Τζένη Μανάκη: «Για την Ελίζα»
«Οι μεγάλες πληγές σε ξεγελούν ότι κλείνουν. Δύσκολα ξεχνάς. Πάντοτε επιστρέφεις» (σελ. 72).
Το Für Elise, ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα του Μπετόβεν, ανάλαφρο και πνευματώδες, είναι μεν οικείο σε πολλούς, αλλά παραμένει άγνωστη η Ελίζα που ενέπνευσε τον μεγάλο μουσουργό.
Αντίθετα, η λογοτεχνική Ελίζα της Μανάκη αυτοπαρουσιάζεται στο incipit: «Είμαι η Ελίζα, θύμα της θηριωδίας των ναζιστών, και ζητάω απεγνωσμένα δικαίωση για τη χαμένη νιότη μου, για τη σκυτάλη της θλίψης που άθελά μου παραδίνω στο ίδιο μου το παιδί» (σελ. 13). Το Ολοκαύτωμα, η δύσκολη επιστροφή όσων επέζησαν σε μια κοινωνία που λεηλάτησε όσα είχαν αφήσει πίσω τους, το ενοχικό σύνδρομο, οι τραυματικές εμπειρίες των θυμάτων, η δυσκολία απαλλαγής από τα βιώματα και η λήθη τους, η άδικη και, πολλές φορές, σιωπηρή κληροδότηση αυτής της σκληρής εμπειρίας και θλίψης στις επόμενες γενιές, αποτελούν τους άξονες της αφήγησης.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος αποτίνει μεν φόρο τιμής στην Ελίζα, μία άγνωστη νεαρή Εβραία που επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη μετά τον εγκλεισμό της σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά κυρίως εστιάζει στην κόρη της, Λούνα, η οποία, παρούσα στη δολοφονική απόπειρα της μητέρας της κατά του πατέρα της, χάνει τη φωνή της, παραμένει αιχμάλωτη της οικογενειακής τραγωδίας και αναζητά καταφυγή στη μουσική και τη λογοτεχνία. Με ποιον τρόπο η Λούνα, μετά τον θάνατο της μητέρας της, θα υπερβεί το οικογενειακό δράμα; Οι καταγεγραμμένες σκέψεις της μητέρας της θα αποτελέσουν τη μοναδική οδό κατανόησής της, τη μετά θάνατον άφεση, και θα επηρεάσουν τη ζωή της.
Το γνωστό ποίημα του Πρίμο Λέβι «Εάν αυτό είναι άνθρωπος» αντηχεί σε όλη την αφήγηση:
Τα παιδιά δεν γνωρίζουν
Δεν ζουν, δεν παίζουν, δεν αγαπούν.
Κι όταν τα προφτάσει εκείνο που συνέβη,
Τα δράματα που κληρονόμησαν από τους γονείς τους,
βρίσκονται αντιμέτωπα με περίεργα ερωτήματα,
Παγωμένες σιωπές,
Και σκιές δίχως όνομα.
Το σπίτι μου γκρεμίστηκε και ο πόνος με ακινητοποιεί,
Και δεν ξέρω γιατί.
Η μητέρα μου δεν μου είπε τίποτα.
Η Ελίζα, αν και γλίτωσε από τον θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, θα αργοπεθάνει από απελπισία και βαθύ παραλογισμό: «Και ο παραλογισμός οφειλόταν στη μαρτυρική περίοδο του στρατοπέδου, που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει. Πώς εξοφλείται μια χαμένη ζωή, πώς οι χιλιάδες χαμένες ζωές των επιζώντων και των επιγόνων τους; Πόσο θαρραλέα, χωρίς δειλίες, παλινωδίες και λησμοσύνη πρέπει να ζήσει κανείς μετά από τέτοιες εμπειρίες; Άραγε πέρασε ποτέ η σκέψη αυτή από τον νου των επιζώντων δολοφόνων;» (σελ. 113). Οι αναμνήσεις της Ελίζας την αιχμαλωτίζουν στο παρελθόν, την αποκόβουν σταδιακά από το παρόν, τη βυθίζουν στη σιωπή και την οδηγούν στην τρέλα και τον θάνατο, δίνοντας τη δυνατότητα στη Λούνα να σπάσει τα δεσμά της θλίψης και της δυστυχίας, να κοιτάξει μπροστά, να αποδεσμευτεί από σιωπές και ψιθύρους, να γνωριστεί με τους συγγενείς της μητέρας της στη Ζυρίχη, να ταξιδέψει, να ξαναβρεί τον πατέρα της, να γνωρίσει και να κατανοήσει το παρελθόν, να βιώσει τον έρωτα και την προδοσία, να αναζητήσει, με κάθε τίμημα, την πραγματική ευτυχία.
Η Τζένη Μανάκη ξέρει να δημιουργεί αριστοτεχνικά ποικίλους χαρακτήρες με ιδιαίτερο παρελθόν και χαρακτηριστικά.
Κατά την ανάγνωση των σκέψεων της Ελίζας, τόσο η Λούνα όσο και ο αναγνώστης αντιλαμβάνονται ότι τα δράματα έχουν την τάση να ανακυκλώνονται. Πώς μπορείς να αλλάξεις μια ζωή στιγματισμένη από πόνο, φόβο και βία; Γιατί δεν μιλάμε ποτέ για τις πιο βαθιές σκέψεις μας; Γιατί δεν ξεδιαλύνουμε αυτά που κρατάμε σφραγισμένα μέσα μας; Γιατί κυριαρχεί η σιωπή; Η Τζένη Μανάκη θέτει με μαεστρία και βάθος ψυχής τα παραπάνω ερωτήματα και το μήνυμά της είναι σαφές: «Οι πιο κοντινοί μας άνθρωποι μένουν συχνά οι μεγάλοι άγνωστοι, και ίσως το προνόμιο της γραφής να συμβάλει κάποτε στη διαλεύκανση ανομολόγητων πράξεων και αισθημάτων» (σελ. 101).
Το τραγικό παρελθόν των δύο ηρωίδων τις επηρεάζει και τις ωθεί στην παραίτηση, τη φυγή ή την αυτοκτονία. Η Τζένη Μανάκη επιμένει όμως και αντλεί τη δυναμική του έργου της μέσα από τη ζωή και την ευτυχία. Αυτό αναδεικνύεται από την προσπάθεια της Λούνας να επιδράσει πάνω στο εφιαλτικά τραγικό παρελθόν, να αλλάξει την πραγματικότητα προς το καλύτερο και να πιστέψει στην αγάπη: «To ξέρω, δεν είναι εύκολο να ξοφλήσεις με το παρελθόν. Είναι δύσκολο, ίσως ακατόρθωτο. Όμως νομίζω ότι κατάφερα ν’ απαλλαγώ από κάθε κακό αίσθημα που είχε φωλιάσει μέσα μου εξαιτίας του. Το μυστικό ήταν η συγχώρεση και το κίνητρο η μεγάλη αγάπη που έκανε κατάληψη στην ψυχή μου διώχνοντας τους κακοπληρωτές ενοίκους που προηγήθηκαν» (σελ. 316).
Η Τζένη Μανάκη ξέρει να δημιουργεί αριστοτεχνικά ποικίλους χαρακτήρες με ιδιαίτερο παρελθόν και χαρακτηριστικά. Το κείμενο ρέει, μουσική και λογοτεχνία παρεισφρέουν αρμονικά στις σκέψεις των χάρτινων ηρώων, η αρχική ιστορία περιπλέκεται με άλλες ίντριγκες που φωτίζουν, με ευφυή τρόπο, τις σχέσεις των γεγονότων. Η περιγραφική, σε βάθος, αφηγηματική δεξιότητα της συγγραφέως την κάνει να διεισδύει στο μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης, εξετάζει τις ανθρώπινες σχέσεις που συνδέουν το μέσα και το έξω, το πραγματικό με το φανταστικό και, μέσα από μία και μόνο εικόνα, συνθέτει ολόκληρες ζωές.
Βαθυστόχαστο, τρυφερό και μελαγχολικό μυθιστόρημα που θα γοητεύσει κάθε αναγνώστη.
Για την Ελίζα
Τζένη Μανάκη
Ωκεανίδα
320 σελ.
ISBN 978-960-410-886-2
Τιμή €9,90
πηγή : diastixo.gr