Τηλέμαχος Κώτσιας: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
O Τηλέμαχος Κώτσιας γεννήθηκε το 1951 στα Βρυσερά της περιοχής Δρόπολης, στον χώρο της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας. Ήρθε στην Ελλάδα το 1991. Έχει εκδώσει διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα, ενώ έχει ασχοληθεί και με λογοτεχνικές μεταφράσεις. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως μεταφραστής στη μεταφραστική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Με την έκδοση του νέου σας μυθιστορήματος, Σινική μελάνη, επανέρχεστε σε μια εποχή που την έχετε αναφέρει και σε άλλα έργα σας, στην Αλβανία της εποχής του Χότζα. Γιατί μας ξαναθυμίζετε αυτή τη σκοτεινή περίοδο;
Αγαπητέ μου κύριε Ιντζέμπελη, έζησα τα σαράντα πρώτα χρόνια της ζωής μου, τα πιο ωραία χρόνια της νιότης μου, σε αυτή τη σκοτεινή περίοδο του ολοκληρωτικού καθεστώτος της Αλβανίας και κατά συνέπεια αυτά τα θέματα μου έχουν γίνει εμμονή. Πιστεύω ότι πρέπει να βγάλω ό,τι έχω μέσα μου, για να μπορέσω στη συνέχεια να αλλάξω θεματολογία. Έχω γράψει στο μεταξύ και για θέματα που αφορούν τη σημερινή Ελλάδα, όμως νιώθω ότι το δικό μου παρελθόν ασκεί μέσα μου μια ακαταμάχητη έλξη, έναν μαγνητισμό που με υποχρεώνει να επανέρχομαι ξανά και ξανά στα παλιά. Βλέπω ότι έχω την αποκλειστικότητα σε αυτό το θέμα. Είναι για μένα ο ολοκληρωτισμός ένα σημείο αναφοράς, ένα μέτρο σύγκρισης της ανθρώπινης κοινωνίας. Σκέφτομαι πόσο κόστισε στην ανθρωπότητα να πειραματιστεί μ’ αυτό το σύστημα, τον υπαρκτό σοσιαλισμό, πώς διαστρεβλώθηκαν οι πρωταρχικές ιδέες του κομμουνισμού, μέχρι που έφεραν στον άνθρωπο το δίλημμα: είναι τελικά ο κομμουνισμός το καλύτερο ή το χειρότερο καθεστώς;
Μου έκαναν εντύπωση οι αφιερώσεις σας στην αρχή του βιβλίου. Πόσο μας επηρεάζουν τα βιώματά μας στη συγγραφή;
Ασφαλώς και επηρεάζουν τα προσωπικά βιώματα τον κάθε συγγραφέα, αλλά και οι αφηγήσεις των συγγενών και οι ζωές τους και όχι μόνο, αλλά εμένα κατά κάποιον τρόπο μου υπαγορεύουν τη θεματολογία. Από την άλλη, νιώθω το χρέος να αποτίσω έναν ελάχιστο φόρο τιμής στις θυσίες των προγόνων μου και των συγγενών μου, για τους οποίους είμαι περήφανος. Είμαι περήφανος για τη στάση τους, για τις επιλογές τους και κυρίως για τον αλύγιστο και ακέραιο χαρακτήρα τους σε εκείνα τα σκοτεινά χρόνια του ολοκληρωτισμού, που διήρκησε σαράντα πέντε χρόνια και κανείς δεν ήξερε αν μια μέρα θα έπεφτε και πότε. Αλλά επιλέγω ως ήρωες πιο ανθρώπινους χαρακτήρες, πιο πιστευτούς, με τις αδυναμίες τους, με τις αμφιταλαντεύσεις τους, που όμως η μοίρα τούς οδήγησε να επιλέξουν τον σωστό δρόμο, τον δύσκολο, τελικά τον ηρωικό.
Μια ομάδα νεαρών από τη Δερβίτσιανη φοιτά στο Λύκειο του Αργυροκάστρου. Πώς μάθαιναν οι Έλληνες της μειονότητας την ελληνική γλώσσα εκείνη την εποχή;
Η ελληνική μειονότητα είχε συμμετάσχει στον αντιφασιστικό αγώνα και κατά την ανάληψη της εξουσίας από το κομμουνιστικό κόμμα βρέθηκε στην πλευρά των νικητών, πιστεύοντας ότι ο κομμουνιστικός διεθνισμός συνιστούσε τη μοναδική λύση για το πρόβλημα της κάθε μειονότητας, πίστευε στην ισότητα μεταξύ των λαών και στη δημοκρατία, γι’ αυτό και τα πρώτα χρόνια είχε κερδίσει αρκετά δικαιώματα σε εκείνο το καθεστώς. Στα πρώτα τέσσερα χρόνια του δημοτικού σχολείου, η εκπαίδευση γινόταν εξ ολοκλήρου στα ελληνικά και τα αλβανικά διδάσκονταν ως ξένη γλώσσα, με σκοπό την εκμάθησή της, εφόσον κανείς δεν ήξερε αλβανικά στις περιοχές της ελληνικής μειονότητας. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια, η εκπαίδευση γινόταν στα αλβανικά με πέντε ώρες τη βδομάδα ελληνική γραμματική και κείμενα, ενώ στο Λύκειο η εκπαίδευση γινόταν εξ ολοκλήρου στα αλβανικά. Όμως, με το πέρασμα των χρόνων η ελληνική γλώσσα έβγαινε λίγο λίγο στο περιθώριο, οι ώρες των ελληνικών στο σχολείο μειώνονταν, στη συνέχεια έγινε μάθημα επιλογής και όχι κρατικών εξετάσεων, όπως τα κυριότερα μαθήματα, η ποιότητα των δασκάλων όσο πήγαινε και χειροτέρευε, καθώς η δεύτερη γενιά των ελληνοδιδασκάλων δεν ήταν απόφοιτοι από την Ελλάδα αλλά από ένα Τμήμα Ελληνικών στη μέση εκπαίδευση Αργυροκάστρου, με ανεπαρκή προετοιμασία. Η κυκλοφορία της ελληνόγλωσσης εφημερίδας μειωνόταν, η ποιότητά της χειροτέρευε.
Και ενώ μας περιγράφετε τη ζωή τους, σε κάποια γωνιά ο κίνδυνος παραφυλά. Τι είναι αυτό που κάνει μια μειονότητα να αισθάνεται ότι ζει στην ανασφάλεια;
Η ζωή των πολιτών σε μια δικτατορία κυλάει διαρκώς μέσα στην ανασφάλεια και στον φόβο. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να καταστραφείς ανά πάσα στιγμή με μια συκοφαντία για αντικαθεστωτική προπαγάνδα, μέχρι που έφτασε η ώρα να κρύβει ο καθένας τη σκέψη του. Αυτό γίνεται σιγά σιγά τρόπος ζωής. Η κρυμμένη σκέψη πνίγεται μέσα στα βάθη της ψυχής και η προσποιούμενη ανθεί και επικρατεί. Στα μέλη της μειονότητας, η πολιτική καταπίεση ήταν διπλή σε σχέση με τον αλβανικό λαό, γιατί προστίθετο και η καταπολέμηση του ελληνισμού, ο στραγγαλισμός του. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να αποσιωπούν, ή ακόμα και σε ορισμένες περιπτώσεις να αποκρύπτουν την ελληνική ταυτότητά τους, που πλέον δεν βόλευε, εμπόδιζε τη σταδιοδρομία του καθενός και συνιστούσε έμμεσα στοιχείο ενοχής. Σιγά σιγά, οι πραγματικοί Έλληνες άρχισαν να νιώθουν σαν ξένο σώμα μέσα στην αλβανική επικράτεια. Εκείνοι που δεν ένιωθαν ξένο σώμα ήταν όσοι συμμορφώνονταν με τις υποδείξεις του κόμματος στην καταπολέμηση του ελληνισμού. Να μιλάν αλβανικά στον δημόσιο χώρο, να βάζουν αλβανικά ονόματα στα παιδιά τους, να θεωρούν τους εαυτούς τους τμήμα του αλβανικού λαού και την Αλβανία πατρίδα τους. Μόνο εκείνοι είχαν προοπτικές στη ζωή τους. Είναι όμως αμφίβολο αν έχαιραν και την απόλυτη εμπιστοσύνη του καθεστώτος. Υπήρχαν όμως και μερικά αγύριστα κεφάλια που επέμεναν στην ελληνικότητα, τα οποία έπρεπε να εξοντωθούν – ή, στην καλύτερη περίπτωση, να απομονωθούν.
Αλλά επιλέγω ως ήρωες πιο ανθρώπινους χαρακτήρες, πιο πιστευτούς, με τις αδυναμίες τους, με τις αμφιταλαντεύσεις τους, που όμως η μοίρα τούς οδήγησε να επιλέξουν τον σωστό δρόμο, τον δύσκολο, τελικά τον ηρωικό.
Τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να βάλουν φωνή να καταγγείλουν τις Αρχές του τόπου τους, που κλείνουν τους ανθρώπους στη φυλακή. Μπορούν τα παιδιά να ανατρέψουν μια δυσμενή πολιτική κατάσταση;
Τα παιδιά έδρασαν παρορμητικά, με τρόπο αθώο, με τον ρομαντισμό που διακατέχει πάντα τους νέους, με συνέπεια να σπάσουν το κεφάλι τους στον τοίχο. Πέραν από τις φαντασίες τους και τον ενθουσιασμό τους, η πράξη τους είχε συμβολικό χαρακτήρα. Έδειχνε απλώς ότι τα παιδιά μισούσαν το καθεστώς και αυτό ήταν αρκετό για να καταδικαστούν.
Οι μαθητές μοιράζουν πολιτικές προκηρύξεις με συνθήματα εναντίον του καθεστώτος. Πώς οι Αρχές αντιδρούν στους νέους που τους καταγγέλλουν;
Μια απλή πράξη, να γράψεις αυτό που σκέφτεσαι εναντίον του καθεστώτος, συνιστούσε το αδίκημα της αντικαθεστωτικής προπαγάνδας και τιμωρούνταν με κάθειρξη οχτώ έως δέκα χρόνων. Τους έπιασαν και τους καταδίκασαν. Δεν ήταν δύσκολο.
Σήμερα πώς θα χαρακτηρίζατε το τότε καθεστώς της Αλβανίας;
Το καθεστώς ήταν δικτατορία και η ειρωνεία ήταν ότι την έλεγαν «δικτατορία του προλεταριάτου», ενώ προλεταριάτο δεν υπήρχε. Ήταν ο λεγόμενος υπαρκτός σοσιαλισμός και στην Αλβανία εφαρμοζόταν με τον χειρότερο τρόπο. Μπορώ να πω απερίφραστα ότι ο κάθε λαός είναι άξιος της κυβέρνησής του, γιατί αυτό το σύστημα εφαρμόστηκε και σε άλλους λαούς στην Ευρώπη, όχι όμως με τέτοιους ακραίους τρόπους όπως στην Αλβανία.
Στο μυθιστόρημα αναφέρεστε στα σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια και στην αναγκαστική εργασία στα στρατόπεδα. Αυτά τα γεγονότα έχουν αναφερθεί άλλοτε στην ελληνική πεζογραφία;
Έχουν γραφτεί βιβλία με απομνημονεύματα από διάφορους Βορειοηπειρώτες που είχαν υποφέρει στις φυλακές ως πολιτικοί κρατούμενοι, όμως δεν κατάφεραν να γίνουν γνωστά στο πανελλήνιο. Πιστεύω ότι η Σινική μελάνη είναι το πρώτο μυθιστόρημα στην ελληνική λογοτεχνία που ασχολείται με τα κάτεργα και τα καταναγκαστικά έργα της Αλβανίας. Έχουμε διαβάσει στην ξένη λογοτεχνία, όπως το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Σολζενίτσιν, αμέτρητα συγγράμματα για το σταλινικό καθεστώς και ακόμα περισσότερα για τις χιτλερικές θηριωδίες, έχουμε διαβάσει για τα στρατόπεδα εργασίας της Τουρκίας όπου υπέφεραν Έλληνες, όμως στην ελληνική λογοτεχνία με θέμα τα απάνθρωπα κάτεργα της Αλβανίας, όπου οι κατάδικοι να είναι Έλληνες, εδώ πολύ κοντά, δίπλα στη γειτονιά, νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά.
Ποιες ήταν οι ποινές της απόδρασης από αυτά τα στρατόπεδα;
Αφάνταστες. Ας πούμε ισόβια. Αν και η απόδραση ήταν σχεδόν αδύνατη, ακατόρθωτη, γιατί ακόμα και να κατάφερνε να αποδράσει κάποιος από τη φυλακή, ήταν σχεδόν αδύνατο να μείνει ασύλληπτος και πολύ δύσκολο να αποδράσει στο εξωτερικό. Οι περιπτώσεις είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Παρότι στον ποινικό κώδικα της Αλβανίας δεν υπήρχε η ισόβια κάθειρξη παρά μόνο η εσχάτη των ποινών, στην πράξη, αν το καθεστώς δεν ήθελε κάποιον να τον αποφυλακίσει, τον ξαναδίκαζε επανειλημμένως με μάρτυρες συγκρατούμενους, για αντικαθεστωτική προπαγάνδα μέσα στη φυλακή, από όπου δεν έβγαινε ποτέ. Ούτε νεκρός δεν έβγαινε κανείς από τη φυλακή, αν δεν είχε εκτίσει την ποινή του. Όποιος αποφυλακιζόταν έπρεπε να είναι ακίνδυνος. Άλλωστε, μέσα στη φυλακή ήταν πιο χρήσιμος για το καθεστώς, αφού θα δούλευε τζάμπα στα ορυχεία εξορύσσοντας πολύτιμα μεταλλεύματα, απαραίτητα για το συναλλαγματικό ισοζύγιο της χώρας. Χιλιάδες ήταν οι σκλάβοι τέτοιου είδους που «συνεισέφεραν» στην «οικοδόμηση του σοσιαλισμού». Δεν ξέρω τώρα πού πρέπει να μπουν τα εισαγωγικά, στο «συνεισέφεραν» ή στην «οικοδόμηση του σοσιαλισμού».
Με λίγα λόγια, τους πραγματικούς αγωνιστές δεν τους χωράει κανένα κόμμα.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα, διέκρινα έναν ελληνισμό που βογκούσε χωρίς να τον ακούει κανείς. Για ποιο λόγο ο ελληνισμός δεν είχε συμπαραστάτες;
Πρώτον, κανείς εδώ στην Ελλάδα δεν μπορούσε να φανταστεί το μέγεθος του δράματος και, δεύτερον, τι θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα; Οι προσδοκίες των Βορειοηπειρωτών για απελευθέρωση από την Ελλάδα ήταν απατηλές, αφού τα σύνορα είχαν μοιραστεί και αλίμονο σε όποιους έπεσε η μοίρα τους να ζήσουν σε ένα καθεστώς όχι μόνο ανελεύθερο και ολοκληρωτικό, πολιτικά και οικονομικά, αλλά και ανθελληνικό. Από την άλλη, εδώ στην Ελλάδα υπήρξε εμφύλιος πόλεμος και κέρδισε η Δεξιά, στην Αλβανία κέρδισε η Αριστερά, με τα εκατέρωθεν γνωστά αποτελέσματα.
Έχουν περάσει κάμποσες δεκαετίες από την εποχή του Χότζα. Σήμερα υπάρχουν άνθρωποι στην Αλβανία που αναπολούν εκείνα τα χρόνια;
Μπορώ να πω ότι υπάρχουν εκείνοι, λίγοι μεν αλλά υπάρχουν, που εξυπηρέτησαν το καθεστώς, εκείνοι που ασκούσαν εξουσία. Όχι ότι έκαναν ποιος ξέρει τι ζωή σε σχέση με τους υπόλοιπους, άλλωστε δεν γνώριζαν καν ότι υπήρχε καλύτερη ζωή στον κόσμο, αλλά η εξουσία πάνω στους συνανθρώπους ασκεί πάντα μια μέθη, μια ικανοποίηση, είναι κάτι το κτηνώδες, το πρωτόγονο. Επιπλέον, με τη σημερινή κατάσταση στην Αλβανία, που όλα αυτά τα χρόνια κυβερνάνε εναλλάξ συμμορίες ληστών, υπάρχουν πολλοί που έχουν κάθε λόγο να αναπολούν εκείνο το καθεστώς. Εκείνοι που ασφαλώς δεν υπέφεραν στα κάτεργα. Οι άνθρωποι ήταν ανελεύθεροι μεν, αλλά εξασφαλισμένοι, σαν να πούμε ενσταβλωμένοι. Γιατί η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα, αλλά υπάρχει μια απαραίτητη προϋπόθεση: να την ασκεί ένας λαός με την ανάλογη χειραφέτηση.
Μου αρέσει που στο μυθιστόρημα περνάτε το μήνυμα της μάχης της δημοκρατίας ενάντια του ολοκληρωτισμού. Αυτή η πάλη έχει πάντοτε θετικά αποτελέσματα;
Η πάλη της δημοκρατίας κατά του ολοκληρωτισμού έχει τουλάχιστον δυόμισι χιλιάδες χρόνια που διεξάγεται από την ανθρωπότητα. Και στο όνομα της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της ισότητας ενήργησαν όλοι οι δικτάτορες του κόσμου. Για τον κάθε άνθρωπο, οι δημοκρατικές ή οι ολοκληρωτικές επιλογές και η σχέση του με την εξουσία είναι στάση ζωής. Δηλαδή με ποιον τρόπο προτιμάει ο άνθρωπος να ζήσει τη ζωή του: προσκολλημένος στην πλευρά της εξουσίας και απολαμβάνοντας τις χάρες της, ή μαχόμενος εναντίον της για ένα καλύτερο μέλλον; Η μάχη αυτή δίνεται τόσο μέσα σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα όσο και σε ένα δικτατορικό, κοινό χαρακτηριστικό της είναι ότι ποτέ η εξουσία δεν αγαπάει τους ήρωες και τους αγωνιστές που ζητάν είτε να ανατρέψουν είτε να βελτιώσουν κάποια κατάσταση. Η διαφορά είναι πώς αντιμετωπίζονται από τα διάφορα καθεστώτα: στον ολοκληρωτισμό, με φυλακίσεις και εκτελέσεις, στη δημοκρατία, να τους θέτουν «εκτός κόμματος» όπως λένε. Με λίγα λόγια, τους πραγματικούς αγωνιστές δεν τους χωράει κανένα κόμμα. Τους μισούν όσο ζουν και τους δοξάζουν όταν δικαιωθούν, με προεξάρχοντες ακριβώς εκείνους που τους πολέμησαν περισσότερο, γιατί μόνο εκείνοι έχουν τη δυνατότητα να ελίσσονται τόσο εύκολα και βρίσκονται πάντα στο πλευρό της εξουσίας.
Μένετε στην Ελλάδα από το 1991. Πώς είδατε την εγκατάστασή σας εκείνη την εποχή στην πατρίδα;
Ήταν σαν το άνοιγμα της φυλακής. Γιατί όλη η Αλβανία ήταν μια φυλακή. Με συρματοπλέγματα, με δελτίο τροφής, με παρακολούθηση και με όλα. Ένας ενθουσιασμός για μια καλύτερη ζωή, για να προλάβουμε τον χαμένο χρόνο, γιατί ήμουν τότε σαράντα ετών και τσακισμένος ψυχικά και σωματικά από τη βαριά δουλειά. Ήταν τα χρόνια της ευτυχίας και του ενθουσιασμού για ένα καλύτερο μέλλον. Η μάχη για το καλύτερο φέρνει περισσότερη ευτυχία από το ίδιο το καλύτερο. Η πικρία μας ήταν ότι εδώ κανείς δεν πρόσεχε κανέναν, ήμουν ελεύθερος, αν ήθελα, ακόμα και να πεθάνω από την πείνα. Κανείς δεν με παρακολουθούσε, ούτε για καλό ούτε για κακό.
Γράφετε πολλά χρόνια και είσαστε γνωστός στον χώρο της πεζογραφίας. Είσαστε ικανοποημένος από την πορεία σας στα ελληνικά γράμματα;
Η ικανοποίηση δεν έχει τέλος. Τα μυθιστορήματά μου δεν είναι προορισμένα για να γίνουν μπεστ σέλερ, γιατί φέρνουν προβληματισμούς περισσότερους από όσο μπορεί να αντέξει ένας μέτριος αναγνώστης, επιπλέον τα θέματά μου κρατούν μακριά μεγάλη μερίδα συνανθρώπων που δεν θέλουν να προσθέσουν άλλες σκοτούρες στο κεφάλι τους πέρα από την καθημερινότητα, οι ήρωές μου δεν είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, αλλά άτομα που έχουν περάσει μέσα από ακραίες καταστάσεις, που έχουν ζήσει σε έναν άλλο κόσμο, τόσο διαφορετικό, ένας ελληνισμός στις παρυφές, συχνά αμφισβητημένος και παρεξηγημένος. Ωστόσο πιστεύω ότι οι κοινωνικές, ιδεολογικές και εθνικές αντιπαραθέσεις αποτελούν για τη λογοτεχνία μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Είναι μια θεματολογία που ποτέ δεν εξαντλείται και δεν χάνει το ενδιαφέρον της. Βρίσκομαι στο μεταίχμιο του ελληνισμού, είμαι ο συγγραφέας των συνόρων, μου το έχουν πει. Τα σύνορα είναι για μένα ένας πυκνωτής με τεράστια ενέργεια, με δύναμη, με συγκρούσεις και με όλα τα στοιχεία που αποτελούν τη μαγεία της λογοτεχνίας.
Τα σύνορα είναι για μένα ένας πυκνωτής με τεράστια ενέργεια, με δύναμη, με συγκρούσεις και με όλα τα στοιχεία που αποτελούν τη μαγεία της λογοτεχνίας.
Ποιοι συγγραφείς σάς επηρέασαν και σας έδωσαν το ερέθισμα να ξεκινήσετε να γράφετε;
Είναι αστείο, αλλά τα ίδια τα κείμενα του σχολείου ασκούσαν πάνω μου μια γοητεία. Η επιθυμία να γράφω αναπτυσσόταν παράλληλα με τη γνώση της λογοτεχνίας και οι γνώσεις μου στο σχολείο τελείωσαν με τα μυθιστορήματα του δέκατου ένατου αιώνα, τα γαλλικά και ρώσικα κυρίως, μεταφρασμένα στα αλβανικά. Την ελληνική γλώσσα τη θαύμαζα από τον προφορικό της λόγο. Η ηπειρώτικη γλύκα της ομιλίας της περιοχής μου, της Δρόπολης, είναι ασύγκριτη. Ο διάσημος γλωσσολόγος Χατζιδάκις είχε πει ότι στη Δρόπολη και στο Δέλβινο μιλιούνται τα καλύτερα ελληνικά. Τα δημοτικά τραγούδια, οι μπαλάντες, που μας τις μάθαιναν τα βράδια οι μανάδες και οι γιαγιές. Μπορώ να αποστηθίσω εκατοντάδες, αν μη και χιλιάδες στίχους δημοτικών τραγουδιών.
Τι θα προτείνατε στους νέους συγγραφείς;
Υπάρχουν σήμερα πολλοί νέοι πεζογράφοι που ξέρουν να γράφουν ωραία. Έχουν μερικές φορές το ελάττωμα να χρησιμοποιούν στην πεζογραφία περισσότερο ποιητικό λόγο από όσο χρειάζεται, αλλά η βασική συμβουλή που θα ήθελα να δώσω είναι ότι πρέπει να γνωρίσουν τη ζωή σε όλο το βάθος της, τα μεγάλα προβλήματά της, να κοιτάξουν από ψηλά και με αμεροληψία κάθε ιδεολογία και πολιτική τοποθέτηση και να εμβαθύνουν στα άδυτα της ψυχής του ανθρώπου, ο οποίος ζει σε ένα συγκεκριμένο κατεστημένο καθεστώς. Με λίγα λόγια, να έχουν κάτι το ξεχωριστό να πουν.
Σινική μελάνη
Τηλέμαχος Κώτσιας
Εκδόσεις Πατάκη
507 σελ.
ISBN 978-960-16-7698-2
Τιμή €18,80
πηγή : diastixo.gr