«Το μικρό “Γιατί;” πάει σχολείο» της Νατάσας Αβούρη
Μια φορά κι έναν καιρό, στον κόσμο του «Οχιμήποτε» ζούσε ένα μικρό «Γιατί;». Όλοι το απέφευγαν και κανείς δεν το ’θελε για παρέα. Γιατί το μικρό «Γιατί;» δεν σταματούσε να ρωτάει όλον τον κόσμο για όλα τα πράγματα που γύρω-τριγύρω το ενοχλούσαν ή το τσάντιζαν ή του άρεσαν ή το έκαναν λυπημένο ή του έμοιαζαν περίεργα. Και πάλι όμως δεν ήταν ικανοποιημένο. Και πάλι, δεν καταλάβαινε. Και πάλι, δεν το καταλάβαινε κανείς. Το μικρό «Γιατί;» όμως δεν σταματούσε να ρωτάει, να ρωτάει, ασταμάτητα, τόσο που κάθε μέρα μεγάλωνε όλο και πιο πολύ, ώσπου δεν το χωρούσαν τα κάγκελα της κούνιας του, ούτε οι τοίχοι του δωματίου του, ούτε η πόρτα του σπιτιού του. Τότε οι γονείς του μικρού «Γιατί;», που δεν είχαν τι άλλο ν’ απαντάνε στις ερωτήσεις του, του είπαν: «Ήρθε η ώρα να πας σχολείο». «Γιατί;» έκανε παραπονούμενο και μες στο μυαλό του πέταγαν χίλιες σκέψεις: «Μήπως δεν με θέλουν πια; Μήπως με βαρέθηκαν; Μήπως κουράστηκαν μαζί μου;». Αλλά οι γονείς του μικρού «Γιατί;», σαν να μάντεψαν τις σκέψεις του, απλώς χαμογέλασαν και του έδωσαν από ένα μεγάλο φιλί. Έπειτα, μέσα από ένα πλήθος «Γιατί;» που ρώταγε απεγνωσμένα το μικρό τους παιδάκι, το άφησαν μπροστά στην πόρτα του μεγάλου σχολείου, που χώραγε, λέγανε οι άνθρωποι, δεκάδες, εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες άλλα μικρά «Γιατί;». Εκεί το πλησίασε η κυρία «Διότι». Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε το μικρό «Γιατί;» και είχε χιλιάδες απορίες. Κυρίως όμως φοβόταν. Αλλά τι φοβόταν, ούτε το ίδιο δεν ήξερε. Η κυρία «Διότι» πήρε το μικρό «Γιατί;» από το χέρι και του μίλησε τρυφερά. Το πήγε μέχρι το προαύλιο. Του έδειξε τ’ άλλα παιδιά, τις τάξεις, τους δασκάλους και, χωρίς να περιμένει από κείνο να ρωτήσει, του απάντησε με γλυκιά φωνή: «Διότι μεγάλωσες. Και διότι σε περιμένει ο κόσμος». Το μικρό «Γιατί;» σταμάτησε να κλαψουρίζει. Σαν ξάφνου όλες οι απορίες του ν’ απαντήθηκαν. Κοίταξε την κυρία «Διότι» και χαμογέλασε. Και για πρώτη φορά δεν ρώτησε πια «Γιατί;».
Μπροστά απ’ την αυλόπορτα του σχολείου, κρεμασμένα στα κάγκελα, ανεβασμένα στο φαγωμένο απ’ το χρόνο και τα ποδοβολητά πεζούλι, τα μικρά μας «Γιατί;» θ’ ατενίσουν για πρώτη φορά και φέτος, πριν από το πρώτο επίμονο κουδούνι της έναρξης, με περιέργεια, αγωνία, φόβο αλλά και κάποια ανεξήγητη προσμονή το πέρασμα στο «κρυφό» σχολειό. Οι γονείς, θεατές πια του πρωτόλειου τούτου έργου, παραστάτες και συνοδοιπόροι τους πιστοί, θα μοιράζονται τα ίδια συναισθήματα, τις ίδιες αγωνίες, τις ίδιες προσδοκίες. Ο χρόνος που έρχεται θα περάσει δύσκολα και εύκολα, χαμογελαστά και με κλάματα, ξέγνοιαστα και κουραστικά. Αλλά θα περάσει. Και οι κυρίες «Διότι» ξανά, σαν κάθε χρονιά, θα διδάξουν, θα νουθετήσουν, θα παραινέσουν, θα αγκαλιάσουν δεκάδες, εκατοντάδες νέα μικρά «Γιατί;». Ακόμη κι όταν ξεθωριάσουν στη μνήμη τα χιλιάδες ερωτηματικά τους, θα θυμούνται ίσως σε κάποια τα ονόματα, σε άλλα τις σκανδαλιές, σε μερικά μόνο τα μάτια της αθωότητας που σιγά-σιγά ωριμάζουν. Όμως για κάθε μικρό «Γιατί;» η πρώτη του δασκάλα θα παραμείνει στη μνήμη του μοναδική· εκείνη που του σκούπισε τα δάκρυα επειδή του έλειπε η μαμά, εκείνη που του έμαθε πρώτη φορά ανάγνωση και ορθογραφία, εκείνη που το παρηγόρησε όταν χτύπησε το γόνατό του... Και θα την ευχαριστεί. Για τα «διότι» που του εξήγησε, για τα «έτσι» που του υπέδειξε και για τα «σ’ αγαπώ» που έκρυβε κάθε της πράξη.
Καλή σχολική χρονιά σε μαθητές, γονείς και δασκάλους με πολλά χαρούμενα «Γιατί;» και ακόμα περισσότερα καθησυχαστικά «Διότι»!
Πηγή : diastixo.gr