Βαγγέλης Γονιδάκης: «Μη το γελάς»
Η λέξη που συνοδεύει συνήθως το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα είναι «πρωτοεμφανιζόμενος»/«πρωτοεμφανιζόμενη» (παλιά το λέγαμε «πρωτόχνουδος», χωρίς το αντίστοιχο θηλυκό γένος, καθώς με «χνούδι» εννοούσαμε το πρώτο τρίχωμα στα μάγουλα των εφήβων, που αργότερα θα μετεξελισσόταν σε σκληρή γενειάδα). Ωστόσο, από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, με την ανάπτυξη της φωτογραφίας και του κινηματογράφου, όπου η εμφάνιση μετρά περισσότερο από το περιεχόμενο, το «πρωτοεμφανιζόμενος» καλύπτει μεν την «πρώτη φορά» που βγάζει κάποιος ένα βιβλίο ή μια ποιητική συλλογή, αλλά δεν υποκρύπτει καμιά αξιολόγηση. Και αφορμή γι’ αυτή την παρατήρηση στάθηκε η δική μου πρώτη φράση του προλόγου στο βιβλίο του Βαγγέλη Γονιδάκη Μη το γελάς, που με έκανε να αναρωτηθώ τη δεύτερη φορά που το διάβασα τυπωμένο πλέον ως βιβλίο: «“Για στάσου”, είπα στον εαυτό μου. “Ωραία, είναι το πρώτο βιβλίο που εκδίδει ο συγγραφέας αυτός. Μα τι έχει προηγηθεί για να γράψει κάποιος τέτοια ολοκληρωμένα, αριστουργηματικά διηγήματα;”». Δεν τον ρώτησα ευθέως, αλλά από την κουβέντα που κάναμε κατάλαβα ότι ασχολείται με το γράψιμο από πολύ νέος. Και σεμνός όπως είναι, δίσταζε να βγει στη λογοτεχνική πιάτσα, αν κάποιος πιο έμπειρος δεν τον έσπρωχνε προς αυτό. Ο κάποιος έτυχε να είμαι εγώ στο μάθημα της Δημιουργικής Γραφής που κάνω εδώ και δύο σχεδόν χρόνια στην «Ανοιχτή Τέχνη» του Αλέξανδρου Ασωνίτη και χαίρομαι που οι Εκδόσεις Ταξιδευτής αγκάλιασαν ακαριαία τα διηγήματά του και σε χρόνο ρεκόρ, σε μια πολύ φροντισμένη και ευανάγνωστη έκδοση, κυκλοφόρησε το βιβλίο.
Τώρα, τι με έκανε να σταθώ στο Μη το γελάς και να το διαβάσω δυο φορές. Την πρώτη σαν χειρόγραφο και τη δεύτερη ως έντυπο, χωρίς κανένα τυπογραφικό λαθάκι (πράγμα αρκετά σπάνιο, πρέπει να πω). Αυτό που με κέρδισε από την πρώτη φορά και επιβεβαιώθηκε ακόμα περισσότερο τη δεύτερη, όπου δεν με απασχολούσε πια η πλοκή, το «στόρι», που λέμε, με τις ανατροπές του, ήταν αυτό που ανέκαθεν πίστευα, ότι δηλαδή εκείνο που μετρά όχι μόνο στην ποίηση αλλά και στην πεζογραφία είναι η γλώσσα, δηλαδή το ύφος, το στιλ του συγγραφέα.
Στο βιβλίο του Γονιδάκη, καταρχήν δεν υπάρχει ούτε μια λέξη περιττή. Η κάθε λέξη, ακόμα και οι ιδιωματικές, της ναυτοσύνης και της ντοπιολαλιάς (που ο αναγνώστης βρίσκει την ερμηνεία τους με το γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου) είναι οι πρέπουσες, γιατί σηματοδοτούν τον χρόνο, τον τόπο και την εποχή όπου ξετυλίγεται η δράση της αφήγησης. Μόνο ο Παπαδιαμάντης και ο Ελύτης αναφέρονται από μία και μοναδική φορά στο όλο κείμενο. Κι αυτό γιατί ο μεν πρώτος είναι νησιώτης των Βορείων Σποράδων κι ο δεύτερος ο υμνωδός του κυκλαδίτικου Αιγαίου, καθώς στην Κύθνο των Κυκλάδων γεννήθηκε ο συγγραφέας.
Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε τρία μικρά αποσπάσματα από τον πρόλογό μου, που υπάρχει στο βιβλίο:
«Η συλλογή διηγημάτων του πρωτοεμφανιζόμενου Βαγγέλη Γονιδάκη Μη το γελάς απαρτίζεται από δύο ενότητες: στην πρώτη η ναυτοσύνη, η θάλασσα με τους κινδύνους που εγκυμονεί, και το βουνό με τους δικούς του, όταν σκεπάζεται από τρία μέτρα χιόνι (και τα τέσσερα με μια γραφή λιτή, που όμως σε συνταράζει με το “Τραγικό νόημα της ζωής” κατά τον Ισπανό Μιγκουέλ Ουναμούνο) και η δεύτερη ενότητα, ανάλαφρη και σαρκαστική ταυτόχρονα, αναμοχλεύει αυτό που παλιά το λέγαμε “ηθογραφία”, ενώ σήμερα –που οι “αγροτοπολίτες” των πόλεων επιστρέφουν στο χωριό όπου γεννήθηκαν μόνο για τις καλοκαιρινές διακοπές τους, στα εξοχικά που έχτισαν εκεί ή στα πατρώα οικήματα που αναπαλαιώσαν– δεν μπορεί να υπάρξει ηθογραφική γραφή αντίστοιχη του παρελθόντος καθώς τηλεόραση, διαδίκτυο, κινητά και αυτοκίνητα κανοναρχούν τη ζωή μας. Οπότε με τη μεσολάβηση του “χρόνου” αλλάζει και το σκηνικό: ηθογραφική πια μπορεί να είναι μόνο η μνήμη.
Κι από τη μνήμη αυτή αντλεί ο ταλαντούχος συγγραφέας περιστατικά που τον σημάδεψαν (όπως τα άκουσε μικρός από τους προγόνους του) και μας τα αφηγείται σαν παραμυθίες.
»Κι από τη μνήμη αυτή αντλεί ο ταλαντούχος συγγραφέας περιστατικά που τον σημάδεψαν (όπως τα άκουσε μικρός από τους προγόνους του) και μας τα αφηγείται σαν παραμυθίες.
»Τα διηγήματα αυτά της δεύτερης ενότητας λειτουργούν σαν αντίποδας στο “Τραγικό νόημα της ζωής” του Ουναμούνο. Ανήκουν στο “Κωμικό νόημα της ζωής”, με την αριστοφανική έννοια της κωμωδίας. Οι δυο ενότητες του βιβλίου, τόσο αντίθετες μεταξύ τους, θυμίζουν το στίχο του τραγουδιού “να γελάς και να κλαις βράδυ και πρωί”. Γι’ αυτό κι ο τίτλος Μη το γελάς εμπεριέχει τελικά και τα δύο. Και το γέλιο και το δάκρυ».
Είμαι σίγουρος ότι, αν υπήρχε δυνατότητα σύνδεσης με τον Παράδεισο του Υπερπέραν, τα διηγήματα αυτά πολύ θα άρεζαν στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Εκείνος απ’ τη Σκιάθο, ο επίγονος Γονιδάκης από την Κύθνο. Αμφότεροι νησιώτες. Ο ένας κοσμοκαλόγερος. Ο άλλος κοσμογυρισμένος, με την ίδια νοσταλγία του πρώτου για το γενέθλιο νησί.
Μη το γελάς
Βαγγέλης Γονιδάκης
Ταξιδευτής
130 σελ.
ISBN 978-960-579-102-5
Τιμή €10,60
πηγή : diastixo.gr