Βασίλης Αλεξάκης: «Μητρική γλώσσα»
Ένας σκιτσογράφος σε μια γαλλική εφημερίδα εκδηλώνει ενδιαφέρον για το γράμμα «Ε», στον ναό των Δελφών. Σύμφωνα με τον μύθο, δυο αετοί που άφησε ο Δίας συναντήθηκαν στους Δελφούς, υποδηλώνοντας το κέντρο του κόσμου. Εκεί χτίστηκε ο ναός του Απόλλωνα, το ιερό, το θέατρο, το μαντείο. Τι ήθελε όμως να πει αυτό το αινιγματικό «Ε» που κρεμόταν εκεί; ο Ηράκλειτος λέει ότι οι χρησμοί δεν κρύβουν ούτε αποκαλύπτουν, απλώς σημαίνουν· «ακούω τα ζάρια που ρίχνει ένα παιδί». Χρησμός, λοιπόν, και το «Ε» που κάτι σημαίνει.
Αν οι Δελφοί είναι το κέντρο του κόσμου, αυτό το μυστηριώδες έψιλον είναι το κέντρο του βιβλίου Βασίλη Αλεξάκη που φέρει τον τίτλο Μητρική γλώσσα. Και η έρευνα αρχίζει με λέξεις που αρχίζουν από έψιλον. Πίσω από αυτό, όμως, βρίσκεται προκλητικά απαιτητική η ελληνική γλώσσα, έρμα σταθερό, ανάλλαχτο, μη επηρεαζόμενο από τη ροή των πάντων. Η Μητρική γλώσσα είναι η γλώσσα της ψυχής, η γλώσσα του έρωτα του Κώστα, του αδελφού του αφηγητή, αλλά και η γλώσσα των δικών του εφήμερων ερώτων, της σιωπής της μητέρας, της άνοιας του πατέρα, του Αχέροντα με το πλήθος των σιωπηλών νεκρών του.
Η έρευνα συνεχίζεται, χωρίς η στοχαστική διάθεση του αφηγητή να χάνει την αλαφράδα της και το χιούμορ της, χωρίς να ασφυκτιά μέσα στο πλαίσιο ενός ακραιφνούς επιστημονικού λόγου, αφού η γλώσσα εμφανώς και αφανώς έχει τον πρώτο ρόλο. Ο συγγραφέας προσπαθεί να εμβαθύνει στην ουσία, ως εραστής και όχι ως επιστημονικός συνεργάτης σε γλωσσολογικό έργο.
Η αφήγηση τρέχει σε δύο παράλληλες τροχιές. Η μία επίγεια, η άλλη υπόγεια. Η μία αφορά τα τρέχοντα, η άλλη τα σταθερά και αμετακίνητα. Διακλαδίζεται, όπως οι γραμμές του μετρό στην Αθήνα και στο Παρίσι. Κάνει στάσεις σε πολλά και, εν ολίγοις, αδιάφορα. Δρόμοι, με τα λαμπρά αρχαία ονόματά τους, ταβερνάκια, καφενεία, σταθμοί μετρό, πλατείες, πρόσωπα αληθινά, με ονόματα καμουφλάζ, σαφώς ευδιάκριτα λόγω βίου και πολιτείας, πολιτικοί, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, όλοι παρασυρμένοι από μια ηρακλείτεια ροή, η οποία μεταπλάθει χαρακτήρες, διαβρώνει ιδεολογίες, χαλαρώνει αντιστάσεις. Αλήθειες, κριτική, σχόλια, μικρές «κακίες»: το βιβλιοπωλείο Ακριδάκη στο Παρίσι, στον καιρό της χούντας, φιλοξενούσε στα ράφια του μόνο Γκράμσι, Λούξεμπουργκ, Αλτουσέρ, Λούκατς· τώρα, τα πάντα· ακόμα και το Τι τρώνε οι Έλληνες;. Ο Μανθούλης, χωρίς καμουφλάζ, πρόκειται προφανώς για τον γνωστό κινηματογραφιστή που έκανε καριέρα στη Γαλλία. Ή περιγραφή της Αμαλίας Σταθοπούλου φωτογραφίζει καθαρά την τότε υπουργό πολιτισμού. Κραυγάζει το γνωστό «ωραίο σταυροπόδι» της και ο αγώνας για την επιστροφή των μαρμάρων. Παράλληλα η βιβλιοθήκη της από τριανταφυλλιά που δεν είχε ούτε ένα βιβλίο, η «αθεόφοβη». Σχόλια για την ηλικία της και την υποκριτική της. Από την άλλη, όμως, ένας κύριος του είπε ότι γράφει μια μελέτη για τα ομηρικά έπη και ότι κάθε ραψωδία της Οδύσσειας και της Ιλιάδας «αποτίει φόρο τιμής σε κάποιο γράμμα της αλφαβήτου». Προφανέστατα αναφέρεται στον ποιητή και συγγραφέα Νάνο Βαλαωρίτη και στο βιβλίο του Ο Όμηρος και το αλφάβητο. Τον ρώτησε και για το Ε της Ιλιάδας. Η έριδα, του απάντησε, εκείνος. Να μια λέξη ακόμα από έψιλον που είναι η αρχή και η αιτία μιας σφαγής. Κι η βυζαντινή Αλεξιάδα· η Αλεξιάδα γράφτηκε από την Άννα την Κομνηνή και μιλάει για τον πατέρα της. Ο πατέρας της αγαπούσε τον γιο του, αλλά η Ειρήνη, η μητέρα της, αγαπούσε αυτήν. Οι δυο τους, μάνα και κόρη, συνωμοτούν εναντίον του γιου· και ο γιος τρέχει να στεφθεί αυτοκράτορας πριν πεθάνει ο πατέρας και πριν τον δολοφονήσει η αδελφή και η μητέρα του. Ιδού έριδες που γέννησαν έπη. Και η έρευνα συνεχίζεται, χωρίς η στοχαστική διάθεση του αφηγητή να χάνει την αλαφράδα της και το χιούμορ της, χωρίς να ασφυκτιά μέσα στο πλαίσιο ενός ακραιφνούς επιστημονικού λόγου, αφού η γλώσσα εμφανώς και αφανώς έχει τον πρώτο ρόλο. Ο συγγραφέας προσπαθεί να εμβαθύνει στην ουσία, ως εραστής και όχι ως επιστημονικός συνεργάτης σε γλωσσολογικό έργο. Σκέφτεται, μάλιστα, να συντάξει και ένα ετυμολογικό λεξικό τοπωνυμίων. Παράλληλα συμπληρώνει τον κατάλογό του: «εντελώς», «εκτάκτως», «εντός»· επιρρήματα. «Ελίσσομαι», «ει» (είσαι)· ρήματα. Και γυναίκες: «Ελεονόρα», «Ελένη», «Ελισάβετ», «Εύα».
Όταν ήταν μαθητής θεωρούσε τα κλασικά κείμενα ανιαρά. Οι όψεις των αρχαίων προγόνων, όπως και των βυζαντινών, του προξενούσαν ανία. «Μας απασχολούσε το γράμμα και όχι το πνεύμα», λέει. Τώρα, «Γιατί να ενδιαφέρομαι για το έψιλον, εγώ που δεν μελέτησα ποτέ σοβαρά την αρχαία γλώσσα;». Το «γιατί» ανιχνεύεται στην αρχή του νέου ελληνικού κράτους: «Η γλώσσα ήταν το κυριότερο αποδεικτικό στοιχείο της υψηλής καταγωγής μας».
Στα πολλά και συχνά επανερχόμενα στη αφήγηση είναι και οι γονείς με τις εύγλωττες σιωπές τους και ο βαθιά πληγωμένος Κώστας με τον αδιέξοδο έρωτά του. Για τον Κώστα ο έρωτας είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, για τον αφηγητή καθημερινές ιστοριούλες που ξεθυμαίνουν σύντομα.
Οι εικόνες που τρέχουν στον αμφιβληστροειδή ανήκουν σε ποικίλα κειμενικά πεδία. Για παράδειγμα, όταν ο αφηγητής θέλει να βάλει ένα μπιλιάρδο στο δωμάτιό του, αλλά σ’ ένα τέτοιο δωμάτιο «Καμιά μουσική δεν ταιριάζει … εκτός ίσως από την όπερα»· ο νους μας τρέχει στην ταινία Match Point του Γούντι Άλεν και τον ήρωά του που άκουγε όπερα και έπαιζε τένις.
Το έψιλον που σας κάνει να ονειρεύεστε ταξιδεύει σ’ ένα πέλαγος σβησμένων λέξεων» λέει ο αρχαιολόγος των Δελφών. Σαν τους έρωτες που απομακρύνονται, τα νιάτα που φεύγουν, τα χρόνια που τρέχουν, τη ζωή που αλλάζει. Ένα μόνο δεν αλλάζει· η βάση πάνω στην οποία στήθηκε όλο το οικοδόμημα. Η μητρική γλώσσα.
«Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε τι να κάνουμε τα χέρια μας» λέει σε κάποια στιγμή. «Την ιδανική βέβαια λύση την προσφέρει το γυναικείο κορμί. Δεν θα ερωτευόμασταν ίσως, αν δεν είχαμε αυτό το πρόβλημα» λέει ο Κώστας, σαν να χαμογελάει με τους στίχους του Σεφέρη: «Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε / μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες / κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα / εκείνου του ανθρώπου / κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη [η αγάπη μας] / μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε / μέσα στη φυγή». Και φυσικά αυτή, η σαν αδιάφορη σκέψη, κρύβει την αλήθεια της ζωής που τρέχει και φεύγει και μόνο ο έρωτας την καθυστερεί. Ο Κώστας δεν ξεχνάει ποτέ τη Μαργαρίτα που τον εγκατέλειψε: «Έχω την εντύπωση ότι ο χρόνος μου χρεώνει υπερβολικά ακριβά τα λίγα που έζησα»· σαν να ακούμε τον Ελύτη: «Το ελάχιστο ζήτησα και με τιμώρησαν με το πολύ», όπως και στο αμέσως επόμενο: «Θα την ξεχάσεις. Θα ξεχάσεις τον αριθμό του τηλεφώνου της. Ένα ένα θα σβήνουν τα νούμερα. Νομίζω ότι σβήνουν από το τέλος προς την αρχή» λέει ο άλλος. «Βουστροφηδόν θα εξαφανίσω τον εαυτό μου» λέει ο Ελύτης. «Ερωτευόμαστε γυναίκες που βαστούν τα κλειδιά φανταστικών κόσμων» επανέρχεται ο πληγωμένος Κώστας. Το «χρυσό κλειδί / όπου ανοίγουν οι ουρανοί… / ένα κορίτσι το ’χει / κι όποιος κι αν το παρακαλεί / όχι του λέει όχι» λέει πάλι ο Ελύτης. Να μια λέξη από Έψιλον.
Ενδιαφέρουσες σκέψεις του γεννά η θέα των αγαλμάτων. Του Αντίνοου, «η ομορφιά είναι υπερβολικά εμφανής … περιαυτολογεί … κουράζει». Ο Ηνίοχος «Κοιτάζει μακριά, “είναι το σημείο που χάθηκαν οριστικά τα άλογα από τα μάτια του” … είναι ένας καρτερικός θεατής του χρόνου». Κι ο Αλεξάκης: «Δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα να προβλέπεις αυτό που θα συμβεί και να διαπιστώνεις ότι έχει ήδη συμβεί». Μια αλήθεια που τη βιώνει ο ίδιος δήθεν αδιάφορα και ο Κώστας τραυματικά. Σ’ ένα κέντημα, η κεντήστρα κέντησε με τρίχες από τα μαλλιά της τα μάτια βοσκού και βοσκοπούλας, για να δώσει «ζωηράδα στο βλέμμα των ερωτευμένων». Νομίζω πως την ακούμε να λέει, η βοσκοπούλα είμαι εγώ.
«Το έψιλον που σας κάνει να ονειρεύεστε ταξιδεύει σ’ ένα πέλαγος σβησμένων λέξεων» λέει ο αρχαιολόγος των Δελφών. Σαν τους έρωτες που απομακρύνονται, τα νιάτα που φεύγουν, τα χρόνια που τρέχουν, τη ζωή που αλλάζει. Ένα μόνο δεν αλλάζει· η βάση πάνω στην οποία στήθηκε όλο το οικοδόμημα. Η μητρική γλώσσα. Η γλώσσα της γης, της πατρίδας, της μητέρας, της καρδιάς, της ψυχής· Ελλάδα. Η συνείδηση της γλώσσας μου, θα έλεγε ο Σικελιανός, είναι εμφανέστατη σε κάθε σελίδα του βιβλίου.
Η μητρική γλώσσα
Βασίλης Αλεξάκης
Μεταίχμιο
432 σελ.
ISBN 978-618-03-0869-3
Τιμή: €17,70
πηγή : diastixo.gr