Βασίλης Γκουρογιάννης: «Σενάριο αθανασίας» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Ο Βασίλης Γκουρογιάννης στο Σενάριο αθανασίας γράφει ένα μυθιστόρημα στο οποίο πρωταγωνιστούν οι γυναίκες, και μάλιστα γυναίκες που μοιάζουν με ακόλουθες του Διόνυσου, γυναίκες που μπαίνουν στο πρόγραμμα θεραπείας της φρίκης, που συγκεντρώνονται στο βουνό της Καλυδωνίας (τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη μάς θυμίζει, εν μέρει, του Γιώργου Σεφέρη, οι αναλογίες είναι κάμποσες) και όσο του επιτρέπει η μάσκα του ήρωα μεταφέρει εμπειρίες, πραγματικές και φανταστικές, πολλές προερχόμενες είτε από τη ζωή στο χωριό είτε από το επάγγελμα στην πόλη.
Ο ήρωας, δηλαδή, Βασίλης Ζαφείρης, είναι ένας κύριος με επάγγελμα κύρους, στο οποίο ήταν υποχρεωμένος να φοράει κοστούμι και γραβάτα (άρα ήταν δικηγόρος) και παράλληλα ήταν βραβευμένος λογοτέχνης, όπως και ο συγγραφέας. Ένας επιτυχημένος δικηγόρος και λογοτέχνης, εξήντα πέντε ετών, σύζυγος και πατέρας και παππούς, που όλα στη ζωή του είναι τακτοποιημένα, φαίνεται πως περνάει βασανιστικά το άγχος της «αθανασίας», την οποία δεν μπορεί να του εξασφαλίσει ούτε η επαγγελματική του καριέρα, ούτε η λογοτεχνική, ούτε φυσικά η οικογένεια. Καταλήγει πως θα έπρεπε να έχει γίνει σκηνοθέτης και να έχει απαθανατίσει τα ωραία σώματα των γυναικών που θαύμασε, και από τα ωραία σώματα ένα συγκεκριμένο σημείο τους. Το εφηβαίο. Πρότυπο όλων, εμμονή και πάθος του είναι η Ιταλίδα ηθοποιός Μόνικα Μπελούτσι, η Μαλένα του Τορνατόρε, στης οποίας το πέρασμα αναστέναζε όλος ο αντρικός πληθυσμός και ζήλευε κακεντρεχώς ο γυναικείος. Ο συγγραφέας-ήρωας μας προτείνει συχνά: «Κατεβάστε την ταινία από το Ίντερνετ». Ο ήρωας δεν βλέπει τις περιπέτειες μιας νέας και όμορφης γυναίκας στη διάρκεια του πολέμου, τους εξευτελισμούς στους οποίους υποχρεώνεται να υποκύψει για να επιβιώσει, τα μαρτύρια από τα αδηφάγα μάτια των αντρών και των εκδικητικών συζύγων τους. Βλέπει μόνο μέσα από τα μάτια των αρσενικών του έργου, με το μάτι στην κλειδαρότρυπα, πότε θα γδυθεί η Μαλένα για να «πάρουν δουλειά για το σπίτι». Δεν βλέπει τίποτα άλλο από την ωραία γυναίκα, ή τίποτα από το τι μπορεί να συμβολίζει αυτή η καλλονή στην ταλαιπωρημένη καλλιτεχνική Ιταλία.
Λέει τα «πράγματα» με τα ονόματά τους, περιγράφει γλαφυρά τις σωματικές αντιδράσεις και ανάμεσα στα ονόματα και τα ανομήματα παρεμβάλλει φράσεις από εκκλησιαστικά κείμενα, αναμειγνύοντας ιεροτελεστίες, ιεροδουλίες και ιερολογίες.
Η αναζήτηση του ιδανικού του έχει αρχίσει από τα παιδικά του χρόνια, όπου παρατηρεί τους ανθρώπους και τα ζώα, τα κτήνη και τους κενταύρους, τις ερωτικές περιπτύξεις μιας σύγχρονής του θεολόγου(!) φεγγαροντυμένης με τον κένταυρο τη νύχτα με φεγγάρι. Φαντασμαγορική η περιγραφή αυτής της νύχτας, σύνθεση από πολλές πηγές και εικαστικές και μυθολογικές εκδοχές (Κένταυρος και Δηιδάμεια, αν και αυτομάτως ο νους πάει στη συνεύρεση της Αυστριακής Έμυς με κείνον τον εγχώριο στη Λέσχη του Τσίρκα…). Και από τα ποιητικά και μυθιστορηματικά φτάνουμε, προϊόντος του χρόνου, στα ρεαλιστικά πορνεία. Το επεισόδιο με την κατά είκοσι πέντε χρόνια νεότερή του συνάδελφο, την οποία «έχει σαν κόρη του», έτσι λέει, και το χαστούκι που εκείνη σε δημόσιο χώρο τού άστραψε, οι φαντασιώσεις του μέσα στο γραφείο που είναι τόσο ζωντανές («τόσο αληθινό το ψέμα μου που ακόμη καιν τα χείλη μου») ώστε να νομίζει πως είναι αληθινές, ή μήπως είναι; Τον Φρόιντ θα έπρεπε να επικαλεστούμε.
Ο καβγάς με την παροπλισμένη, πλέον, σύζυγο θέτει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων όλα εκείνα που καταμαρτυρούν οι αντίδικοι σύζυγοι, όταν φτάνουν στο διαζύγιο, πράγμα που μας βάζει την ιδέα, και όχι άδικα, ότι ο συγγραφέας έχει κάνει επιτομή των περιστατικών που αντιμετώπισε στην καριέρα του. Πίσω από τη βιτρίνα των καλοζωισμένων αστών, που ξεκίνησαν τη ζωή τους σε κάποιο χωριό και ολοκλήρωσαν τη δημιουργική φάση της ζωής τους στο αστικό κέντρο, με καταθέσεις στην τράπεζα, παιδιά τακτοποιημένα, σπίτια περιποιημένα και σύζυγο που κάθεται ήσυχα στο σπίτι και δεν διεκδικεί τίποτα, βρίσκονται δυο άνθρωποι, οι οποίοι όταν φτάνει η στιγμή των αποκαλύψεων, ρίχνουν τις μάσκες και κάθε ίχνος αστικής ευπρέπειας, παραμένοντας γυμνοί από κάθε λάμψη, κάθε κύρος και κάθε λούστρο πολιτισμού.
Για να ξαναγυρίσουμε στην εμμονή με την Μπελούτσι, η σύζυγος έχει παρατηρήσει ότι ο άντρας της έχει εκτοπίσει από την επιφάνεια του κινητού του τη μικρή εγγονή του και την έχει αντικαταστήσει με ένα «δάσος». Την εκπλήσσει όμως το γεγονός ότι αυτός ποτέ δεν συμπάθησε το χωριό του. Τι το θέλει το δάσος; Αγνοεί η δύστυχη ότι αυτό που βλέπει είναι μεν δάσος, αλλά δάσος από τρίχες του εφηβαίου της Μπελούτσι. Και αυτό είναι το φετίχ του. Αν υπάρχει «αθανασία» –μία είναι η ουσία, δεν υπάρχει αθανασία, άδει η λαϊκή αοιδός– η ουσία αυτή έγκειται στο ό,τι κερδίσει κανείς σ’ αυτή τη ζωή. Αυτό τον καθιστά αθάνατο, όσο ζει και το θυμάται, ακόμα και αν ήταν εικονική πραγματικότητα. Φαντασιώνεται, λοιπόν, την Μπελούτσι και ερήμην της επιδίδεται σε όργια αλά Βοργία με τη συνάδελφο του γραφείου του, σε νέα επεισόδια, σενάρια που φτιάχνει με τον νου του και γεννούν εύλογα ερωτήματα. Τι έχουμε εδώ; Έναν ξεμωραμένο ώριμο, έναν απογοητευμένο άντρα, τρομαγμένο και σαλταρισμένο μπροστά στο τέλος της νιότης του και το μόνο που τον απασχολεί είναι «αυτό»; Ο συγγραφέας δεν φείδεται ορολογίας, απλής, καθημερινής, ρεαλιστικής. Λέει τα «πράγματα» με τα ονόματά τους, περιγράφει γλαφυρά τις σωματικές αντιδράσεις και ανάμεσα στα ονόματα και τα ανομήματα παρεμβάλλει φράσεις από εκκλησιαστικά κείμενα, αναμειγνύοντας ιεροτελεστίες, ιεροδουλίες και ιερολογίες. Η διερεύνηση της αχαρτογράφητης ψυχικής αβύσσου έχει την έδρα της στα γεννητικά όργανα.
Τι επιδιώκει ο συγγραφέας με λυμένο το λουρί της ευπρέπειας; Η Ψυχολογία, ίσως, αλλά η Φιλοσοφία, μάλλον, με την απόσταση που εξασφαλίζει θα έδινε κάποια απάντηση. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι «αθανασία» δεν κερδίζεται ούτε με την επιτυχημένη καριέρα, ούτε με τα λογοτεχνικά βραβεία, ούτε με τα παιδιά και τα εγγόνια. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γράφοντας τον Μεγάλο Ανατολικό απελευθέρωνε την ψυχή και το σώμα από τα ταμπού. Ο Μ. Καραγάτσης νατουραλιστικά απέδιδε τη συμπεριφορά του ανθρώπου στη γενετήσια ορμή του. Οι ρομαντικοί, ο Μπάιρον και η παρέα του, έκαναν όργια για να βρούνε την άλλη όψη της ζωής και της έμπνευσης, ίσως, ο Γκουρογιάννης, με όλους μαζί –ρομαντικούς ποιητές, ψυχολόγους, πεζογράφους, στο δισάκι του– στρέφει τον φακό μάλλον στο ρητορικό ερώτημα που έχει ήδη υποβάλει ο Απόστολος Παύλος: «Και τι αξίζει αν ο άνθρωπος κερδίσει όλο τον κόσμο και απολέσει την ψυχή του», τροποποιημένο στο δεύτερο σκέλος του «και απολέσει την ερωτική του ορμή;». Ο Ελύτης υποστηρίζει ότι «Ένα σώμα λείο γυμνό είναι η προέκταση που μας ενώνει με το άπειρο», να είναι αυτό το ζητούμενο του Γκουρογιάννη; «Η φαντασία φοριέται και από την ανάποδη και σε όλα τα μεγέθη της», λέει ο ίδιος ποιητής.
Το βιβλίο μάς επιφυλάσσει εκπλήξεις. Η αφήγηση ρέει, το ενδιαφέρον προχωρεί από κορύφωση σε κορύφωση, νατουραλιστικές, από το πραγματικό στο υπερπραγματικό, δίνοντας στον δημιουργό του την ευκαιρία να «κάνει ταμείο ζωής», να πει τα λόγια του γιατί, όπως λέει και ο Σεφέρης, «αύριο η ψυχή μας κάνει πανιά».
Σενάριο αθανασίας
Βασίλης Γκουρογιάννης
Μεταίχμιο
424 σελ.
Τιμή € 16,60
Πηγή : diastixo.gr