλές περιττεύουν… Ή, μάλλον, θα τους έλεγα αυτό που μου είπε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, όταν πρωτογνωριστήκαμε: «Να δουλεύεις ώρες ατέλειωτες». Πολύ αργότερα, μάλιστα, όταν ασχολήθηκα για κάποιο διάστημα με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, μου έστειλε χαιρετίσματα με έναν φίλο μου: «Να πεις του “δικού σου” να παραιτηθεί αμέσως και να συνεχίσει να γράφει απ’ το πρωί ως το βράδυ». Και η δεύτερη συμβουλή του: «Μη λυπάσαι να πετάς και να σκίζεις ό,τι δεν είναι καλό. Λίγα μόνο από αυτά που γράφουμε αξίζουν, όλα τα υπόλοιπα είναι για τον κουβά».

Τι σας έμαθαν οι γονείς σας και το τηρείτε ακόμη;

Οι γονείς μου ήταν αξιοπρεπείς άνθρωποι, με όλη τη σημασία της λέξης. Ανήκαν σε εκείνη την κατηγορία των αστών –ο πατέρας μου είχε υφασματάδικο– για τους οποίους είχε τεράστια σημασία να μάθουμε εγώ κι ο αδερφός μου γράμματα και να προκόψουμε. Όχι να μείνουμε στο μαγαζί, αλλά να μάθουμε γράμματα. Αυτά τα δύο, τα γράμματα και η προκοπή, πήγαιναν τότε μαζί. Βεβαίως, τα οικονομικά της οικογένειας ήταν πολύ σφιχτά και σε ό,τι ζητούσαμε να αγοράσουμε γινόταν πρώτα έλεγχος κατά πόσο ήταν απαραίτητο. Αυτό ίσχυε για όλα εκτός από τα βιβλία. Και ήταν τα βιβλία που διαβάζαμε μεγάλο έξοδο, γιατί, ειδικώς τα καλοκαίρια, «ξεπετούσαμε» ένα κάθε δυο μέρες. Όσο για συμβουλές, ειλικρινώς δεν μας έδιναν ποτέ. Αλλά ήταν οι ίδιοι παραδείγματα για μας. Κάποτε, όταν ο πατέρας μου είχε πεθάνει, βρέθηκα σε μια συζήτηση κάποιων ανθρώπων της πιάτσας και μιλούσαν για τους παλιούς εμπόρους. Ένας από αυτούς είπε: «Όλοι αυτοί που έγιναν μεγάλοι και τρανοί έκαναν ο καθένας δυο τρεις πτωχεύσεις», υπονοώντας ότι αυτές ήταν δόλιες. «Μόνο ο μπαμπάς του Τσιαμπούση ήταν “κορόιδο” και δεν κρέμασε στην αγορά ούτε ένα φράγκο». Αυτό το γεγονός, παρά τη μεγάλη περηφάνια που ένιωσα όταν συνέβη, ούτε το έγραψα ούτε το διηγήθηκα ποτέ. Αλλά κάνοντάς μου εσείς τη συγκεκριμένη ερώτηση, που σε πρώτη φάση τη θεώρησα «εξωλογοτεχνική», σκέφτηκα ότι είναι μια καλή ευκαιρία να το πω.

 

Πούρα γεμιστά
Βασίλης Τσιαμπούσης
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
188 σελ.
ISBN 978-960-05-1711-8
Τιμή: €12,00
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr