«Τι είναι η ποίηση, άλλη μια φορά» του Μ. Γ. Μερακλή
Στο ερώτημα αν η φρικιαστική βία των τζιχαντιστών ή οι απροσμέτρητες δοκιμασίες των μεταναστών στον σύγχρονο κόσμο έχουν και μια ποιητική διάσταση, νομίζω πως μπορούν, ίσως, να δώσουν μια καταφατικήν απάντηση δύο θεμελιώδεις λέξεις του ορισμού της αρχαίας τραγωδίας, όπως τον διατύπωσε ο Αριστοτέλης: «έλεος» (συμπόνια, συμπάσχειν) και «φόβος» (Περί Ποιητικής, 1449b).
Σε βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2013 (από τον Κέδρο), με μεταφρασμένα από τον Κώστα Νησιώτη μέρη των έργων του Søren Kierkegaard (ο Ludwig Wittgenstein τον είπε «με διαφορά τον πιο εξέχοντα διανοητή του 19ου αιώνα»), διαβάζω: «“Δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν”, λέει ο Αριστοτέλης (…). Η φράση αφορά τη σχέση του θεατή με την τραγωδία. Προϋποθέτει ότι ο θεατής είναι ικανός να επηρεαστεί από την τραγωδία. Η τραγωδία αφυπνίζει το φόβο και τον οίκτο στον επηρεασμένο θεατή, τον κάνει να ξεχνά τον εαυτό του για να απορροφηθεί στο μαρτύριο του ήρωα. Χωρίς φόβο και συμπόνια θα παραμείνει αμέτοχος. Αν δεν καταφέρει να νιώσει παρά μόνο εγωιστικό φόβο, είναι ανάξιος θεατής. Εννοείται φυσικά ότι, στην προκειμένη περίπτωση, φόβος και έλεος έχουν συγκεκριμένο νόημα, όπως και δεν εννοείται ότι όποιος φοβάται και συμπονάει μπορεί να καταλάβει μια τραγωδία. Νιώθει την τραγωδία μόνο αυτός που διαβλέπει το ποιητικό στοιχείο της, που μέσα από το φόβο και τη συμπόνια καθαρίζεται από το ευτελές και το εγωιστικό» (σ. 289).
Αξίζει λοιπόν να προσέξουμε, ότι ο Κίρκεγκαρντ ως προϋπόθεση της μέσῳ της συμπόνεσης και του φόβου ψυχικής κάθαρσης θέτει και μια ποιητική ευαισθησία, η οποία πάντως αφορμάται ήδη από τη θέα των ίδιων των φρικτών πραγμάτων.
Ο Theodor Adorno διατύπωσε στο έργο του Αισθητική Θεωρία (Φρανκφούρτη 1973, σ. 81) τη φράση πως μπορεί κανείς γενικά να πει ότι το Ωραίο πήγασε αρχικά από το Άσχημο, και όχι αντίστροφα. Και ο διάσημος μελετητής του ευρωπαϊκού λαϊκού παραμυθιού Max Lüthi γράφει ότι οι διάφοροι αδιαμόρφωτοι γίγαντες και οι δαίμονες υπήρξαν αρχαιότεροι από τους θεούς (νομίζω πως η εκδοχή αυτή, αισιόδοξη, υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι προοδεύουν εξελισσόμενοι από το άσχημο-κακό στο ωραίο-καλό,∙αλλά η αρχαϊκή μυθική σοφία που έπλασε την Γένεσιν είχε κιόλας εννοήσει ότι το ζεύγος Κάιν και Άβελ έπρεπε να γεννηθεί συγχρόνως).
Όσον αφορά πάντως τον Κίρκεγκαρντ, με όσα λέει γίνεται πρόδηλο ότι δίπλα στην ποιητική διάσταση εισάγει αυτός και μιαν ακόμα, την ηθική διάσταση.
Αυτήν τη συμπόρευση Αισθητικής και Ηθικής είχε κηρύξει ήδη στον 18ον αιώνα ο Φρειδερίκος Σίλλερ στις φημισμένες (27) επιστολές του Περί της αισθητικής παιδείας του ανθρώπου (1795), στις οποίες ζήτησε να οικοδομήσει την Αισθητική Πολιτεία του (μια παραλλαγή, θα έλεγε κανείς, της πλατωνικής Πολιτείας), βασισμένη πάνω στα δύο αυτά θεμέλια. Αντιγράφω από τα «Επιλεγόμενα» του Κώστα Ανδρουλιδάκη στο μεταφρασμένο από τον ίδιο εν λόγῳ έργο (Ιδεογράφημα, 2006): «… η αισθητική πολιτεία σημαίνει, πρώτα, το πεδίο της Τέχνης –και κατ’ επέκτασιν της ομορφιάς– που αποτελεί μιαν ιδιαίτερη περιοχή μεταξύ των πεδίων της φυσικής αναγκαιότητας και των ηθικών νόμων. Η αποστολή της συνίσταται στην απαλλαγή του κοινωνού και του πολίτη της (…) από τους περιορισμούς της ατομικότητας και της ιδιοτέλειας, στην εξύψωσή του στο επίπεδο του κοινού και άρα του καθολικού Λόγου και τελικώς στη μετάβασή του από το πεδίο της φυσικής αναγκαιότητας στο πεδίο της ηθικότητας, της ελευθερίας, αλλά συγχρόνως και της ευδαιμονίας» (σ. 218).
Ο Κωστής Παλαμάς μιλούσε συχνά για κάτι που θα μπορούσαμε να το προσδιορίσουμε ως: αισθητικοποίηση του ηθικού. Και είναι αυτό εφικτό από τον άξιο δημιουργό, που θα ήθελε να εισαγάγει στο έργο του και τη διάσταση της ηθικότητας ή και να προπαγανδίσει κάποιαν ιδεολογία. Ανέφερε κάπου π.χ. για την πρώτη περίπτωση τον Τολστόη, για τη δεύτερη περίπτωση τον Μάξιμο Γκόρκυ. Διάβαζε μια μελέτη του Τολστόη εναντίον της εκλαμβανόμενης από το συγγραφέα ανηθικότητας του Μωπασσάν, γραμμένη «κάτω από το βάρος της αντικαλλιτεχνικής τολστοϊκής ιδεολογίας», όμως ο ποιητής αναγνώριζε ότι «ο αταίριαστος ηθικολόγος Τολστόης μένει πάντα κι ένας λογοτέχνης κριτικός πρώτης γραμμής! Κάτου από το χριστιανικό του σοσιαλισμό ζει πάντα και καρδιοχτυπά ο καλολογικός του οίστρος». Με ανάλογη κατάφαση εκφραζόταν και για τον «νεοφώτιστο επαναστάτη σοσιαλιστή Γκόρκυ, που χτυπούσε αμείλικτα τους «κυνικούς» συγγραφείς της Ευρώπης – η συγγραφική στόφα του τον εξιλέωνε … (Άπαντα, τόμος 10, σ.487).
Ο Ιωσήφ Βιβιλάκης ξεκινώντας (στο βιβλίο του Το κήρυγμα ως performance, (Αρμός, 2013) από εικόνες βίας, όπως υπάρχουν στα χριστιανικά λαϊκά κηρύγματα της Τουρκοκρατίας (όπου ο άνθρωπος αγωνίζεται, ως στρατιώτης του Χριστού, ενάντια στο δαιμονικό στοιχείο), φτάνει έως και στην Αγγλίδα θεατρική συγγραφέα Σάρα Κάιν (1971-1999), που δημιούργησε στα έργα της «φρικιαστικές σκηνές πόνου». Σε μια συνέντευξή της είχε πει: «Για μένα η χρησιμότητα του θεάτρου είναι να βιώσουμε κάτι μέσῳ της τέχνης με τρόπο που να μην είναι απαραίτητη μια ανάλογη εμπειρία στη ζωή. Αν βιώσουμε την ακραία εμπειρία στο θέατρο, ίσως αυτό να μας αποτρέψει να ασκήσουμε ανάλογη και ακραία βία έξω στο δρόμο» (σ. 118-119). Αυτό συνιστά και τη σωτηριολογία της βίας.
Ίσως όμως έτσι προκύπτει μια τέχνη –όπως συνέχιζε να την αποκαλεί η Αγγλίδα συγγραφέας– στην οποίαν η (ίσως κακώς εννοούμενη πλέον) ηθική έχει επικρατήσει ολότελα επάνω στην αισθητική. Και ανοίγεται μια ακόμα πλατιά πόρτα εισόδου στη διακηρυγμένη ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα «Τέχνη του άσχημου».
Πηγή : diastixo.gr