«“To τρίτο στεφάνι” του Κ. Ταχτσή: ένα αμφιλεγόμενο πόνημα» της Βασιλικής Καϊσίδου
Μια μπάλα υπήρξε η ζωή μου
κλώτσ’ από δω
κλώτσ’ από κει
γκολ! γκολ!!!
το χάσαμε το παιγνίδι
(«Η ζωή μου»[1])
Επιδερμική αποτύπωση της μικροαστικής καθημερινότητας και κουτσομπολιού ή αιχμηρή κριτική των κακώς κειμένων της νεοελληνικής Ιστορίας και κοινωνίας; Το Τρίτο στεφάνι [2] προκάλεσε σφοδρή διχοστασία στους κύκλους της Κριτικής. Ορισμένοι χαρακτήρισαν το έργο του αδέξιο και ακατέργαστο (Βαρίκας), αταίριαστο «στη στόφα του» (Μερακλής), με τάση προς τη μικρολογία και ασημαντολογία (Σαχίνης)[3], ενώ άλλοι το θεώρησαν ένα δηκτικό σχόλιο στη σύγχρονη πραγματικότητα και ένα στιβαρό, πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο. Στέκομαι στο βιβλίο αυτό, καθιερωμένο πλέον στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού, διότι, ενδεχομένως, πίσω από την ταμπέλα του κλασικού, λίγοι αναγνωρίζουν το βάθος του και υπερβαίνουν το αφελές μειδίαμα που προκαλεί η απολαυστική ευκολία με την οποία διαβάζεται.
Ο ΤΑΧΤΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ: ΜΙΑ ΙΔΙΑΖΟΥΣΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ[4]
Μα αληθινοί ταξιδευτές εκείνοι είναι που φεύγουν
μονάχα για να φύγουνε, καρδιές λαφρές καθώς
μπαλόνια, το μοιραίο τους ποτέ δεν τ’ αποφεύγουν
χωρίς να ξέρουν το γιατί, πάντοτε λένε: Εμπρός!
(C. Baudelaire, “Le voyage”, Fleurs du mal.)
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927, αλλά ανατράφηκε στην Αθήνα από τη γιαγιά του. Άσκησε ποικίλα επαγγέλματα και περιπλανήθηκε στο εξωτερικό με σύντομης διάρκειας επιστροφές στην Ελλάδα: Αγγλία, Αφρική, Αυστραλία, Γερμανία, επιχείρησε ακόμη και τον γύρο της Ευρώπης με βέσπα! Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, Ποιήματα, και ακολούθησαν τέσσερις ακόμη ως το 1956. Το 1976 εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων Τα Ρέστα, «μια συνέχεια και ένα σχόλιο», σύμφωνα με την Καίη Τσιτσέλη, στο Τρίτο στεφάνι, και το 1979 το Η γιαγιά μου η Αθήνα κι άλλα κείμενα, το οποίο απαρτίζεται από περιστασιακά κείμενα, γραμμένα κυρίως κατά παραγγελία.Δηλωμένος ομοφυλόφιλος και τραβεστί, ο Κώστας Ταχτσής δολοφονήθηκε άγρια το 1988 υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες στο σπίτι του.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του έγραψε το Τρίτο στεφάνι, το οποίο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο από τρεις εκδοτικούς οίκους και έτσι ο συγγραφέας το εξέδωσε με προσωπικά του έξοδα το 1962. Μολονότι τον πρώτο καιρό της έκδοσής του είχαν πουληθεί μονάχα 10 αντίτυπα, το 1972 εκδίδεται από τις Εκδόσεις Ερμής και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Έκτοτε ακολούθησε ραδιοφωνική (1979), τηλεοπτική (1995) αλλά και θεατρική διασκευή (2009). Το Τρίτο στεφάνι καταξιώθηκε ως το εμβληματικό του έργο· ένα στη βάση του ρεαλιστικό –μα εμπλουτισμένο με γενναίες δόσεις λυρισμού– πορτρέτο της ζωής των Ελλήνων μικροαστών, στο φάσμα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Συμπερασματικά, το επίτευγμα του Ταχτσή είναι διττό: αφενός η μετουσίωση του ποταπού και του ασήμαντου σε υψηλό –με τη συγκρατημένη χρήση του λυρικού στοιχείου–, αφετέρου η αναγωγή του ατομικού σε κοινωνικό· με άλλα λόγια, η σύζευξη του καθημερινού κουτσομπολιού με την Ιστορία και την πολιτική και με μια φιλοσοφημένη θεώρηση του ανθρωπίνου βίου.
ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ: ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΝΟΣ ΚΟΙΝΟΤΟΠΟΥ ΥΛΙΚΟΥ
Αν έλεγα πως είμαι ευχαριστημένη από τη ζωή μου θα ’λεγα ψέματα […]
Μα τέλος πάντων πότε είν’ ο άνθρωπος ευχαριστημένος;
(Νίνα, σσ.307-8)
Το μυθιστόρημα αρθρώνεται σε δύο μακροσκελείς μονολόγους –της Εκάβης και της Νίνας–, οι διασταυρώσεις και οι διαπλοκές των οποίων μορφοποιούν το μυθιστορηματικό σύμπαν. Μέσα από το γυναικείο κοσμοαντιληπτικό πρίσμα, με άφθονο χιούμορ και σαρκασμό, εξιστορούνται λεπτομερειακώς τα άχθη και οι –λιγοστές– χαρές της ζωής: η παθολογική μητρική αγάπη, οιδιπόδεια συμπλέγματα, γάμοι, απιστίες και διαζύγια, όνειρα και απογοητεύσεις. Ταυτόχρονα, μέσα από τις καθημερινές συζητήσεις του καφέ προβάλλονται πάγια στοιχεία «ελληνικότητας»: η κουτοπονηριά και η μικροπρέπεια, η επιδειξιομανία και η στενοκεφαλιά. Το ιστορικό φόντο ενίοτε αναδύεται ορμητικό στην αφηγηματική επιφάνεια καλύπτοντας την περίοδο από τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο.
Έπειτα, η λαϊκότητα των ηρώων αξιοποιείται αριστουργηματικά: δεν εξιδανικεύεται αλλά γελοιοποιείται και σατιρίζεται, ώστε να προβληθεί σε όλη της τη γνησιότητα. Ο Ταχτσής ψυχογραφεί με μαεστρία τους βασικούς χαρακτήρες δίνοντάς τους συναισθηματικό βάθος και ολοκληρωμένη προσωπικότητα, παρά τη γραφικότητά τους. Προβάλλεται, έτσι, η ατελεύτητη δύναμη του ανθρώπου και ο αέναος αγώνας του για επιβίωση, αφού η ζωή εντέλει είναι γλυκιά, όπως ομολογεί και η αφηγήτρια-drama queen Εκάβη.
Στα αδύναμα σημεία του έργου θα πρέπει να συμπεριληφθούν οι υπόλοιποι χαρακτήρες του πολυπρόσωπου μυθιστορήματος, οι οποίοι αποτελούν μάλλον μονοδιάστατους, σχηματικούς μυθιστορηματικούς τύπους. Άλλωστε, η διαρκής αναφορά σε διαφορετικούς χαρακτήρες συχνά συγχέει τον αναγνώστη και η χαριτωμένη πολυλογία απολήγει κουραστική αδολεσχία.
Η αυτοβιογραφική υφή του έργου είναι αναντίρρητη –ο χαρακτήρας της Εκάβης είναι εμπνευσμένος από τη γιαγιά του– και επιβεβαιώνεται από δηλώσεις του συγγραφέα: «Κάθε φορά που, για να γράψω κάτι, αντλώ από προσωπικές μου εμπειρίες, δεν λέω ποτέ ολόκληρη την αλήθεια. Όχι, φυσικά, από έλλειψη ειλικρίνειας, αλλ’ επειδή το υπαγορεύουν καθαρά ψυχολογικές και αισθητικές ανάγκες».[5] Μολαταύτα, ο Ταχτσής κατορθώνει να παραμείνει ει δυνατόν αφανής, αφήνοντας τους ήρωες να χαράξουν τη μοίρα τους ως ανεξάρτητες οντότητες.
Η γλώσσα είναι η δημοτική, με άφθονους λαϊκισμούς. Πράγματι, ο Ταχτσής αποδίδει με φωνογραφική ακρίβεια τη γλώσσα των μικροαστικών στρωμάτων και τη ζωντάνια του προφορικού λόγου, τηρώντας ακόμη και την άναρχη δομή των σκέψεων με πλήθος αναδρομές στο παρελθόν, εγκιβωτισμένες αφηγήσεις και ανοίγματα στο μέλλον. Μια γλωσσική ιδιοτυπία του έργου είναι η ενσωμάτωση στο λαϊκό, αψιμυθίωτο ιδίωμα των αφηγητριών ορισμένων φροντισμένων λέξεων, ποιητικότερων εκφράσεων, που προδίδουν τη γλωσσική επιμέλεια του έργου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται η ήδη διαπιστωμένη από την Κριτική σύζευξη του ρεαλιστικού με το λυρικό στοιχείο[6]: το χυδαίο εναλλάσσεται με το αγνό και το ταπεινό με το υψηλό.
ΑΤΟΜΟ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Αναμφίβολα, ένας προγραμματικός στόχος του συγγραφέα ήταν η διασταύρωση του προσωπικού με το κοινωνικό. Μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των αφηγητριών, σχηματίζεται μπροστά μας το πορτρέτο της Ελλάδας των αρχών του 20ού αιώνα μέχρι και τον Εμφύλιο. Σε αυτό σαφώς συμβάλλει η γλαφυρή αναπαράσταση και η κοινωνική ευαισθησία του πεζογράφου. Συγκεκριμένα, στηλιτεύονται οι ελαττωματικές πολιτικοκοινωνικές δομές της χώρας και αισθητοποιούνται οι καταστροφικές συνέπειες των αλλεπάλληλων πολεμικών συρράξεων. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η Ιστορία κατασκευάζεται ουσιαστικά άνωθεν –εκ των κυβερνήσεων, των κινημάτων και την πάσης φύσεως εξουσία– είναι αποκαλυπτική, αν και δύσκολα εντοπίσιμη, όπως ο Hobsbawm επισημαίνει,[7] η οπτική των απλών ανθρώπων, που είναι τα αντικείμενα της δράσης και της προπαγάνδας. Στο Τρίτο στεφάνι επιχειρείται η απόδοση της αντίληψης των λαϊκών ανθρώπων της αθηναϊκής γειτονιάς για τα μείζονα ιστορικά γεγονότα, κι εκεί έγκειται η πρωτοτυπία του.
Συμπερασματικά, το επίτευγμα του Ταχτσή είναι διττό: αφενός η μετουσίωση του ποταπού και του ασήμαντου σε υψηλό –με τη συγκρατημένη χρήση του λυρικού στοιχείου–, αφετέρου η αναγωγή του ατομικού σε κοινωνικό· με άλλα λόγια, η σύζευξη του καθημερινού κουτσομπολιού με την Ιστορία και την πολιτική και με μια φιλοσοφημένη θεώρηση του ανθρωπίνου βίου.
ΑΠΟΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΟ ΕΡΓΟ: ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ
Προχώρα Ταχτσή προχώρα στο δικό σου δρόμο
κι όσες παγίδες τόσο το καλύτερο – προχώρα
αφήνοντας τη σάρκα που αναλογεί στην καθεμιά
μα κοίτα να ’ναι κόκκινη σαν πυρωμένο σίδερο
ν’ αφήσει τα σημάδια της στα χέρια τους
και προχώρα Ταχτσή προχώρα χωρίς να υπολογίζεις
(«Προχώρα Ταχτσή»)
Είναι αυτονόητο πως ο σύγχρονος αναγνώστης –και δη οι νέοι– δεν θα έρθει σε επαφή με έναν αναγνωρίσιμο κόσμο, μονάχα οι ηλικιακά μεγαλύτεροι θα αναπολήσουν ή θα αναθεματίσουν την περιγραφόμενη πραγματικότητα. Βάσιμος είναι, ωστόσο, ο ισχυρισμός του Μ. Κουμανταρέα πως το Τρίτο στεφάνι «θα τους δείξει ποια είναι η ζωή μας σήμερα και γιατί είναι αυτή και όχι άλλη». Ακόμη κι αν δεν σταθεί κανείς στην αξία του έργου ως ένα πολιτικοκοινωνικό τεκμήριο μιας παρελθούσας εποχής, η μεγάλη αρετή του είναι η αποτύπωση της τραγικότητας και του βάθους της ζωής με έναν τρόπο ιλαρό και ανέμελο, ο οποίος καταδεικνύει ακριβώς τη διττή υπόστασή της: γλυκιά και πικρή ταυτόχρονα. Πρόκειται για ένα βιβλίο ευκολοδιάβαστο, αλλά πολυεπίπεδο και πολυσήμαντο· η απατηλή ευκολία του ξεγελά τον αδαή αναγνώστη, που ίσως επιχειρήσει να το διαβάσει με την άνεση του μπεστ σέλερ. Στην τελική, διδάσκει πως δεν είναι απαραίτητη μια κατ’ επίφαση σοβαρότητα για να υπάρξει ποιότητα.
ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αγγελάκης, Α., Κώστας Ταχτσής: Η κοινωνική και ποιητική του περίπτωση, Αθήνα: Καστανιώτη 1989.
Απέργης, Π., «Κώστας Ταχτσής», στο Τρεις σύγχρονοι πεζογράφοι – Κουμανταρέας, Ταχτσής, Ξένος, Αθήνα: Γνώμη 1982.
Κουμανταρέας Μένης, Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα, Αθήνα: Κέδρος 1999.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αυτό και τα παρακάτω αποσπάσματα αποτελούν τμήματα ποιημάτων του Κ. Ταχτσή.
[2] Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη με επίμετρο του Μ. Κουμανταρέα.
[3] Αναλυτικά για κριτικές αποτιμήσεις του έργου του βλ. Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Κώστας Ταχτσής» στο Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, Ζ’ τομ, Αθήνα: Σοκόλης 1988, σσ.260-266.
[4] Για αναλυτικό βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα βλ. Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ό.π., σσ.250-253 και www.ekebi.gr.
[5] Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ό.π., σελ.258.
[6] Ό.π., σελ.254.
[7] Ε. J. Hobsbawm, Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, μτφρ. Χρυσ. Νάντρις, Αθήνα: Καρδαμίτσα 1994, σελ.24.
Πηγή : diastixo.gr