«Βαρβάρα Σπυρούλη: “Χώροι των τόπων”» του Εμμανουήλ Μαυρομμάτη
Η αρχική ιδέα της Βαρβάρας Σπυρούλη, την οποία είχα σχολιάσει σε μια εκτεταμένη ανάλυση το 1996[1], ήταν η προσαρμογή ενός επιλεγμένου συστήματος στις εκάστοτε καταστάσεις με τις οποίες θα μπορούσε να διασυνδεθεί. Η προσαρμογή ήταν η κύρια ιδέα: ήταν συρμάτινα πλέγματα μιας επιλεγμένης, κάθε φορά διαφορετικής δομής, που είχαν την ιδιότητα να επωμίζονται και να υποδύονται τις κάθε φορά νέες καταστάσεις ως προς τις οποίες λειτουργούσαν. Επρόκειτο για την επιλογή ενός συστήματος ικανού να προσαρμόζεται σε διαφορετικές μεταξύ τους συνθήκες και στο οποίο η κύρια αντιπαράθεση αφορούσε δύο συντεταγμένες: τη γενικότητα του συστήματος, να είναι ικανό να προσαρμόζεται στις διαφορετικές καταστάσεις του εκάστοτε χώρου, και την ειδικότητα των καταστάσεων, την τοπικότητα των καταστάσεων, να εξειδικεύουν κάθε φορά, τη γενικότητα των πολλαπλών λειτουργιών του συστήματος. Αυτή η ιδέα την ακολούθησε στη ζωή της ως κανόνας συμπεριφοράς ή ως κανονισμός εργασίας και εννοούσε ότι η λειτουργία του καλλιτέχνη συνίσταται στη διεκδίκηση της προσαρμογής της ιδέας σε ένα καθεστώς συγκεκριμένων συνθηκών, τόσο ως προϋπόθεση για να γίνει μορφή η ιδέα, όσο και για να αναγνωρίζεται η ίδια στην εκάστοτε εφαρμογή της. Η επιδιωκόμενη διαφάνεια αποδόθηκε με τη μορφή πλεγμάτων που πρακτικά ήταν άδειες οργανωτικές δομές και συνιστούσαν την υπόδειξη του άλλου από τον εαυτό τους στο οποίο παρέπεμπαν, ως το επιδεχόμενο να τις συμπληρώσει, να τις γεμίσει με μια έννοια, με μια εικόνα, με τον λόγο της εγκατάστασής τους. Τα πλέγματα ήταν οι υποδείξεις μεταβάσεων σ’ αυτό το οποίο δεν ήταν αυτά τα ίδια, αλλά ήταν ο λόγος για τον οποίο έγιναν.
Στην πράξη, η Βαρβάρα Σπυρούλη είχε κατασκευάσει ένα σύστημα, παρόν έκτοτε στην εργασία της, όπου το άδειο αποδίδεται ως η δομή και ως η μορφή του χώρου και επισημαίνει τον χώρο. Αυτήν την απουσία εννοούσε όταν μου έλεγε σε μια συνομιλία μας, αργότερα, το 2006[2], ότι «[…] πέρασμα είναι να φεύγω από την ύλη και να πηγαίνω σε κάτι άυλο. […] Το ενδιαφέρον είναι η υλικότητα που δεν είναι […]». Η καλλιτέχνης έκανε την αντιδιαστολή ανάμεσα στο χρώμα το οποίο και χαρακτήριζε ως την ύλη της εργασίας και στον προγραμματισμό της οργάνωσης του χρώματος από το σχέδιο, το οποίο χρησιμοποίησε ως έναν ιστό, στην κυριολεξία, ως τον ιστό της ύλης.[3] Ο ιστός τακτοποιούσε την ύλη και την κατένειμε στον χώρο: «[…] Το χρώμα με παρέπεμπε στην υλικότητα και δεν είναι το ίδιο με το σχέδιο – το σχέδιο με παρέπεμπε στον χώρο […]».[4] Το ενδιαφέρον αυτής της εργασίας είναι ότι η χρήση του σχεδίου ως κατανομής της ύλης μέσα στον χώρο υποκατέστησε εντέλει την ύλη και την ενσωμάτωσε στο ελάχιστο, ώστε τα σχέδια στον χώρο έγιναν υλικός ιστός – δομές από λεπτά σύρματα: «[…] Ήταν επίτοιχες, συρμάτινες κατασκευές που λειτουργούσαν στο επίπεδο, αλλά είναι αυτονόητο ότι καθώς άνοιγαν, λειτουργούσαν ταυτόχρονα και στον χώρο. Είχα την αίσθηση ότι δεν μπορείς να αντιληφθείς το επίπεδο, να δουλέψεις το επίπεδο χωρίς τον χώρο. Δεν είναι ακριβώς ένα δισδιάστατο τελάρο […]».[5] Αυτό ήταν το πρώτο αποτέλεσμα της εργασίας της, ότι μετέφερε στον χώρο το ευμετάβλητο σχέδιο με τις δικές του ιδιότητες, δηλαδή να έχει διακοπές, ρήξεις, αλληλοπαρεμβολές σχεδίων στα σχέδια στο εσωτερικό του, διασυνδέοντας, με πολύπλοκο τρόπο, τα μέρη του.
Το ερώτημα όμως που προέκυψε στη συνέχεια, στην εργασία της το 2006, στο επόμενο στάδιο, ήταν πώς και όταν ακόμα το σχέδιο είχε ήδη μεταποιηθεί σε δομές πλεγμάτων που λειτουργούσαν χωρίς παραπομπές σε μια αρχική ζωγραφική επιφάνεια προέλευσης (και μόνο πλέον ως προς τις εσωτερικές τους διασυνδέσεις και ως προς την οπτική αναγνώριση των κενών ανάμεσά τους), ωστόσο εξακολουθούσε να λειτουργεί, ως προς αυτά τα ίδια πλέγματα, ο κοινός σε όλα εξωτερικός τους χώρος: είναι ο χώρος που περιβάλλει πρακτικά τον εσωτερικό χώρο των πλεγμάτων, επειδή τα πλέγματα δεν είναι στο πουθενά, είναι πάντοτε εκεί, κάπου, σε μια συγκεκριμένη γεωγραφία, σε έναν υπαίθριο χώρο, σε ένα δωμάτιο, σε ένα δημόσιο αρχιτεκτονικό περιβάλλον. Λειτουργούν σε έναν χώρο. Επιπλέον, η απομάκρυνση από την κάθετη επιφάνεια (η προέλευση, στη Βαρβάρα Σπυρούλη, από το ζωγραφικό έργο, από τον τοίχο) δεν απελευθερώνει από την καταγωγή, επειδή η οποιαδήποτε γεωγραφία προϋποθέτει εξίσου με την κάθετη επιφάνεια την οριζόντια επιφάνεια – την υποστήριξη του εδάφους. Η λύση της Σπυρούλη ήταν η αιώρηση: ήταν η λογική αντιμετώπιση της ιδέας των πλεγμάτων χωρίς τοίχο και χωρίς έδαφος –χωρίς να ανήκουν σε έναν τοίχο και χωρίς να στηρίζονται σε ένα έδαφος– ως δομών που ορίζουν το πριν και το μετά του δικού τους χώρου, μπροστά και πίσω από το πλέγμα, χάρη στις μετακινήσεις διαφορετικών προσλήψεων και αντίστροφων κατευθύνσεων που θα επιχειρούσαν, ανάμεσα σε δύο προσεγγίσεις του άδειου πλέγματος από μπροστά και από πίσω απ’ το πλέγμα, να προσδιορίσουν έναν διαχωριστικό κενό χώρο του χώρου: ο διαχωριστικός κενός χώρος του χώρου και η αιώρηση προσδιορίζουν και εντοπίζουν –και μας παραπέμπει η Σπυρούλη στον εντοπισμό του Heidegger– έναν τόπο. Δηλαδή το κενό πλέγμα, ως διαχωριστικός κενός χώρος του χώρου, εντοπίζει έναν τόπο, προς τον οποίο τείνουν όλες οι κατευθύνσεις, όλες οι προσλήψεις, τα βλέμματα, οι μετακινήσεις, ως μια συγκεκριμένη αναφορά και ως τη συνάρτηση της γενικότητας, του εν γένει άδειου χώρου και του ειδικού εντοπισμένου χώρου.
Το ερώτημα που την απασχόλησε ήταν κατά πόσο η γενικότητα του εν γένει άδειου χώρου μπορούσε να εννοηθεί χωρίς τη συγκεκριμένη αναφορά της σε έναν επίσης συγκεκριμένο τόπο, ο οποίος ήταν τα άδεια αιωρούμενα πλέγματα που τον προσδιόριζαν. Η επιστροφή στον εντοπισμό του ειδικού, στο οποίο στρέφονται και επικεντρώνονται τα βλέμματα ως το σημείο αναφοράς του εν γένει χώρου, ήταν για την ίδια την καλλιτέχνιδα η ανακάλυψη της ανάγκης να αναθεωρήσει την αρχική της διαίσθηση: ότι οι άδειοι χώροι των πλεγμάτων θα μπορούσαν να συνιστούν παραπομπή σε μια απουσία ή να εννοούν μια απουσία. Η απουσία αντίθετα ήταν ήδη εκεί, παρούσα, εντοπισμένη και συγκεκριμένη απουσία στο εσωτερικό του εν γένει χώρου, με μόνη διαφορά ότι, μολονότι αποτελούσε το σταθερό σημείο της αναφοράς του, η ίδια δεν είχε αναφορά – ήταν η αιωρούμενη γέφυρα των παραπομπών των άλλων και της εξασφάλισης, ως διάτρητης της ίδιας, της μετάβασης από το πριν στο μετά και αντίστροφα, χωρίς το αιωρούμενο σταθερό σημείο διέλευσης να έχει τις δικές του αναφορές, έχοντας αποκλείσει την κάθετη επιφάνεια και το έδαφος. Η Σπυρούλη έκανε εκεί την ανάποδη επανεκκίνηση, δηλαδή επέστρεψε στον εντοπισμένο διάτρητο χώρο.
Η ιδέα της ήταν να του αποδώσει την αναφορά του και εκείνα από τα οποία τον είχε αποστερήσει, τον τοίχο και το έδαφος, όχι πια ως παραπομπές σε κάτι έξω από τα πλέγματα, αλλά ως να είναι εσωτερικές στον ίδιο τον χώρο των πλεγμάτων: η εργασία συμπεριέλαβε την αντιπαραβολή της με το κίνητρο, τον λόγο της σύστασής της, την αιώρηση ως πλέον σταθερή προέλευση. Οι ξύλινες συμπαγείς επιφάνειες που παρεμβλήθηκαν και διατρέχουν τα πλέγματα, οι εντάσεις που προκαλούν με τις διαγώνιες εγκαταστάσεις τους, ήταν ο συμψηφισμός του στερεού των προελεύσεων –του τοίχου και του εδάφους, της σταθερότητας που έλειψαν– με τα νέα εσωτερικά του στηρίγματα ως τις εξασφαλίσεις της αυτοτέλειας του έργου και ως ο λόγος της έννοιας που είχε, να είναι η συγκεκριμένη και η επαρκής για την ίδια, απλή παράσταση του συλλογισμού. Η Σπυρούλη οδήγησε τον συλλογισμό στη συνέπειά του, δηλαδή η εργασία να περιγράψει, με υλικές εικόνες, τον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται. Σε μια διαδοχή της ανάπτυξης της λογικής αυτού του έργου, που λειτουργεί και ως κίνητρο και ως αποτέλεσμα –ως η εξωτερική παραπομπή και ως η εσωτερική της αντικατάσταση–, η Βαρβάρα Σπυρούλη έχει διαμορφώσει τις προϋποθέσεις μιας αναλυτικής εργασίας της οποίας η αυστηρότητα της σκέψης τείνει να γίνεται, όλο και περισσότερο, ο λόγος, η αναγκαιότητα του τρόπου της λειτουργίας της.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Εμμανουήλ Μαυρομμάτης, «Γλυπτικές ιδέες χώρου από νέους καλλιτέχνες», Το Κέρδος, 14 Φεβρουαρίου 1996, σελ.35.
[2] Εμμανουήλ Μαυρομμάτης, «Βαρβάρα Σπυρούλη: εικονικές πλοηγήσεις», Τα Νέα της Τέχνης, αριθ. 150, Οκτώβριος 2006, σελ.22.
[3] Ibid.
[4] Ibid.
[5] Ibid.
Η έκθεση «Χώροι των τόπων» της Βαρβάρας Σπυρούλη θα εγκαινιαστεί στην γκαλερί Αγκάθι-Καρτάλος (Μηθύμνης 12 & Επτανήσου, Αθήνα) το Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016. Επιμελητής της έκθεσης είναι ο κ. Εμμανουήλ Μαυρομμάτης, ομότιμος καθηγητής του Α.Π.Θ.
Πηγή : diastixo.gr