Τζένη Μανάκη σε α' πρόσωπο

2019-10-07 15:57

Τζένη Μανάκη

Η γραφή είναι για μένα ένας σοβαρός τρόπος σκέψης. Εμβαθύνω πολύ περισσότερο όταν κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή και προσπαθώ να διεισδύσω στην ψυχή κάποιου ήρωα, στο μυστήριο της ζωής, στις προσωπικές, οικογενειακές, ερωτικές, πολιτικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές σχέσεις των ανθρώπων, στο μυστήριο της κοινωνίας, όχι μόνο του τόπου μας, αλλά και τόπων που έχω επισκεφθεί, ανθρώπων που έχω γνωρίσει έστω και για λίγο και θεώρησα άξιους κάποιας ιδιαίτερης παρατήρησης.

Η γραφή είναι ακόμη ένας δρόμος προς την αυτογνωσία. Γράφοντας για τους άλλους ξεδιπλώνεις συγκαλυμμένες πτυχές του ίδιου του εαυτού σου, έρχεσαι αφιλτράριστα αντιμέτωπος μαζί του.

Ο λόγος που με παρακίνησε να γράψω το βιβλίο Για την Ελίζα ήταν η ενσυναίσθηση.

Γεννήθηκα και ζω στη Θεσσαλονίκη, με την κάποτε πολυπολιτισμικότητά της, όπως γλαφυρά έχει περιγραφεί σε ιστορικά ντοκουμέντα και πολλά μυθιστορήματα. Ήταν πραγματικά μη αναμενόμενη η στάση πολλών κατοίκων της απέναντι στο εβραϊκό ζήτημα, που ανέκυψε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δυστυχώς, οι πόλεμοι, από τα χειρότερα δεινά της ανθρωπότητας, επιφέρουν μεταλλάξεις στους χαρακτήρες των ανθρώπων – όπως πάντα γενικώς επιδρά η μεγάλη Ιστορία στις μικρές ανθρώπινες. Θέλω να πιστεύω ότι δεν αποτελεί στοιχείο DNA των συμπολιτών μου εκείνη η κακότητα που δίχασε και δημιούργησε όλα τα αποτρόπαια παρεπόμενα. Οι Θεσσαλονικείς είναι άνθρωποι φιλόξενοι, λίγο ίσως τότε «δυσκίνητοι» στην αφομοίωση κάποιων δεδομένων. Ο ναζισμός, όπως και κάθε αντικοινωνικό και αντιουμανιστικό φαινόμενο, υπήρξε η μεγεθυσμένη έκφραση του κτήνους που περιέχεται μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς κοινωνικοπολιτικό περιορισμό στην ανάπτυξή του.

Έχουν γραφεί πολλά βιβλία, μυθιστορήματα, δοκίμια, ιστορικές μελέτες για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διεθνώς. Ίσως όχι αρκετά για τις ψυχολογικές συνέπειες που βάραιναν τις επόμενες γενιές. Όλα όσα υπέφεραν οι άνθρωποι στη διάρκειά του ήταν αδύνατο να μην αποτυπωθούν στις ψυχές και στις μετά από αυτόν συμπεριφορές που βάραιναν τις ίδιες τις δικές τους ζωές, αλλά και του περίγυρου. Τα σημάδια του τρόμου, του κινδύνου, της ανέχειας, της απώλειας της πρότερης ζωής, της απώλειας αγαπημένων προσώπων δεν βασάνιζαν μόνο όσους είχαν υποστεί άμεσα τη βία.

Η Ελίζα είναι κατά κάποιον τρόπο η έμμεση πρωταγωνίστρια του βιβλίου μου. Είναι όμως η ψυχή του. Η κόρη της η Λούνα είναι αυτή που η ιστορία της, σαν συνέπεια της ιστορίας των γονιών της, της μητέρας της κυρίως, κρατάει τις περισσότερες σελίδες του. Και αυτό ήταν το στοιχείο που ήθελα να αναδείξω. Την αλυσίδα του πόνου, του φόβου, που δεν θα έπρεπε να καλύπτουμε με σιωπές και ανόητους ήχους, ούτε με το άγχος που προκαλεί το αβέβαιο της ζωής, για να τους υπομείνουμε. Επίσης, το πείσμα, την πίστη. Αξίζει η πάλη για το καλύτερο. Οι αναποδιές της ζωής δεν είναι ανυπέρβλητα εμπόδια. Την αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας δεν μπορεί να τη ματαιώνουν οι σκόπελοι. Οι εσωτερικές συγκρούσεις, η «εξομολόγηση», ο διάλογος είναι τα κανάλια που οδηγούν στο ξεπέρασμα.

Ένα βιβλίο για τη συγκολλητική ουσία που ενώνει τους ανθρώπους, που είναι πάντα η ενσυναίσθηση, η αγάπη, η κατανόηση.

Πέρα από τη σύνθεση του μύθου, προσπάθησα να διεισδύσω στην ψυχολογία των ηρώων και να αποδώσω όσο καλύτερα μπορούσα όλες τις αποχρώσεις της θλίψης, της απόγνωσης, της διάψευσης αλλά και της χαράς και της ενσυναίσθησης που βιώνουν. Το τραγικό για την Ελίζα, που είχε υποστεί τον εγκλεισμό στο στρατόπεδο, είναι ότι δεν άντεξε μια δεύτερη προδοσία. Έσπασε. Τα φρικτά αποτυπώματα της μνήμης που είχε καταχωνιάσει μέσα της επανεμφανίστηκαν. Η οδύνη των διώξεων, των εξευτελισμών, του βιασμού ψυχής και σώματος, οι αποτρόπαιες μνήμες αναβιώνονται, επανεμφανίζονται σαν τους αριθμούς που παρέμειναν στη σάρκα της – αδιάψευστοι μάρτυρες αντικατάστασης του ονόματός της, των πόνων και των φόβων της. Μόνο να γράφει γι’ αυτά μπορούσε. Έπαψε να αγαπάει. Είχε περιχαρακωθεί μέσα στους φόβους και τα φαντάσματα του παρελθόντος.

«Είμαι η Ελίζα, θύμα της θηριωδίας των ναζιστών, και ζητάω απεγνωσμένα δικαίωση για τη χαμένη νιότη μου, για τη σκυτάλη της θλίψης που άθελα παραδίνω στο ίδιο μου το παιδί.

»Δεν θέλω πια να σιωπώ, ούτε να ψιθυρίζω, μηρυκάζοντας ενδόμυχα τον πόνο που μου προκάλεσαν. Θέλω να κραυγάσω, να μην επιτρέψει ποτέ πια η ανθρωπότητα να γονιμοποιηθεί και πάλι το δηλητηριώδες φίδι, αλλά δεν είμαι βέβαιη αν φταίνε οι δυνάμεις που μ’ εγκαταλείπουν και βυθίζομαι σ’ αυτή την άλαλη οργή ή η συνειδητοποίηση ότι κανείς δεν ακούει».

Το σημαντικότερο δομικό στοιχείο της κοινωνίας είναι το ισορροπημένο άτομο. Εκείνο που αναπτύσσει τη δυνατότητα να αγκαλιάζει τους φόβους του, να πολεμά εσωτερικούς δαίμονες και να αντιλαμβάνεται τις αγωνίες των άλλων. Η Ελίζα άθελα, μέσα στην αρρώστια της, στέρησε την κόρη της από αγάπη, κι εκείνη μη κατανοώντας το πρόβλημα την αναζητούσε σε λάθος ανθρώπους. Προσπαθούσε να γραπωθεί από όποιον της πρόσφερε μια στάλα στοργής, για να γεμίσει την άδεια ψυχή της.

Το βιβλίο μου ταξιδεύει τον αναγνώστη και εκτός συνόρων. Είναι ένα βιβλίο για τις αποτρόπαιες συνέπειες του πολέμου, έχει έναν έμμεσο αντιπολεμικό χαρακτήρα, ένα βιβλίο για την ελπίδα. Μια οικογενειακή σάγκα για ανθρώπους διαφορετικών θρησκειών/πατρίδων. Οι σχέσεις μάνας-κόρης.

Ένα βιβλίο για τη συγκολλητική ουσία που ενώνει τους ανθρώπους, που είναι πάντα η ενσυναίσθηση, η αγάπη, η κατανόηση.

Για την Ελίζα
Τζένη Μανάκη
Ωκεανίδα
320 σελ.
ISBN 978-960-410-886-2
Τιμή €9,90
001 patakis eshop

 

 

 

πηγή : diastixo.gr