«Το σχολείο της ποίησης και η ποίηση του σχολείου»* του Ηλία Κεφάλα

2016-03-30 17:00
«Το σχολείο της ποίησης και η ποίηση του σχολείου»* του Ηλία Κεφάλα


Δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να βάζει με τον νου του ο καθένας διαβάζοντας τον παράξενο τίτλο του σημειώματος αυτού. Με την ελάχιστη, όμως, αίσθηση των σημασιών, που μας χαρίζει η λειτουργική γνώση της ελληνικής γλώσσας, αντιλαμβανόμαστε αμέσως την ανάγκη του σχολείου για την ποίηση και την ανάγκη της ποίησης για το σχολείο. Αναγκαστικά, λοιπόν, θα ασχοληθούμε με την ανάπτυξη αυτών των στοιχειωδών πραγμάτων, πολλά από τα οποία τυγχάνουν και αυτονόητα.

Ξεκινώντας από τον ορισμό του σχολείου το φανταζόμαστε αμέσως ως τον κατεξοχήν χώρο προσφοράς γνώσεων και διαπαιδαγωγήσεως χαρακτήρων. Η γνώση και το ήθος, το εύρος των πληροφοριών μαζί με την εκλέπτυνση των αισθημάτων δομούν το παιδί, για να το παραδώσουν ολοκληρωμένο άτομο στην κοινωνική συμβίωση. Το όχημα που μεταφέρει τις πληροφορίες και που με τις πολυποίκιλες σημασίες του επιβοηθά στην καλλιέργεια και ανάδειξη του ήθους δεν είναι άλλο παρά το κείμενο, η γραπτή δηλαδή διδασκαλία, ο διαμορφωμένος κατά μίαν αναγκαία τάξη λόγος. Ένα από τα κείμενα, τα οποία συντελούν στη διδασκαλία γενικών γνώσεων και την καλλιέργεια της θυμικής συγκρότησης του παιδιού, παρέχοντας ταυτοχρόνως αισθητική ευχαρίστηση και πνευματική ανάταση, είναι το ποιητικό κείμενο, δηλαδή το ποίημα, ή, διαφορετικά, η μορφική προβολή της ποίησης.

Ένας από τους ατελεύτητους ορισμούς της ποίησης είναι εκείνος που την βλέπει ως την κατεξοχήν τέχνη του λόγου, του οποίου η άμεση επαφή και η συνειδητοποίηση του περιεχομένου του χαρίζει βαθιά ευδαιμονία, την οποία ενισχύει επιπροσθέτως και με απροσδόκητα συμπληρώματα τρόπων γενικής αγωγής και συνάρτησης πληροφοριών.

Η ποίηση επομένως συνιστά και αυτή με τον τρόπο της μια επικουρική διδασκαλία ή, αν το διατυπώσουμε διαφορετικά, η ποίηση μπορεί να είναι και αυτή μια πτυχή της εν γένει διδασκαλίας. Συμπεραίνουμε έτσι ότι το σχολείο χρειάζεται την ποίηση ή χρειάζεται και την ποίηση για να επιτύχει τους στόχους που έθεσε η ιδρυτική του αναγκαιότητα.

Η ποίηση επομένως συνιστά και αυτή με τον τρόπο της μια επικουρική διδασκαλία ή, αν το διατυπώσουμε διαφορετικά, η ποίηση μπορεί να είναι και αυτή μια πτυχή της εν γένει διδασκαλίας. Συμπεραίνουμε έτσι ότι το σχολείο χρειάζεται την ποίηση ή χρειάζεται και την ποίηση για να επιτύχει τους στόχους που έθεσε η ιδρυτική του α-ναγκαιότητα.

Για να γίνουμε σαφέστεροι, ας δώσουμε ένα παράδειγμα ποιητικής διδασκαλίας. Δεν είμαι εκπαιδευτικός και γι’ αυτό θα πρέπει να μου συγχωρήσετε τυχόν υπερβάσεις και υπερβολές, που γεννά η αγάπη της ποίησης. Εξάλλου η μέθοδος διδασκαλίας, και ειδικά της ποίησης, δεν είναι ποτέ τυποποιημένη. Η φαντασία του δασκάλου είναι εκείνη που χαρίζει ξαφνιάσματα και με τον τρόπο αυτόν κερδίζει αναφανδόν τόσο το πολιορκούμενο αντικείμενο της διδασκαλίας –εν προκειμένω την ποίηση– όσο και το κοινό της.

Ας σκύψουμε στο ποίημα του Καβάφη «Διακοπή». Διαλέγω τον Καβάφη όχι μόνο γιατί είναι ένας μεγάλος ποιητής και, άρα, πρέπει να αποτελεί μέρος των γνώσεών μας, αλλά και γιατί το έργο του προσφέρεται, κατά τη γνώμη μου, για μια ιδανική διδασκαλία, καθώς αντλούμε από αυτό πλήθος επιτελικών για την παιδεία μας μηνυμάτων. Λέει το ποίημα:

Το έργο των θεών διακόπτουμε εμείς,
τα βιαστικά και άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνας και της Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κ’ η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύ καπνόν. Αλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’ επεμβαίνει.

Ένας από τους τρόπους προσεγγίσεως του ποιήματος, που θα επιχειρήσει ο δάσκαλος, είναι αυτός των πολλαπλών αναγνώσεων. Οι επάλληλες αναγνώσεις μάς οδηγούν βαθύτερα στο ποίημα και συντείνουν στην ανασύνθεση των εικόνων του. Επίσης βοηθούν στη γλωσσική εξοικείωση του κειμένου και στον εντοπισμό των άγνωστων λέξεων. Επιτυγχάνεται έτσι πρωταρχικά η διδασκαλία της γλώσσας, που είναι κάτι που δεν τελειώνει ποτέ, και δευτερευόντως, με την εξέταση των πραγματολογικών στοιχείων, το μάθημα της ιστορίας και της γεωγραφίας. Πρέπει να δούμε, δηλαδή, τι και πού ήταν η Ελευσίνα και η Φθία, τι ήταν οι Θεοί, οι ημίθεοι, οι ήρωες και οι κοινοί θνητοί. Ποιο ρόλο διαδραμάτισαν η Δήμητρα, η Μετάνειρα, η Θέτις και ο Πηλέας, ώστε να συγκινηθεί ο ποιητής και να τους καλέσει να συνδράμουν το ποίημά του.

Ωστόσο ένα ποίημα δεν είναι μόνο μια ροή πληροφοριών, είναι κυρίως μια πηγή
ευχαρίστησης. Ο αναγνώστης οικειώνεται τους τρόπους έκφρασης του ποιητή και βιώνει μια κατάσταση, που είναι κάτι το ασύλληπτο και μη επεξηγηματικό. Η γόνιμη επικοινωνία με το λογοτεχνικό έργο συντείνει σ’ αυτήν την επαύξηση της
αισθητικής χαράς και της ειδικής συγκινησιακής έγερσης.

Ανατρέχοντας στη μυθολογία –να μια άλλη εργασία– θα δούμε ότι η Δήμητρα,φτάνοντας κάποτε στην Ελευσίνα, αναλαμβάνει την ανατροφή του μικρού Δημοφώντα, γιου του βασιλικού ζεύγους Κελτού και Μετάνειρας. Η Δήμητρα, θέλοντας να κάνει τον μικρό αθάνατο, τον έλουζε τη νύχτα με αμβροσία και τον σκέπαζε με φωτιά. Κάποια νύχτα όμως η Μετάνειρα την είδε, τρομοκρατήθηκε και άρχισε να κραυγάζει. Το έργο της θεάς διακόπηκε αμέσως.

Η Νηρηίδα Θέτις παντρεύτηκε τον θνητό ήρωα Πηλέα στη Φθία. Και αυτή ήθελε να κάνει αθάνατο τον γιο τους Αχιλλέα, γι’ αυτό τον βύθιζε τη νύχτα μέσα στις φλόγες για να καταστρέψει κάθε θνητό στοιχείο. Μια νύχτα όμως ο Πηλέας ανακάλυψε τι έκανε και τρομοκρατημένος και αυτός άρχισε να φωνάζει. Έτσι και αυτό το θεϊκό έργο έμεινε στη μέση.

Γνώστες πια των γεγονότων του ποιήματος επιστρέφουμε και σταματούμε στους δύο πρώτους εισαγωγικούς του στίχους.

Το έργο των θεών διακόπτουμε εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.

Εδώ και ανάλογα με το επίπεδο, τη διάθεση και την ηλικία του κοινού του ο δάσκαλος μπορεί να προχωρήσει και να δώσει τα ερεθίσματα για μια πρώτη οντολογική συζήτηση. Ποιοι είμαστε εμείς, ποιοι είναι οι θεοί. Από τη μια μεριά η αθανασία του θεού και η παντοδυναμία του, από την άλλη ο άνθρωπος με την αδυναμία του και την εφημερότητά του δεν είναι παρά το πεπερασμένο ον της στιγμής. Στη συνέχεια η συζήτηση γενικεύεται. Όλοι πρέπει να καταλάβουν γιατί διακόπτουμε εμείς τα αδύναμα όντα το έργο των θεών. Μα επειδή είμαστε βιαστικοί στις κρίσεις μας και άπειροι, λέει ο Καβάφης. Επειδή πορευόμαστε χωρίς ευρύτερη θέα του χρόνου, επειδή δεν βλέπουμε τίποτα πέρα από την πρόσκαιρη στιγμή. Αυτό βέβαια είναι το γενικότερο δράμα του ανθρώπου, η αδυναμία να τοποθετήσει τον εαυτό του μακρύτερα μέσα στον χρόνο και ο φόβος του να εμπιστευθεί αυτούς που ξέρουν και αυτούς που μπορούν. Γι’ αυτό τους διακόπτουν πάντα. Ο ασήμαντος και μικρός άνθρωπος γίνεται η τροχοπέδη των μεγάλων θεϊκών έργων. Διακόπτει ο ίδιος την πορεία προς την αθανασία του. Να κι ένα μάθημα φιλοσοφίας μέσα σε ένα τόσο σύντομο ποίημα.

Δεν θέλω να προχωρήσω περισσότερο στην ανάπτυξη του ποιήματος αυτού ή στη διδασκαλία των τεχνικών χαρακτηριστικών του, λόγω της πολύτιμης οικονομίας του χρόνου μας. Για τον ίδιο λόγο δεν θα μπω και στους σχηματικούς τρόπους με τους οποίους μας υποβάλλει ο ποιητής στο βαθύτερο μήνυμά του, σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του, μια μοίρα που διαμορφώνεται κυρίως από την άγνοιά του και ότι η ανθρώπινη γνώση είναι τραγικά πεπερασμένη.

Θέλω να τονίσω μόνο, και αυτό φάνηκε πιστεύω από το παράδειγμα που ανέφερα, το πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει η ποίηση ως μηχανισμός διδασκαλίας, αφού είναι ένα ποτάμι πληθωρικό, που διακλαδίζεται και μας οδηγεί σε πάμπολλες κατευθύνσεις, σε άπειρα ερεθίσματα. Η αξιολόγηση, βέβαια, του ποιήματος είναι ένα από τα πιο δύσκολα βήματα στη διδασκαλία του και αυτός που θα το επιχειρήσει θα πρέπει να διαθέτει μια αναμφισβήτητη επάρκεια δυνατοτήτων και πληροφοριών. Μπορεί, εξάλλου, να μην προχωρήσει ποτέ στην αξιολόγηση, δεν είναι τόσο απαραίτητο, αρκεί το πλησίασμα του ποιήματος και μόνο. Οπωσδήποτε, όμως, πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι το ποίημα είναι όχημα μεταφοράς της εθνικής κουλτούρας. Και αυτό διευκολύνει τα μέγιστα τα πράγματα.

Ωστόσο ένα ποίημα δεν είναι μόνο μια ροή πληροφοριών, είναι κυρίως μια πηγή ευχαρίστησης. Ο αναγνώστης οικειώνεται τους τρόπους έκφρασης του ποιητή και βιώνει μια κατάσταση, που είναι κάτι το ασύλληπτο και μη επεξηγηματικό. Η γόνιμη επικοινωνία με το λογοτεχνικό έργο συντείνει σ’ αυτήν την επαύξηση της αισθητικής χαράς και της ειδικής συγκινησιακής έγερσης.

Το ποίημα δείχνει με τον τρόπο του ότι μας χωράει όλους και αυτό πρέπει να το ανακαλύψει ο καθένας μόνος του. Το σχολείο με τον ομαδικό του χαρακτήρα βοηθά στο να βρει ο καθένας τη δική του πύλη για να μπει μέσα στον αθέατο ποιητικό χώρο. Καταφέρνοντας αυτό θα δούμε ότι ο ποιητής αφορμάται από την ολότητα, συμπυκνώνεται προς στιγμήν στο ατομικό του γεγονός και αμέσως επιστρέφει και πάλι στην ολότητα. Το ποίημα ταξιδεύει για όλους εμάς, έχοντας ξεχάσει ποιος ήταν κάποτε ο δημιουργός του.

Διαλέγοντας τον Καβάφη, για να ενισχύσω την άποψή μου ως προς την αναγκαιότητα της ποίησης στο σχολείο, απάντησα εμμέσως και στο δεύτερο σκέλος του αρχικού θέματος, για το ποια είναι δηλαδή η ποίηση του σχολείου. Εδώ ανοίγεται ένα πολύ μεγάλο θέμα, που χωράει πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις. Πρέπει κατ’ αρχάς η ποίηση να πάει στο σχολείο;

Πριν από λίγα χρόνια, σ’ ένα από τα συμπόσια ποίησης της Πάτρας ο καθηγητής Ξ. Κοκόλης είχε εισηγηθεί την απομάκρυνση γενικώς της ποίησης από τα σχολεία, γιατί, κατά τη γνώμη του, η ποίηση μόνο κακομεταχείριση συναντά μέσα στην εκπαίδευση και, επομένως, όσοι την αγαπούν θα πρέπει να στηρίξουν την έξοδό της από τον χώρο των αδαών και των βαρβάρων.

Η αντίδραση του κόσμου στην πρόταση αυτή του κ. καθηγητή ήταν έντονη. Προσωπικά πιστεύω ότι η άποψη του κ. Κοκόλη ήταν μόνο αιφνιδιαστική και
εντυπωσιακή και γενικώς δεν την πίστευε ούτε ο ίδιος. Πουθενά δεν υπάρχει το ιδανικό περιβάλλον για την καλλιέργεια μιας τέχνης ή μιας ιδέας. Το περιβάλλον έχομε χρέος να το διαμορφώσουμε εμείς και κάθε φορά να επιτυγχάνουμε όλες τις ευνοϊκές συνθήκες για την ευόδωση των στόχων μας. Το σχολείο έχει ανάγκη από την ποίηση για τον απλό λόγο ότι το σχολείο αποτελείται από ανθρώπους και οι άνθρωποι νιώθουν έντονα την ανάγκη της τέχνης. Από την άλλη πλευρά μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα: όλη η ποίηση, αδιακρίτως, μπορεί να εισαχθεί στο σχολείο και να αποτελέσει μέρος της διδασκόμενης ύλης; Η απάντηση και πάλι είναι εύκολη: όχι. Υπάρχουν ποιήματα που είναι περισσότερο κατάλληλα από άλλα και αυτά θα πρέπει να επιλεγούν. Ανάλογα με το τι θέλουμε να πούμε στα παιδιά, ανάλογα με το τι θέλουμε να νιώσουν και να δουν, θα είναι και τα ποιήματα που θα διαλέξουμε, για να τα οικειοποιηθούν και να αποτελέσουν έτσι τη μικρή πύλη, από την οποία θα περάσουν ενδεχομένως στην ευρύτερη έκταση της παγκόσμιας ποίησης και να συνάψουν έτσι μονιμότερους δεσμούς μαζί της.

Το σχολείο της ποίησης θα πρέπει να οδηγήσει σιγά σιγά τους μαθητές στη φόρτιση της μνήμης με το αμάλγαμα του ποιητικού λόγου. Μια ποιητική ροή μέσα στη μνήμη είναι η καλύτερη συνειρμική σύνδεση μ’ αυτά που χάνονται και αυτά που κερδίζονται στην καθημερινότητά μας.

Μέλιγος, 30 Ιανουαρίου 2003

* Μνήμη Θεοδόση Νικολάου, γιατί πρώτος αυτός πρότεινε το είδος αυτό της ανάλυσης (όρα: Θ.Ν., Πώς αναλύουμε αισθητικά ένα ποίημα, Εστία, Αθήνα 1966).

Πηγή : diastixo.gr