Βασίλης Αλεξάκης: «Το κλαρινέτο»
Ένα βιβλίο για ένα άλλο βιβλίο, ένα βιβλίο για τον θνήσκοντα φίλο του και την ελληνική κρίση, ένα βιβλίο για τη μνήμη και τον ίδιο τον συγγραφέα. Ένα βιβλίο για τις λέξεις, τις πόλεις, τις γυναίκες, τη φιλία, τον μηχανισμό της μνήμης, τα κρυφά παρισινά στενάκια, την πένθιμη μουσική του κλαρινέτου. Ένα βιβλίο για την ωριμότητα, την αρρώστια και το γήρας, ένα βιβλίο για τη γραφή, ένα βιβλίο για τον περίφημο Φίλο του Μπάνιου, όπου, στον καθρέφτη πάνω από τον νιπτήρα, βλέπεις, όταν είσαι φευγάτος, αμνήμων ή πάσχων από Αλτσχάιμερ, τον άγνωστο εαυτό σου. (Ο Αλεξάκης βλέπει εκεί μέσα και τον Γάλλο φίλο του, αλλά και την Ελλάδα ολόκληρη.)
Στ’ αλήθεια, δεν έχω να πω πολλά για τη μυθιστορηματική αυτογραφία, ή το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Βασιλη Αλεξάκη, αφενός γιατί όλοι εσείς εδώ, σήμερα που πέφτει η αυλαία των Αίθριων Λογοτεχνικών Μεσημεριών, δεν ήρθατε να ακούσετε και να δείτε εμένα, αλλά τον συγγραφέα, το έργο του οποίου είναι αναγνωρισμένο και βραβευμένο σε Ελλάδα και Γαλλία.
Οπότε, δεν θα μακρηγορήσω. Θα πω, όμως, πως ο Αλεξάκης, στο βιβλίο του, παρουσιάζεται ως μέγας ατακαδόρος, σκωπτικός αλλά και αυτοσαρκαζόμενος, δοτικός αλλά και φιλόδοξος εγωιστής και κεντρομόλος, αντικληρικαλιστής και πεφωτισμένος αριστερός πολυτελείας αλλά και κοινωνικά ευαίσθητος, ως ελεύθερος ερωτικός σκοπευτής αλλά και αρκουδάκι, που ψάχνει μια ζεστή αγκαλιά.
Είναι απολαυστικό το βιβλίο του Αλεξάκη; Προσωπικά χάρηκα τη φλεγματική του πρόζα, αυτό το ανθυπομειδίαμα που αχνοφαίνεται πίσω από τις αράδες. Όμως, περισσότερο, μου άρεσαν κάποιες φωτεινές, ποιητικές στιγμές του: δεν θα ξεχάσω εκείνη την πεταλούδα που ανοιγοκλείνει τα φτερά της σαν να χειροκροτεί το τοπίο, σαν να αποτίει φόρο τιμής στον ήλιο.
Θα πω βέβαια και για το αυθαίρετο, παιγνιώδες χιούμορ του: ο Αλεξάκης, όπως κι ο Πικάσο, έχει πλέον κερδίσει το δικαίωμα να αστειεύεται σαν παιδί, όπως ο ζωγράφος, που του πήρε μια ολόκληρη ζωή για να μάθει να ζωγραφίζει σαν παιδί. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο Βασίλης Αλεξάκης έχει ύφος: ακόμα κι όταν τα ίδια του τα έντερα τον προδίδουν, δυσωδώς, δεν χάνει το στιλ του.
Αφηγηματικά, ο Αλεξάκης κινείται σε τροχιά γύρω από δύο ήλιους: τον εκδότη και φίλο του, που μετρά τις τελευταίες του στιγμές, και την ελληνική κρίση. Αυτή, η κρίση, προσωποποιείται με ευφάνταστο τρόπο: η άστεγη Ελληνίδα, (ασφαλώς...) ερωτευμένη μαζί του, που σέρνει παντού μαζί της ένα κόκκινο καφάσι, η αιωνόβια γιαγιά που πλέκει πουλόβερ για παιδιά, ο μαύρος με το ματωμένο πρόσωπο, ο επίδοξος αυτόχειρας που ψάχνει την Ακρόπολη για να πέσει από το γκρεμό του Ιερού Βράχου.
Καθώς όμως ο συγγραφέας υφαίνει τον μύθο του, δράττεται της ευκαιρίας, που λένε, για να μιλήσει και για κάποια σημαντικά πράγματα, όπως η λογοτεχνία, την οποία ο Αλεξάκης ορίζει ως εξής: το να γράφεις, λέει, είναι να κατασκευάζεις αυτό που έχεις να πεις, είναι να αμφιβάλλεις επαγγελματικά για τον εαυτό σου.
Ή, αυτός ο υπέροχος ορισμός της ζωής: «Ποτέ δεν με απασχόλησε πολύ η ζωή μου – πάντα είχα κάτι καλύτερο να κάνω». Ή, για τη μνήμη: αυτή η εκατοχρονίτισσα κυρία, η Λιλή, που πλέκει για τα παιδιά, κάποια στιγμή λέει: «η μνήμη μας συγκρατεί καλύτερα αυτό που θα θέλαμε να ξεχάσουμε»...
Είναι απολαυστικό το βιβλίο του Αλεξάκη; Προσωπικά χάρηκα τη φλεγματική του πρόζα, αυτό το ανθυπομειδίαμα που αχνοφαίνεται πίσω από τις αράδες. Όμως, περισσότερο, μου άρεσαν κάποιες φωτεινές, ποιητικές στιγμές του: δεν θα ξεχάσω εκείνη την πεταλούδα που ανοιγοκλείνει τα φτερά της σαν να χειροκροτεί το τοπίο, σαν να αποτίει φόρο τιμής στον ήλιο.
Να πω πως ο Αλεξάκης, με μεγάλη τέχνη, κάνει τον Έλληνα αναγνώστη νε ενδιαφερθεί για τα υπόγεια ορυχεία του Παρισιού, και τον Γάλλο να μην κλείσει το Κλαρινέτο, όταν διαβάζει για τα ελληνικά δεινά. Με δεδομένες, εννοείται, τις διαφορές, μορφωτικές, οικονομικές και πολιτιστικές, που υπάρχουν μεταξύ των Ελλήνων, που γενικά δεν διαβάζουν, και των Γάλλων, που ανοίγουν πότε πότε κάνα βιβλίο.
Πώς τα καταφέρνει; Είναι μόνο το ότι μιλά, σκέφτεται, ονειρεύεται, βρίζει και ερωτεύεται εξίσου καλά και στις δύο γλώσσες; Πιστεύω πως όχι. Μάλλον είναι η ματιά του συγγραφέα προς τον κόσμο του, η θεώρησή του των πραγμάτων. Τρυφερά κυνικός, σαν Βούδας με πάθη, ο Αλεξάκης προζάρει πανευτυχής, και οι λάτρεις του και στις δύο χώρες γουστάρουν κι εκείνοι, κι όλοι είναι ευχαριστημένοι.
Πριν τελειώσω, θέλω να πω το εξής: στο Κλαρινέτο, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μου φαίνεται πως ο Βασίλης Αλεξάκης επανεφευρίσκει τον εαυτό του – ή το αντίστροφο. Ίσως αυτή τη στιγμή που σας μιλώ, φίλες και φίλοι, ο κύριος που θα ανεβεί σε λίγο στο βήμα των Αίθριων Λογοτεχνικών Μεσημεριών του 40ού Φεστιβάλ Δράμας να είναι ο ήρωας του βιβλίου του Βασίλη Αλεξάκη, ενώ ο ίδιος, ο γνωστός συγγραφέας εννοώ, ίσως να βρίσκεται σε μια άλλη πραγματικότητα, στον κόσμο πίσω από τον καθρέφτη του μπάνιου, όπου τα βιβλία φτερουγίζουν χαρούμενα, όπου ένα κλαρινέτο παιανίζει υπαινικτικά, όπου η Τραγωδία κοιτάζει με εύθυμη συγκατάβαση την Κωμωδία, της οποίας η τσάντα με τα ψώνια έχει μόλις σπάσει κατά την επάνοδο των δύο φιλενάδων απο τη λαϊκή, κι έχει γεμίσει το πεζοδρόμιο αυτού του φανταστικού κόσμου με φτερούγες κοτόπουλου.
Και σ’ αυτή την Άλλη, με άλφα κεφαλαίο, κωμικοτραγική πραγματικότητα, ο Βασίλης Αλεξάκης, ενοποιημένος επιτέλους με το είδωλό του στον καθρέφτη, θα στέλνει στο Επέκεινα σήματα καπνού πίπας με πρόστυχο περιεχόμενο σε άπταιστον francohellenique, χωρίς όμως ποτέ να λαχανιάζει. Παρόλο που είναι φυσικό να ασθμαίνει, φίλες και φίλοι, καθώς έχει τρέξει ευδοκίμως τον Μαραθώνιο της Ζωής. Άλλωστε, τελικά, όλοι, όταν πάψουμε να μεγαλώνουμε, γερνάμε: δυστυχώς, helas, (ελάς) που θα έλεγαν κι οι φίλοι μας οι Γάλλοι.
Φίλες και φίλοι, θα μπορούσα να είχα δηλώσει ευθύς εξαρχής πως μ’ άρεσε πολύ το βιβλίο, πως ο ήχος του κλαρινέτου είναι του γούστου μου, και να σας γλίτωνα έτσι από όλη αυτή παρλάτα, αλλά μ’ αρέσει να γράφω και να μιλώ για κάτι που με θέλγει. Τέλος πάντων, εγώ τελείωσα εδώ: ο κύριος Βασίλης Αλεξάκης θα σας μιλήσει για το βιβλίο του, ολοκληρώνοντας έτσι τα Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια του τεσσαρακοστού Φεστιβάλ Δράμας. Σας ευχαριστώ για την παρουσία και την προσοχή σας.
(Γράφτηκε για το Κλαρινέτο του Β. Αλεξάκη, για τα Αίθρια Λογοτεχνικά Μεσημέρια του Φεστιβάλ Δράμας του 2017, αλλά ο συγγραφέας δεν ήρθε.)
Το κλαρινέτο
Βασίλης Αλεξάκης
Μεταίχμιο
464 σελ.
ISBN 978-618-03-0675-0
Τιμή: €17,70
πηγή : diastixo.gr