Τόλης Νικηφόρου: «Αγνώστου Στρατιώτου» κριτική της Ελένης Χωρεάνθη
Έχω μια παλιά συνήθεια, να αρχίζω το ξεφύλλισμα και την περιδιάβαση κάθε βιβλίου, τις περισσότερες φορές, από το τέλος. Έτσι, δεν μπορώ να μην κάνω το ίδιο και με τα διηγήματα του Τόλη Νικηφόρου και να μην αρχίσω από τους στίχους που προτάσσει ως μότο στο τελευταίο και το πιο «γενναίο» και συγκλονιστικό διήγημα με τίτλο «Μόνος με άλλους έντεκα και την κουβέρτα πάνω απ’ το κεφάλι»:
Τα χρόνια μου έζησα εξόριστος
ένας μισοσβησμένος στίχος
σε αρχαία μετόπη της γενέθλιας πόλης
που οδηγούν στην αρχή του, στην «Αγνώστου Στρατιώτου...» στα χρόνια εκείνα για τα οποία γράφει ο ίδιος: «Τα χρόνια εκείνα που υπήρξαν πάντα ένα καταφύγιο, ένας χώρος δικός μου, προσωπικός και απρόσβλητος».
Προς μεγάλη μου έκπληξη, παρατηρώ πως δεν ήταν τυχαίο. Γιατί μέσα στους τρεις ετούτους εμβληματικούς στίχους, δικού του, προφανώς, ποιήματος, κλείνει το νόημα όλου του περιεχομένου του βιβλίου, που δεν είναι άλλο από τον «μεγάλο πόνο, τον μεγάλο δρόμο, τον μεγάλο νόστο», τον καημό επιστροφής του στη γενέθλια πόλη του, στην «Αγνώστου Στρατιώτου», στην πόλη των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, στο χώμα της σταθερής γης, στο κέντρο του κόσμου, στον «αρχιμήδειο τόπο» της ψυχής και της καρδιάς, γιατί όχι και του μυαλού του. Κυρίως του μυαλού του.
Δεν έχω υπόψη μου κανένα άλλο έργο από τα τριάντα δύο βιβλία του: 19 ποιητικά, 6 διηγημάτων, 4 μυθιστορήματα και 3 παραμύθια για μεγάλους. Αν κρίνω, ωστόσο, από τούτο, θαρρώ πως είναι το πιο πρόσφατο, πρόκειται για σημαντικό ποιητή και πεζογράφο μας. Και χαίρομαι ιδιαίτερα που γράφω για τα πεπραγμένα της παιδικής και της εφηβικής του ηλικίας στην «Αγνώστου Στρατιώτου και Πλατεία Δικαστηρίων, Μητσαίων και Φιλίππου... Λουτρά Παράδεισος και Άγιος Νικόλαος, Παναγία Χαλκαίων...». Χαίρομαι και για έναν παραπάνω λόγο: Οι γλαφυρές, ολοζώντανες περιγραφικές αφηγήσεις του Τόλη Νικηφόρου φέρνουν στο νου μου τα χρόνια της δικής μου φτωχής, αλλά ηρωικής και περιπετειώδους παιδικής, κυρίως, και εφηβικής ηλικίας, χρόνια δύσκολα, σκληρά του Μεγάλου Πολέμου, της κατοχικής περιόδου, του Εμφυλίου και τα χρόνια των μετεμφυλιακών καταστροφικών ερίδων και εθνικών συμφορών.
Ο συγγραφέας, διατηρώντας μέσα του αλώβητο όλον εκείνο τον ανεκτίμητο κι αδιαπραγμάτευτο θησαυρό –πάθη οικογενειακά και εθνικά και μάθη–, ώριμος πια, αισθάνθηκε την ανάγκη να τον εκφράσει έτσι ώστε να δει και τον εαυτό του μέσα σ’ εκείνο το ηρωικό έπος.
Ο συγγραφέας, διατηρώντας μέσα του αλώβητο όλον εκείνο τον ανεκτίμητο κι αδιαπραγμάτευτο θησαυρό –πάθη οικογενειακά και εθνικά και μάθη–, ώριμος πια, αισθάνθηκε την ανάγκη να τον εκφράσει έτσι ώστε να δει και τον εαυτό του μέσα σ’ εκείνο το ηρωικό έπος. Με δυνατές, πολύχρωμες πινελιές ζωγραφεί τους ήρωες σαν ζωντανούς παίκτες μέσα στα δρώμενα της κάθε μέρας, ένας και ο ίδιος σημαντικός παίκτης, αν όχι πρωταγωνιστής κάθε φορά στο μωσαϊκό των αναμνήσεων και ανασυνθέτει ψηφί με ψηφί την παρελθούσα ζωή στη γενέθλια πόλη. Κατά κάποιον μυστηριώδη τρόπο, η ζωή μας ακολουθεί παράλληλους δρόμους και πορεύεται είτε με τους ίδιους είτε με παρεμφερείς τρόπους.
Ένιωσα ξαφνικά σαν να ήμουνα στον δικό μου χώρο και χρόνο, στον απολεσθέντα παράδεισο ενίοτε ή στην κόλαση της δικής μου ψυχής, στον δικό μου παρελθόντα χρόνο/χώρο κι άθελά μου ταυτίστηκα με τον δικό του, στην άλλη «άκρη» του κόσμου.
Παιδί προσφύγων ο Τόλης Νικηφόρου, παιδί της Κατοχής και του Εμφυλίου, κυρίως «παιδί της γειτονιάς», μεγάλος πια κι από απόσταση τριάντα, σαράντα χρόνων, αναθυμάται τη ζωή του στη μακρινή εκείνη εποχή στη γειτονιά και διαδοχικά έρχονται οι αναμνήσεις και κολλάνε στο ταμπλό η μια πλάι στην άλλη και σιγά σιγά συμπληρώνονται τα κενά, η ζωγραφιά σχηματίζεται, αναβιώνει όλος εκείνος ο αγαπητικός, ο εύοσμος κόσμος με τις χαρές και με τις λύπες του, με τα παιχνίδια στις αλάνες, με τα πικρά και ωραία του. Τότε μπαίνει στη ζωή του το βιβλίο, το διάβασμα, ανακαλύπτει πως η σχέση του με αυτό είναι το ίδιο συναρπαστική με εκείνη που έχει με το παιχνίδι. Μπορεί να συνυπάρχουν και τα δυο. Βρίσκει χρόνο και για τα δυο. Διαβάζει βιβλία που δανείζεται από βιβλιοθήκες κι από φίλους. Τα παραδοσιακά και τα αυτοσχέδια παιχνίδια της εποχής, άλλωστε, είναι σκληρά, όπως και το περιεχόμενο των αστυνομικών, κυρίως, εντύπων που εκείνη την εποχή μετά μανίας διαβάζει, συνήθως κρυφά: «Μάσκα» και «Μασκούλα», «Θησαυρό», «Μπουκέτο», «Ρομάντζο», αλλά και τα τεύχη της «Εγκυκλοπαίδειας του Ήλιου».
Αυτή η σχέση με το βιβλίο και η αγάπη του θα εξελιχθεί και θα καταλήξει σε αγαστή συνεργασία και οικογενειακή φιλία με τον Τηλέμαχο Αλαβέρα, έναν υπέροχο άνθρωπο και σπουδαίο επιχειρηματία, έναν «κυβόλιθο, έναν από κείνους που θεμελιώνουν μια συνέχεια στον μεγάλο δρόμο της λογοτεχνίας (...), έναν αληθινό επαγγελματία της τέχνης που είχε διαφορετική οπτική, διαφορετική στάση στη ζωή».
Όλα παίρνουν τη θέση τους στον καμβά που η μνήμη κεντάει το παρελθόν. Στήνονται οι εκκλησιές, τα αρχοντιά στους γύρω δρόμους, προβάλλει η πλατεία που ήταν το στέκι της παρέας κι ένας ένας ξετρυπώνουν και βγαίνουν από την άχνα του παρελθόντος οι μικροί ήρωες συμπαίκτες, ο μεγάλος αδερφός, ο Γιώργος, «παιδί της γειτονιάς με τις γροθιές έτοιμες στην παραμικρή πρόκληση» και παίρνουν θέση στο παιχνίδι και στον καυγά. Στήνονται σκηνές αυτοσχέδιων κυρίως και παραδοσιακών παιχνιδιών απείρου κάλλους με τα μέσα που διαθέτουν σε καιρούς πολέμου, βίας και στέρησης. Η ζωή θαρρείς ξαναγυρίζει, «οι γονείς και τ’ αδέρφια, οι αγαπημένοι», για να μεταβληθεί σε λίγο σε «ξέφτια μέσα στην ομίχλη (...) σκιές και λάμψεις».
Στήνονται τρόπαια καθημερινών νικηφόρων συμβάντων, όλα ο χρόνος τα γιατρεύει, επουλώνει τις πληγές, τα ντύνει μ’ έναν πολύχρωμο μανδύα και όλα φαίνονται συμπαθητικά κι αγαπησιάρικα. Η μνήμη είναι επιλεκτική για την οικονομία του χρόνου, μπορεί ακόμα και να εξωραΐζει, να βρίσκει ανθρωπιά και στη συμπεριφορά κάποιου Γερμανού που σκότωσε άθελά του το σκυλάκι του μικρού Τόλη που συλλογιέται πάντα, κρίνει τη στάση τού αθέλητα φονιά του σκυλιού και συμπεραίνει: «Γιατί δεν μπορεί, κάποιον κάπου κι αυτός θα αγαπάει, θα τρέμει η ψυχή του μην τον χάσει. Αυτή η λύπη του έφτανε σε μένα και με άγγιζε βαθύτατα κι έσκυβα με τη φαντασία μου να κρατήσω το κεφαλάκι του σκυλιού που ξεψυχούσε αλλά και το δικό του το κεφάλι το ξανθό, σαν κάποιος που καταλαβαίνει, ίσος φίλος, ίσως-ίσως αδελφός».
Γιατί κι ένας Γερμανός μπορεί να έχει μέσα του μια καρδιά που κλαίει για ένα σκοτωμένο σκυλάκι. Γιατί τόση πολλή αγάπη, τόση πολλή κατανόηση έχει στην καρδιά του ο πονεμένος άνθρωπος που τυχαίνει να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Οι οικογενειακές, παράλληλα με τις εθνικές περιπέτειες διαδέχονται η μια την άλλη: χωρισμοί, ξεσπιτωμοί, αρρώστιες, βάσανα περνούν σταδιακά, αλλά αφήνουν πίσω τους δάκρυα και πόνο, πληγές απύλωτες που στάζουν ακόμα στην ψυχή του συγγραφέα αίμα. Συμβαίνουν οικογενειακά δράματα που δεν μπορεί και δεν θέλει να κατανοήσει και να αποδεχτεί. Πώς γίνεται η μαμά του να φύγει από το σπίτι και να τους αφήσει. Πώς γίνεται ο πατέρας, ένας τόσο καλός, ωραίος άντρας, να έχει βίαια ξεσπάσματα; Πώς ο πατέρας που έκρυβε απέραντη τρυφερότητα μέσα του με την άγρια συμπεριφορά του ανάγκασε τη μάνα του να φύγει και να τους παρατήσει;
Άργησε πολύ να καταλάβει και τους δυο γονείς του. Και τους έγραψε ποιήματα, στον καθένα χωριστά, για να εξιλεωθεί. Μεγάλος ο πόνος για τον πατέρα που δεν ήταν δίπλα του όταν πέταξε από το σώμα η ψυχή του. Αλλά μεγαλύτερος ήταν ο πόνος όταν τις τελευταίες στιγμές της ζωής της στο νοσοκομείο συνειδητοποίησε πως έχανε και τη μάνα του. Γράφει: «Το χάσμα, το κενό μέσα μου εξακολουθούσε να υπάρχει σε όλη την περιπέτεια της ζωής μου. Καλυμμένο και βουβό, ξεχασμένο αλλά καθοριστικό. (...) Αναδύθηκε... έγινε λυγμός (...) σαράντα χρόνια αργότερα (...) τις τελευταίες στιγμές» της ζωής της.
«Άλλος σπαραγμός στην κηδεία της μερικές μέρες αργότερα. Τότε κατάλαβα για πρώτη φορά, όχι απλώς πόσο την αγαπούσα (...), αλλά ότι η μητέρα μου ήταν ο χαμένος για πάντα παράδεισος της ζωής μου. Χαμένος από τα παιδικά μου χρόνια και καταδικασμένος να μη βρεθεί ποτέ πια. Και να μου απομείνουν τα ποιήματα που της έγραψα, γαλάζιο βαθύ σαν αντίο, ούτε ένα ξέφτι απ’ το χαμόγελό της, μέσα στην άχνα από το βάθος της πλατείας...».
Ό,τι και να έκανε, όπου κι αν πήγε, ξαναγυρίζει στην πλατεία, στα γειτονόπουλα, είναι πάντα εκεί, στα όνειρά του γίνεται το δωδεκάχρονο αγόρι κι ανοίγεται: «Σε μια θάλασσα μεγάλη σαν ωκεανό. Μεγάλη σαν τον πόνο, σαν τα μυστήρια και τα θαύματα που ελλοχεύουν στη στροφή του δρόμου».
Πρόκειται για ένα θαυμάσιο βιβλίο, ένα πολύ δυνατό ποιητικό εν πολλοίς κείμενο γραμμένο με πολύ συναίσθημα, που σίγουρα θα έχει πολλούς αποδέκτες.
Αγνώστου στρατιώτου
Τόλης Νικηφόρου
Μανδραγόρας
112 σελ.
ISBN 978-960-592-025-8
Τιμή: €10,60
Πηγή : diastixo.gr