Θωμάς Κοροβίνης: «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!»

2020-04-13 15:04

Θωμάς Κοροβίνης: «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!»

«Γραμμένο είναι να πάγω από χέρι αδερφών, άδικα ολότελα κι εγώ, σαν κι άλλα, πόσα, παλικάρια σου, καμένη μου πατρίδα». Με αυτόν τον τρόπο τελειώνει η νουβέλα του Θωμά Κοροβίνη Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε! (Εκδόσεις Άγρα, 2019), που σκιαγραφεί το προφίλ του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ενός από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821, επιχειρώντας να αφουγκραστεί τους προβληματισμούς και τις σκέψεις που είχε μία ώρα πριν δολοφονηθεί από τους δικούς του ανθρώπους, από εκείνους που έδωσαν μαζί τη μάχη για να ελευθερωθεί η Ελλάδα από τον τούρκικο ζυγό. Από τη φυλακή της Ακρόπολης όπου τον έχουν αλυσοδεμένο, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βλέπει ολόκληρη τη ζωή του να περνάει μπροστά από τα μάτια του· τους αγώνες του, τον άδικο κατατρεγμό του, τις ιδιοτελείς επιδιώξεις των απηνών διωκτών του, διατηρώντας ακόμη μια κρυφή ελπίδα πως θα καταφέρει –έστω και την ύστατη στιγμή– να τους πείσει να δικαστεί για να αποδείξει την αθωότητά του.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος συνταίριαζε στην προσωπικότητά του σπάνια μόρφωση, άριστες στρατιωτικές δυνατότητες, ασυμβίβαστο πνεύμα και φλογερή καρδιά, στοιχεία που συνενώνονταν όλα μαζί σε έναν εκρηκτικό χαρακτήρα. Δίκαιος με τους έντιμους, αμείλικτος με τους υποκριτές και τους κατεργαραίους, είχε δύο μεγάλους καημούς στη ζωή του – τη «ραγιαδοσύνη» και τη «φυλακή». Ευτύχησε να έχει το θάρρος σύμμαχο στην πορεία του, να μην υποκύπτει μπροστά στις αντιξοότητες και τις κακουχίες της καθημερινότητας και να μην αφήνει τη σκέψη του να μουλιάζει μέσα σε ιδέες βλαπτικές για τον αγώνα ολόκληρου του γένους.

«Ποιος είναι ο μέγιστος του Αγώνος εχθρός; Η αδηφάγος μεταξύ δημογερόντων και καπεταναίων έρις». Έζησε από πρώτο χέρι τι πάει να πει φιλονικία, διαμάχη, φθόνος και προδοσία. Βίωσε χτυπήματα κάτω από τη μέση, υπερπήδησε εμπόδια, κατανίκησε τον εγωισμό και γήτεψε το πείσμα του. Αγωνίστηκε με τη σπάθα του, την «Ασήμω», άγρυπνο φρουρό δίπλα του μέρα-νύχτα, για το «ξεσκλάβωμα του Γένους. […] Δι’ όλα τα σκλάβα γένη. Και για τα Τουρκάκια επίσης. […] Εναντίον του κοινού μας Τυράννου».

Υπήρξε, επίσης, διπλωμάτης και πανούργος, ενώ γνώριζε πότε να παίρνει ρίσκα και πότε να προβαίνει σε μυαλωμένες κινήσεις, προσποιούμενος πως υποχωρεί ή ακόμα και πως συνεργάζεται με τον εχθρό. Το μόνο που δεν μπορούσε να κάνει ήταν να σιωπήσει και να κλείσει τα μάτια του απέναντι στους «οφιούς όπου γεννοβολούν τα περβόλια της δημογεροντίας και η φαναριώτικη ίντριγκα».

 Χρησιμοποιώντας γλώσσα ανεπιτήδευτη, στην οποία παρεισφρέουν λόγια και λαϊκά στοιχεία, καθώς και αναφορές σε τούρκικες, αλβανικές και ιταλικές λέξεις, καθιστά τη μαρτυρία του Ανδρούτσου ακόμη πιο ρεαλιστική, σαν να έχει μόλις βγει από τα χείλη του.

Δεν φοβόταν τον θάνατο στη μάχη –αυτή θα ήταν μια ένδοξη στιγμή–, δεν λογάριαζε, όμως, πως αυτοί που ξεσκλάβωσαν την Ελλάδα είχαν πέσει τώρα πάνω σε «τυραννία… χειρότερη από των Τούρκων». Αυτό τον πνίγει, τον εξαγριώνει, του κατατρώει την ψυχή, δεν του επιτρέπει να ηρεμήσει λίγο πριν από το τέλος και να φύγει με τη στωική αταραξία του Σωκράτη.

Ο Θωμάς Κοροβίνης αναμετριέται με ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα και βγαίνει νικητής, χάρη στη διεξοδική έρευνα που πραγματοποίησε και την ικανότητα που έχει να σμιλεύει καλά τη γλώσσα και να ψυχογραφεί σε βάθος τους χαρακτήρες του. Δεν φτιάχνει έναν μονόπλευρο Οδυσσέα Ανδρούτσο, απλώς έναν λυγερόκορμο και αλύγιστο επαναστάτη, αλλά τον μπολιάζει με στοιχεία καθημερινότητας, με πάθη και αδυναμίες, φωτίζοντας παράλληλα το πλαίσιο της εποχής όπου έζησε και δραστηριοποιήθηκε. Χρησιμοποιώντας γλώσσα ανεπιτήδευτη, στην οποία παρεισφρέουν λόγια και λαϊκά στοιχεία, καθώς και αναφορές σε τούρκικες, αλβανικές και ιταλικές λέξεις, καθιστά τη μαρτυρία του Ανδρούτσου ακόμη πιο ρεαλιστική, σαν να έχει μόλις βγει από τα χείλη του.

Όσοι ισχυριστούν πως πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν έχει σύγχρονα μηνύματα, θα κάνουν το λάθος να υποβαθμίσουν τη διαχρονικότητα που διατηρούν οι σημαντικές προσωπικότητες στην Ιστορία, τόσο για τους μελετητές όσο και για τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους που προσπαθούν να εμπνευστούν από αυτές.

Η νουβέλα του Θωμά Κοροβίνη αποτελεί ένα μάθημα όχι μόνο για το πώς λειτουργούν οι μηχανισμοί της εξουσίας, αλλά και για την ανεξάντλητη δύναμη του «σκλάβου», που αν «κάμη την απόφασιν να λυγίση τα δεσμά του, ο κατακτητής δεν το φθάνει το σθένος του». Μας υπενθυμίζει πως η «μπέσα» και το φιλότιμο είναι στοιχεία των λαών που προοδεύουν και εξελίσσονται, αποφεύγοντας τα λάθη των προηγούμενων γενεών.

Μέσα από τη φανταστική εξομολόγηση του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί κοινά σημεία ανάμεσα στο τότε και το τώρα, που σχετίζονται κυρίως με την ηθική και συνειδησιακή αλλοίωση των κοινωνιών. Ο Ανδρούτσος δεν ζήτησε προνόμια, τίτλους εξουσίας ή μερτικό στη μοιρασιά, το μόνο που επιδίωξε ήταν εντιμότητα από τους συμπολεμιστές του, να του αναγνωρίσουν όλα όσα προσέφερε για την πατρίδα και όχι να τον κατηγορούν ως εχθρό της – κι αυτόν κι άλλους, όπως τον Κολοκοτρώνη.

thkorovns«Ένα ελάφι που εξακολουθεί να αγωνίζεται, το φοβούνται πιότερο από ένα λεοντάρι που έχει αποκλειστεί στη φωλιά του», βάζει ως λόγια στο στόμα του Ανδρούτσου ο συγγραφέας, αφού ο Οδυσσέας υπήρξε ένα ατίθασο ελάφι, που πολεμούσε σαν λιοντάρι, τοποθετώντας τον εαυτό του κάτω από το συλλογικό καλό. Αυτόν τον άνθρωπο διαπόμπευσαν, φυλάκισαν και δολοφόνησαν, αποδεικνύοντας με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο αυτό που έγραφε ο Γιάννης Σκαρίμπας για την Επανάσταση του 1821: «Οι λέγοντες ότι η Επανάσταση ήταν μόνον Εθνική, ή είναι αδιάβαστοι ή δε μας λένε την αλήθεια. Σκοτώνοντας τους Τούρκους ήξερε ότι σκοτώνει το σύμμαχο των κοτζαμπάσηδων. Χωρίς τον αφανισμό πρώτα αυτουνού, δεν μπόραε να ξεπάτωνε τους άλλους. Το ότι σ’ αυτό η Επανάσταση γελάστηκε, δεν παειναπεί διόλου ότι τους εφείσθη. Θα τους πέρναε εν στόματι μαχαίρας. Το ότι νόμισε ότι για τούτο είχε καιρό, αυτό την έφαγε... Η Επανάσταση απότυχε…»

 

«Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!»
Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου
Θωμάς Κοροβίνης
Άγρα
112 σελ.
ISBN 978-960-505-419-9
Τιμή €12,50
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr