Βαγγέλης Σιαφάκας: «Με μια χιλιάρα Καβασάκι» κριτική της Τούλας Ρεπαπή

2017-02-10 13:30
Με μια χιλιάρα καβασάκι Βαγγέλης Σιαφάκας Πόλις

Ο Βαγγέλης Σιαφάκας, αφήνοντας πίσω τον χώρο των ΜΜΕ, στο βιβλίο με τον τίτλο Με μια χιλιάρα Καβασάκι, μέσα από δεκαοκτώ διηγήματα κάνει την εμφάνισή του στον κόσμο του βιβλίου με γραφή εντελώς διαφορετική των δημοσιογραφικών εντύπων, με αυτήν του λογοτέχνη συγγραφέα.

Τα Γιάννενα είναι η βάση των αφηγήσεων και, ξεκινώντας από την εποχή του πατέρα του στον Εμφύλιο, φθάνει στη Χούντα και μετέπειτα στη Μεταπολίτευση. Γιάννενα, μια μικρογραφία της τότε Ελλάδας. Εκεί, ένα τσούρμο από παιδιά μεγαλώνουν στη λασπουριά, δένονται μεταξύ τους και παίζοντας ανακαλύπτουν τους εαυτούς τους, τον έρωτα, τις ιδέες, τη ζωή, τον θάνατο. Ζουν σε σπίτια μικρά, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Στοιβαγμένα είναι και τα όνειρά τους. Το ένα πάνω στ’ άλλο. Παίζουν και μεγαλώνουν με συγκεκριμένους ρόλους.

Τα αγόρια να κατακτήσουν και να δαμάσουν τη ζωή και τα κορίτσια να παντρευτούν. Οι μεγαλύτεροι ζουν πίσω από πόρτες που δεν κλείνουν ποτέ με στόματα σφραγισμένα, γεμάτοι φόβους, ελπίδες και διεκδικήσεις ακόμη και για το χωράφι τους, όντας ξαφνιασμένοι για τη γη που αλλάζει χρήση και έκταση. Αιτία ένα παράξενο και άγνωστο μέχρι τότε «θεριό» που λεγόταν πολεοδομία. Μια κοινωνία γεμάτη «πρέπει» μοιρασμένη στα δύο: δεξιοί και αριστεροί. Ο αυταρχισμός γεμίζει με μίσος το μυαλό του Νικόλα, ενώ με τη φυλάκιση του πατέρα του υποτάσσει το Θεριό – τη μάνα του. Έτσι αρχίζει η πολιτική να γλιστρά, να ποτίζει τη ζωή και το μυαλό του. Κοινωνίες πολιτικά διχασμένες δημιουργούν μίση γεννώντας, ταυτόχρονα, τις κοινωνικές τάξεις.

Στις αφηγήσεις του ενήλικες και παιδιά αποτελούν μια κοινωνία που έθετε –εν αγνοία της– τις βάσεις της κοινωνίας που ζούμε τώρα. Είτε αυτές αφορούν ιδεολογίες είτε πρόκειται για τη φθορά και τη διάψευση που έχει επέλθει, με αποτέλεσμα περιγραφές και εικόνες, αν και νοσταλγικές, να γίνονται μια λυπηρή διαπίστωση του τώρα.



Αλλού, ο Γιώργος, χρόνια μετά, επιστρέφει στο χωριό. Σκόνες και αράχνες σκεπάζουν τα πάντα. Και, σαν σπίθες της τζαμάλας ξεπετάγονται οι αναμνήσεις και τον πυρπολούν. Όλα ίδια. Όμως κανείς εκεί. Μόνο σκόνη παντού και πάνω στην γκλαβανή η μπάλα. Την είχε χάσει παιδάκι και τη βρήκε τώρα. Τώρα την κλοτσούσε κι έκλαιγε. Και τότε έκλαιγε. Τότε ήξερε. Τώρα; Δεν ξέρει γιατί! Γι’ αυτά που άφησε πίσω; Γι’ αυτά που έζησε μετά ή μήπως γι’ αυτό που έγινε τώρα χωρίς όλα αυτά;

Στα «Ένοχα μυστικά» ηχούν παιδικές φωνές και ρυθμικές κραυγές που δίνουν μουσικότητα στο κείμενο προβάλλοντας την αθωότητα των παιδικών χρόνων και αργότερα την ενοχή των εφήβων, που εκεί ανακαλύπτουν και γνωρίζουν το σώμα τους, ξεροσταλιάζοντας για ένα κλεφτό φιλί.

Ξεχωριστή θέση στα διηγήματα του Βαγγέλη Σιαφάκα έχουν το «Με μια χιλιάρα Καβασάκι»και τα «Καμώματα της πάχνης». Το πρώτο έδωσε και τον τίτλο του στο βιβλίο. Σε μια πανέμορφη πόλη, τη Φλωρεντία, ο Μάνος χάνει τη ζωή του. Έτρεχε με είκοσι χιλιόμετρα. Κι ο Φρίξος, όταν ρωτήθηκε για την ηλικία του νεκρού, απαντά: «Έχει ηλικία ένας εικοσάχρονος;». Ένα διήγημα για το φέγγος της νιότης, το ακαριαίο του θανάτου και τις μνήμες που δεν φεύγουν ποτέ.

Στα «Καμώματα της πάχνης» ο συγγραφέας αποτίνει φόρο τιμής αλλά και εκφράζει τον θαυμασμό του προς τον Δημήτρη Χατζή και τον Νίκο Χουλιαρά, ζωντανεύοντας στις σελίδες του τον Σιούλα τον ταμπάκο με τη Μαργαρίτα Περδικάρη και τον Λούσια, αντίστοιχα. Όλοι μαζί συζητούν με τον Νικήτα στο καφέ «Ναυτάκια». Οι δύο πρώτοι, ο Σιούλας και η Μαργαρίτα, δεν έχουν συναντηθεί ποτέ –τους χωρίζουν κάποιες σελίδες–, ενώ ο Λούσιας κατοικεί σ’ ένα άλλο βιβλίο. Αποκτούν σάρκα και οστά όντας ταυτόχρονα και αυτοί ένα κομμάτι της καταχνιάς του πραγματικού και φανταστικού που υπάρχει στο διήγημα. Κρίνουν τους ρόλους τους κάτω από την ευφυή δομή, έμπνευση και απόδοση του ωσάν Φεντερίκο Φελίνι συγγραφέα. Ενώ η Μαργαρίτα ακούγεται καθαρά να αποχαιρετά και τον αναγνώστη: «Καληνύχτα ντε».

Έτσι τιμά ο Β. Σ. αυτούς τους ξεχωριστούς Ηπειρώτες συγγραφείς, και ίσως αν αυτό το βιβλίο είχε γραφτεί λίγο καιρό αργότερα στο καφενείο να έφτανε και ο ήχος της ροής του Καλαμά και του Αχέροντα, του επίσης σημαντικού Ηπειρώτη συγγραφέα Χριστόφορου Μηλιώνη, για να τιμήσει και αυτόν.
Βαγγέλης Σιαφάκας: «Με μια χιλιάρα Καβασάκι» κριτική της Τούλας Ρεπαπή

Μέσα στις σελίδες του μια Ελλάδα προσπαθεί να πάρει ανάσα. Χτίζει το μέλλον της. Οι αφηγήσεις του, με τίτλους εμπνευσμένους, κρύβουν ιστορίες που η κάθε μια έχει μια ξεχωριστή πληρότητα κι ένα ανατρεπτικό τέλος. Τίποτα περιττό στη γραφή, η οποία συμπαγής, με σφρίγος και ρωμαλεότητα δημιουργεί ένα παράξενο μείγμα. Αυτό του ρεαλισμού και της τρυφερότητας. Ο ρεαλισμός γίνεται η μάσκα της τρυφερότητας και του πόνου που θέλει να κρύψει ο συγγραφέας. Όμως δεν τα καταφέρνει. Το βιβλίο ξεχειλίζει από αγάπη και πόνο. Προς όλους και όλα. Στην έκφρασή του χειμαρρώδης, πληθωρικός, με χίλια πρόσωπα και ισάριθμα συναισθήματα, γοητευτικός, γεμάτος χιούμορ πολλάκις πικρό. Τα άρθρα μοιάζουν να εξαφανίζονται, κάνοντας τις λέξεις γυμνές σαν σφαίρες να στοχεύουν στο μυαλό τον αναγνώστη, ενώ οι εικόνες που δημιουργεί μαρτυρούν περισσότερα απ’ όσα ο ίδιος διατυπώνει.
Οι ιστορίες απλώνονται ατάκτως με χρονολογική ανακολουθία, δείχνοντας τη ζωντάνια ενός απειθάρχητου μυαλού που απλώς θυμάται και αφηγείται, για μια κοινωνία φτωχή αλλά πλούσια σε αισθήματα και οσμές. Τότε όλα ευωδίαζαν∙ τίποτα δεν είχε «αποστειρωθεί» από τους κανόνες του καθωσπρεπισμού και του πολιτισμού των πόλεων. Κι ο έρωτας ήταν πάντα παρών: διστακτικός, άτολμος, περιορισμένος, απαγορευμένος… ωστόσο πάντα θεϊκός.
Η Ζωσιμαία Σχολή γίνεται η αφετηρία όπου μετριούνται όχι μόνο οι αποστάσεις αλλά και οι αναμνήσεις των σχέσεων που έχει δημιουργήσει ο συγγραφέας εισχωρώντας σε μία άλλη κοινωνική τάξη, ενώ η ελληνική γλώσσα σπαράζει από τις γραμματικές αλλαγές που υφίσταται φέρνοντας σύγχυση, με κάποιες ξεχασμένες επιγραφές, Νόστιμον ήμαρ, να θυμίζουν την πορεία της.

Οι γυναίκες περνούν από τη ζωή και την αγκαλιά των ηρώων του που, ενώ μοιάζουν να είναι έτοιμοι για την επόμενη, πάντα κάπου ζητούν καταφύγιο για λίγο. Να επουλώσουν πληγές. Όμως, όλα όσα αφορούσαν τη μάνα του τα συνόψισε σε μία μόνο φράση: «Γιατί, ρε μάνα;». Όλα τα άλλα τα σφράγισε μέσα του.

Στις αφηγήσεις του ενήλικες και παιδιά αποτελούν μια κοινωνία που έθετε –εν αγνοία της– τις βάσεις της κοινωνίας που ζούμε τώρα. Είτε αυτές αφορούν ιδεολογίες είτε πρόκειται για τη φθορά και τη διάψευση που έχει επέλθει, με αποτέλεσμα περιγραφές και εικόνες, αν και νοσταλγικές, να γίνονται μια λυπηρή διαπίστωση του τώρα.

Τα Γιάννενα είναι η βάση των αφηγήσεων και, ξεκινώντας από την εποχή του πατέρα του στον Εμφύλιο, φθάνει στη Χούντα και μετέπειτα στη Μεταπολίτευση. Γιάννενα, μια μικρογραφία της τότε Ελλάδας. Εκεί, ένα τσούρμο από παιδιά μεγαλώνουν στη λασπουριά, δένονται μεταξύ τους και παίζοντας ανακαλύπτουν τους εαυτούς τους, τον έρωτα, τις ιδέες, τη ζωή, τον θάνατο.



Τέλος, στην ταβέρνα του «Άρη», στα Εξάρχεια, συναντώνται φίλοι ύστερα από χρόνια, οι Ρηγάδες. Τότε ήταν παιδιά/έφηβοι φτωχών οικογενειών γεμάτοι όνειρα, ποτισμένοι με ιδεολογίες που κουβαλούσαν μέσα τους σαν έναν άλλο έρωτα. Αυτόν της ζωής. Τώρα, αντροπαρέα με άσπρα μαλλιά, θυμούνται το τότε. Αυτό τους ενώνει. Ξαναγίνονται τα άτακτα αγοράκια που έτρεχαν στα πλακάκια. Λάμπει το βλέμμα τους, σβήνουν οι ρυτίδες, αλλάζουν χρώμα τα μαλλιά και αποκτούν το ίδιο σθένος και κέφι για τη ζωή που θέλουν να κατακτήσουν, πάλι. Ο πολιτικοποιημένος, αρχιτέκτονας, δημοσιογράφος Βαγγέλης Σιαφάκας, που έπαιξε σημαντικό ρόλο ως νεολαίος του ΚΚ Εσωτερικού, που στη μετά Φράνκο εποχή συναντήθηκε στη Μαδρίτη με τον ηγέτη Κ. Κ. Σαντιάγο Καρίγιο και, ακόμη μέλος της Ανανεωτικής Αριστεράς, θυμάται: Έρωτας και Πολιτική καθορίζουν τη ζωή του. Ο ίδιος πιστεύει πως σαν γενιά ηττήθηκαν κατά κράτος. Και ο αναγνώστης ρωτά: Γιατί; Για τις ιδέες που τους ενέπνευσαν, φανάτισαν, εφθάρησαν και ξέφτισαν; Ή μήπως για τη ζωή που παρέσυρε ανελέητα τα πάντα στο πέρασμά της;
Η γραφή του, ένα παιχνίδι με τη γλώσσα και ανάλογα με το στόρι, δίνει έντονη εκφραστική απόχρωση στο κείμενο. Οι αφηγήσεις του έχουν την αμεσότητα του καθημερινού λόγου, τις ιδιωματικές εκφράσεις του τόπου και της εποχής την οποία αφηγούνται, δίνοντας στο κείμενο τη ζωντάνια του τότε και εκεί. Αλλού, σαν «έκτακτο ανακοινωθέν», μετατρέπεται σε καθαρεύουσα, διαφοροποιούμενη από την απλότητα και αμεσότητα της υπόλοιπης γραφής. Στα χέρια του σαν πηλός γίνεται: εφηβική γεμάτη αμφισβήτηση, αγωνία, τρυφερή, αληθινή. Ο συγγραφέας, λαθρεπιβάτης και λάτρης του σινεμά, μέσα από ζωντανούς διάλογους εμφυσά έναν πλούσιο εσωτερικό κόσμο στους ήρωές του, με αποτέλεσμα όλη η αφήγηση να μοιάζει σαν προβολή μιας μαυρόασπρης, αγαπημένης, παλιάς ελληνικής ταινίας, με ανάμεικτο το γέλιο και τον λυγμό. Κι αν και τα ονόματα των ηρώων αλλάζουν, ένας προσεκτικός αναγνώστης μπορεί ν αναγνωρίσει τον συγγραφέα σε κάθε έναν.

Οι ιστορίες του, μέσα από γραφή μεστή, συμπαγή, απλώνονται λέξη λέξη σαν ξερολιθιά κρύβοντας μέσα τους τη ζεστασιά του ήλιου σαν παράπονο: «γιατί γίναν όλα έτσι; Πώς σαν νερό χάθηκε και ξεγλίστρησε η ζωή;», εκφράζοντας έναν πόνο υπόγειο για κάτι που δεν ολοκληρώθηκε ή για κάτι που το προσπέρασε ή τον προσπέρασε. Ο συγγραφέας, μέσα από τους ήρωές του, αποκαλύπτει πόσο πολύ ξέρει τη ζωή στα Γιάννενα αλλά και πόσο πολύ τ’ αγαπά. Διατήρησε εικόνες μιας κοινωνίας στερήσεων και μόχθου, μιας άλλης εποχής που χρωμάτισε και πάγωσε μέσα του.

Όμως αγάπησε και άλλα πολλά που πέρασαν από τη ζωή του και ο τρόπος που τα αποτύπωσε με κάνουν να παραδεχθώ πως άλλος ένας συγγραφέας, Με μια χιλιάρα Καβασάκι, ανέβηκε στο Βάθρο των Ηπειρωτών. Ο Βαγγέλης Σιαφάκας!

Με μια χιλιάρα καβασάκι
Βαγγέλης Σιαφάκας
Πόλις
280 σελ.
ISBN 978-960-435-522-8
Τιμή: €12,00
001 patakis eshop

 

 

 

πηγή : diastixo.gr