Βασίλης Δανέλλης: «Νεκρές ώρες»
Μέσα στη χορεία των αντιηρώων-πρωταγωνιστών της λεγόμενης νουάρ αστυνομικής σχολής, εξέχουσα θέση κατέχει ο πληρωμένος δολοφόνος, το μισθωμένο πιστόλι, ο εκτελεστής. Τούτο όχι πάντοτε για λόγους εμπορικούς, όπως δυστυχώς συμβαίνει μέχρι στιγμής με άλλους συναδέλφους του, τους γνωστούς και μη εξαιρετέους σίριαλ-κίλερ, π.χ. Ο Εκτελεστής έχει αξιοποιηθεί ως πρωταγωνιστής από σοβαρούς λογοτέχνες και σκηνοθέτες του κινηματογράφου («σοβαροί» σημαίνει ότι κάτι θέλουν να πουν) για να αποκαλυφθεί-τεκμηριωθεί μέσα από τη δική του χαρακτηριστική περίπτωση η σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση, το αληθινό πρόσωπο της προηγμένης, υποτίθεται, κοινωνίας μας, όπου στην πραγματικότητα επικρατεί ο Νόμος της ζούγκλας, όπου η κυρίαρχη ιδεολογία-νοοτροπία-στάση ζωής είναι ο κυνισμός, η αδιαφορία, ο μηδενισμός κλπ. Ο Εκτελεστής είναι τυπικός εκπρόσωπος αυτής τής, κατ’ όνομα, κοινωνίας ή, για να το πούμε διαφορετικά, είναι γέννημα-θρέμμα της σύγχρονης εποχής, όπως είναι βέβαια και η αστυνομική λογοτεχνία. Δολοφόνοι επ’ αμοιβή υπήρχαν πάντοτε, επαγγελματίες δολοφόνοι όμως όχι (οι μισθοφόροι ήταν επαγγελματίες, αλλά πολεμούσαν, δεν εκτελούσαν). Δολοφόνοι για πολιτικούς-ιδεολογικούς λόγους επίσης υπήρχαν, αλλά για έναν Εκτελεστή ο φόνος είναι δουλειά, όχι αποστολή. Ο Εκτελεστής δεν ξέρει ποιον σκοτώνει ούτε γιατί τον σκοτώνει. Ένας ανεπίσημος δήμιος είναι, εξουσιοδοτημένος από την ανώτατη εξουσία: το χρήμα.
Επίσης, ο Εκτελεστής έχει χρησιμοποιηθεί, επειδή ακριβώς δεν επιτρέπεται, δεν το επιτρέπει ο ίδιος στον εαυτό του, να έχει ανθρώπινα συναισθήματα∙ ούτε έλεος δείχνει ούτε τύψεις έχει, είναι εντελώς προσηλωμένος στον στόχο (λάθη δεν συγχωρούνται), δεν έχει καν ζωή – όχι επειδή ζει διπλή ζωή, κρυφή, δεν έχει καθόλου ζωή, έχει διαρρήξει κάθε σχέση με τους ανθρώπους, είναι μόνος, αυτάρκης, επιβάλλεται να είναι έτσι για να μπορεί να «εξαφανίζεται», είναι ένα «φάντασμα» ή, καλύτερα, ένα αόρατο «αυτόματο» – έχει χρησιμοποιηθεί, λοιπόν, ο Εκτελεστής για να φανεί πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, είναι να μεταμορφωθεί ένας άνθρωπος σε «αυτόματο» για όλη του τη ζωή, κι έτσι να καταρριφθεί η περίφημη «απάθεια» που έχει κατά καιρούς προβληθεί ως πρότυπο από διάφορους φαντασιόπληκτους θεωρητικούς λάτρεις της βίας.
Ο Εκτελεστής του Δανέλλη, ο πρωταγωνιστής και αφηγητής των ΝΩ, έχει όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά του επαγγελματία δολοφόνου – όχι τυχαία, άλλωστε, ο συγγραφέας δεν αναφέρει πουθενά το όνομά του· δεν έχει όνομα, ορίζεται, προσδιορίζεται και όλη η ζωή του καθορίζεται από το επάγγελμά του και μόνο. «Η ζωή του» σχήμα λόγου· είπαμε, στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτη. Οι ώρες του άδειες, νεκρές. Εντελώς μόνος, χωρίς προσωπικές σχέσεις, άριστος επαγγελματίας με μεγάλη εμπειρία, διαθέτει όλα τα προσόντα του καλού εκτελεστή, είναι αρκετά καλός «ηθοποιός» ώστε να προσεγγίζει τα θύματά του όταν αυτό χρειάζεται – και όμορφος συν τοις άλλοις! (Πώς λέμε, «ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο», αυτός είναι «με το αρχαιοελληνικό πρόσωπο».)
Ο χρόνος του Εκτελεστή όλο και λιγοστεύει – όχι επειδή είναι εκτελεστής, αλλά επειδή είναι άνθρωπος. Τον φυσιολογικό θάνατο φοβάται, όχι τον βίαιο.
Αλλά δεν είναι πια νέος! Είναι μεσήλικας – προχωρημένος μεσήλικας, για να ακριβολογούμε και να παρηγοριόμαστε. Η φθορά έχει αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της. Ξέρει ότι δεν θα βρεθεί ποτέ ξανά στο ζενίθ των δυνάμεών του. Κουράζεται πιο εύκολα, πονούν οι κλειδώσεις του, του κόβεται η ανάσα, έχει λίγη πρεσβυωπία… τα κλασικά συμπτώματα που εμφανίζονται με την πάροδο του χρόνου.
Ο Χρόνος: αυτός είναι ο μεγάλος εχθρός, ο χειρότερος φόβος του πρωταγωνιστή, αυτός είναι το κυρίως θέμα του συγγραφέα, κατά τη γνώμη μου. Διατρέχει απ’ άκρη σε άκρη το βιβλίο – ξεκινώντας από τον τίτλο· από το κείμενο ενδεικτικά αναφέρω, το πρώτο κεφάλαιο, που έχει τον αριθμό μηδέν, αρχίζει με μια αντίστροφη μέτρηση ως τα μεσάνυχτα –που είναι η ώρα μηδέν–, και σε πολλά σημεία μέσα στο κείμενο, στο προτελευταίο κεφάλαιο, φερ’ ειπείν, διαβάζουμε: «χρειάζομαι χρόνο», «πρέπει να κερδίσω χρόνο» κ.ά. Οι κοφτές φράσεις της αφήγησης, τα σύντομα κεφάλαια του βιβλίου υποβάλλουν στον αναγνώστη το ασταμάτητο τικ τακ του ρολογιού, τεμαχίζουν τον χρόνο της δράσης (και της μη δράσης), δίνοντας έτσι στον αναγνώστη πιο παραστατικά την εντύπωση του χρόνου που τρέχει. Ο χρόνος του Εκτελεστή όλο και λιγοστεύει – όχι επειδή είναι εκτελεστής, αλλά επειδή είναι άνθρωπος. Τον φυσιολογικό θάνατο φοβάται, όχι τον βίαιο. Για να δανειστώ μια αριστουργηματική φράση από το κεφάλαιο με τον τίτλο «Περιτύλιγμα» –την πιο δυνατή φράση ολόκληρου του βιβλίου, κατά τη γνώμη μου–, μοιάζει κι αυτός, ο πρωταγωνιστής, όπως όλοι –αν και προτιμάμε να μην το πολυσκεφτόμαστε· αλλά μας το υπενθυμίζουν κάποιοι σαν τον Δανέλλη–, με ωρολογιακή βόμβα προορισμένη, αργά ή γρήγορα, να σκάσει. Σημειωτέον ότι αυτή τη σκέψη την κάνει ο Εκτελεστής αντικρίζοντας ένα μωρό.
Σε αυτή την καμπή της ζωής του, λοιπόν, όπου τον συναντάμε κι εμείς, αποφασίζει να σταματήσει να δουλεύει, δηλαδή να αλλάξει ζωή. Όχι επειδή τον έπιασαν ξαφνικά οι τύψεις –και αν μετανιώνει, δεν είναι επειδή συναισθάνεται πόσο έβλαψε κάποιους συνανθρώπους του, λυπάται επειδή τον πήραν τα χρόνια–, δεν πρόκειται για μια ηθική-συναισθηματική μεταστροφή (που θα ήταν ελάχιστα πειστική λογοτεχνικά, αλλά ούτως ή άλλως δεν είναι αυτό το θέμα του βιβλίου, το οποίο, με δυο λέξεις, είναι υπαρξιακό-οντολογικό), πρόκειται για μια απόπειρα εξόδου του από την προτέρα κατάσταση, αυτήν της εκούσιας απομόνωσης. Θέλει να γεμίσει τις ώρες του με κάτι άλλο από δουλειά και αλκοόλ, θέλει κι αυτός να ζήσει σαν κανονικός άνθρωπος, όχι να περιφέρεται σαν νεκροζώντανος. Αρκετά έζησε στην έρημο, τώρα νιώθει την ανάγκη να επιστρέψει στους ανθρώπους… Σε κάτι που θα θυμίζει σπίτι. Ονειρεύεται ότι έχει σχέση με μια κοπέλα και μένουν μαζί… Η τύχη (ο συγγραφέας μας) τα φέρνει έτσι ώστε ο Εκτελεστής να σώσει μια κοπέλα από τον θάνατο· αρπάζεται από αυτήν για να σωθεί και ο ίδιος. Της προσφέρει καταφύγιο στο διαμέρισμά του, τα παρατάει όλα και προσπαθεί να πραγματοποιήσει το όνειρό του.
Όλα όμως είναι εναντίον του. Οι παλιοί «γνωστοί» του δεν βλέπουν με καλό μάτι την πρωτοβουλία του να αποχωρήσει από την ενεργό δράση. Αυτοί όμως είναι το μικρότερο από τα προβλήματά του. Αυτό που τον πιέζει αφόρητα είναι ο Χρόνος. Η κοπέλα δεν είναι σε θέση να τον βοηθήσει εναντίον ενός τέτοιου εχθρού, άλλωστε είναι νέα, ανήκει στο αντίπαλο στρατόπεδο, αφού έχει τον χρόνο με το μέρος της. Ο δε πρωταγωνιστής δεν ξέρει πώς να την πλησιάσει ψυχικά, πώς να συνδεθεί πραγματικά μαζί της, σε αυτά τα θέματα δεν έχει καθόλου εμπειρία· θυμίζει ερωτοχτυπημένο έφηβο που αμφιταλαντεύεται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίωσης, τη βλέπει σαν άπιαστο όνειρο, σαν τη Μοιραία Γυναίκα της ζωής του, η οποία του κάνει χάρη που μένει μαζί του, γι’ αυτό εκείνος πρέπει να ικανοποιεί κάθε της επιθυμία για να μην τη χάσει κλπ. κλπ. Δεν έχει ιδέα ποια είναι στ’ αλήθεια, τι σκέφτεται, πώς νιώθει. Δεν είναι γυναίκα, είναι ένα άλυτο μυστήριο, κι έτσι θα παραμείνει μέχρι τέλους και για εκείνον και για εμάς τους αναγνώστες, καθόσον μόνο τις δικές του σκέψεις μπορούμε να ακούσουμε.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ανελέητος είναι ο συγγραφέας. Δεν αφήνει καμία ελπίδα στον πρωταγωνιστή του, δεν χαρίζει ούτε μια ανάσα στον αναγνώστη. Είναι ένα σκληρό μυθιστόρημα, όπως θα λέγανε και οι Γάλλοι – όπως σκληρή είναι η αλήθεια.
Όπως είναι επόμενο, η απόπειρά του να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη πορεία του στέφεται από παταγώδη αποτυχία. Το καράβι πλέει «πρόσω ολοταχώς» και ο καπετάνιος δεν μπορεί να κάνει τίποτα – ούτε το τιμόνι τον υπακούει, ούτε το μηχανοστάσιο… Τι σόι καπετάνιος είναι αυτός; Το μόνο κέρδος του είναι η αυτογνωσία. Συνειδητοποιεί πως είναι καταδικασμένος. Δεν μπορεί να κερδίσει τον Χρόνο. Η μοναδική εκτόνωσή του –κατ’ εμέ, η κορυφαία στιγμή του βιβλίου– είναι το ξέσπασμα της οργής του. Είναι η στιγμή που βγαίνει εκτός εαυτού, χάνει την παροιμιώδη «απάθειά» του, παύει να είναι εκτελεστής και γίνεται άνθρωπος, ο οποιοσδήποτε άνθρωπος που βλέπει τον εαυτό του παγιδευμένο μέσα στο κλουβί του χρόνου, ορμάει να σπάσει τα κάγκελα και σπάει τα μούτρα του. Με αυτό το συναισθηματικό ξέσπασμα, έτσι όπως το περιγράφει ο Δανέλλης, πετυχαίνει το ακατόρθωτο: κάνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τον στυγερό δολοφόνο. Τη συναισθηματική ταύτιση ακολουθεί παρά πόδας και η διανοητική: αμέσως ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί αν και ο ίδιος βρίσκεται –ή θα βρεθεί– στη θέση του πρωταγωνιστή, δηλαδή αντιμέτωπος με τον Χρόνο, και φυσικά θα απαντήσει καταφατικά. Αυτό θα πει λογοτεχνική ευφυΐα! Το άλφα και το ωμέγα σ’ ένα βιβλίο είναι η επιλογή της οπτικής γωνίας. Προκειμένου να μιλήσει για ένα πανανθρώπινο θέμα, ο Δανέλλης διαλέγει ως αφηγητή το πιο «μακρινό» από εμάς τους αναγνώστες πρόσωπο, έναν πωρωμένο εγκληματία, όχι για να μας καθησυχάσει, όπως γίνεται συνήθως, δηλαδή να πει στο τέλος ο αναγνώστης εκείνο το: «ευτυχώς που δεν είμαι στη θέση τού Χ, τέτοιος που είναι, καλά να πάθει», αλλά το ακριβώς αντίθετο, για να δείξει ότι ακόμη και εκείνος, ο εξωτικός πρωταγωνιστής, υπόκειται στον ίδιο νόμο όπως όλοι, στον αδήριτο νόμο της θνητότητας· ότι κανείς δεν ξεφεύγει από την κοινή μοίρα και το άγχος που προκαλεί, ούτε καν αυτό το φοβερό και τρομερό θηρίο, ο εξοικειωμένος με τον θάνατο ανελέητος εκτελεστής.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ανελέητος είναι ο συγγραφέας. Δεν αφήνει καμία ελπίδα στον πρωταγωνιστή του, δεν χαρίζει ούτε μια ανάσα στον αναγνώστη. Είναι ένα σκληρό μυθιστόρημα, όπως θα λέγανε και οι Γάλλοι – όπως σκληρή είναι η αλήθεια. Είναι ειπωμένη όμως με τρόπο απολαυστικό.
Νεκρές ώρες
Βασίλης Δανέλλης
Καστανιώτης
144 σελ.
ISBN 978-960-03-6285-5
Τιμή: €10,60
πηγή : diastixo.gr