Θέατρο-«“Τυφλή εμπιστοσύνη” του Ανδρέα Φλουράκη στο Θέατρο Επί Κολωνώ» της Δώρας Τσόγια
«Φτωχός ή πλούσιος ο καθένας μας, μοιάζει με το φύλλο μιας τράπουλας που μοιράζεται και ξαναμοιράζεται σε ατέλειωτες παραλλαγές παιχνιδιών». Το έργο του Ανδρέα Φλουράκη ξεκινάει με έναν σύντομο αλλά μεστό μονόλογο ενός «τυφλού» (σε τι;) άντρα πάνω στο τι σημαίνει να ζει και να πεθαίνει κανείς. Ο Νίκος Γεωργάκης, που τον ενσαρκώνει υπέροχα, τον κάνει εξαρχής συμπαθή σε μας, δίνοντάς του μια διαχρονική αίσθηση – σαν να ζει και να ξαναγεννιέται ο ίδιος μέσα από αυτές τις ατελείωτες παραλλαγές παιχνιδιών. «Εγώ πιστεύω πως όσοι θεωρούν ότι η ζωή τελειώνει όταν πεθάνεις δεν ξέρουν τι τους γίνεται, για τους άλλους που προσεύχονται για έναν παράδεισο και κουραφέξαλα δεν θα το σχολιάσω καν». Σε τι να πιστεύει τελικά κανείς; Σε τι μπορεί να έχει τυφλή εμπιστοσύνη; Στον Θεό; Στον παράδεισο; Στην τύχη; Στην ομορφιά; Στον εαυτό του; «Βέβαια τώρα σε θέματα πίστης, άντε να τους πιστέψεις και να σε πιστέψουν». Ο Άντρας που παίζει χαρτιά και χρησιμοποιεί τον τυφλό άντρα ως γούρι πιστεύει στο κυνήγι του χρήματος – δεν είναι σίγουρο αν πιστεύει στο ίδιο το χρήμα. Ο Βαγγέλης Ψωμάς, νευρωτικός όσο πρέπει, όπως ορίζει ο ρόλος, μάς κάνει να σκεφτούμε ότι δεν είναι τόσο θέμα πίστης, αλλά εθισμού, σε κάτι άλλο έξω από τον εαυτό του. Έτυχε να είναι η τράπουλα. Η Γυναίκα λέει ότι πιστεύει στο χρήμα – από μικρή, αλλά πάνω απ’ όλα πιστεύει στην ίδια: «πάντα είχα τυφλή εμπιστοσύνη στον εαυτό μου». Η Γωγώ Καρτσάνα υποδύεται επιδέξια την αδυσώπητη γυναίκα, αποφασισμένη να πετύχει το στόχο της. Μπορεί να είναι κι η ίδια η Μοίρα. Το στιλιζαρισμένο σκηνοθετικό στήσιμο των χαρακτήρων του Άντρα και της Γυναίκας αναδεικνύει την απόγνωσή τους. Και ο τυφλός; Αυτός μοιάζει να είναι το τραπουλόχαρτο που το φύσηξε ο άνεμος και έχει εμπιστοσύνη στη μοίρα: ότι έτσι και αλλιώς κάπου θα καταλήξει. Δεν μοιάζει να εκπλήσσεται όταν ανακαλύπτει ότι τον προδίδουν. Σχεδόν το περίμενε. Έχει αυτή τη διαχρονική υπόσταση, τον ρόλο του καταλύτη, του ανθρώπου που ταξιδεύει μέσα στον χρόνο και έχει «δει» τόσα πολλά που τίποτα δεν μπορεί πια να τον εκπλήξει. Δεν είναι όμως αναίσθητος, συνάπτει σχέσεις, φιλικές, ερωτικές, σχέσεις εμπιστοσύνης. Δίνεται, αλλά δεν αυτοκαταργείται. Ο Άντρας κι η Γυναίκα, αντίθετα, προσπαθούν να ελέγξουν με αγωνία την τύχη τους. Θυμώνουν, λυπούνται, χαίρονται, καταστρώνουν σχέδια, προδίδουν. Ο τυφλός άντρας, ποτέ· αυτός έχει ένα σημάδι στην πλάτη του που μοιάζει με τραπουλόχαρτο. Έτσι κάνει τους άλλους να τον εμπιστευτούν – γιατί φαινομενικά είναι σημαδεμένος από την ίδια την τύχη. Ο ίδιος ρωτάει με αγωνία για αυτό το σημάδι, ενώ ξέρει τι είναι.
Ένα όνειρο διατρέχει όλο το έργο, στο οποίο επιστρέφει ο τυφλός άντρας ελπίζοντας, σαν να βρίσκεται σε ψυχοθεραπεία, ότι κάποιος θα τον ακούσει και αν γίνεται –που δεν μπορεί να γίνει, γιατί κανένας δεν ακούει κανέναν εδώ παρά μόνο τον εαυτό του– θα τον βοηθήσει κιόλας να το κατανοήσει. Το όνειρο εκτυλίσσεται σ’ ένα κτήριο που μοιάζει να δημιουργήθηκε κατευθείαν στα εργαστήρια του ασυνείδητου: με σκάλες, πολλά επίπεδα, στροφές, αχανείς εκτάσεις, που αλλάζουν, ελίσσονται, ανεβαίνουν, κατεβαίνουν, συναντώντας παλιές συμμαθήτριες, νοσοκόμες, τον εαυτό του γυμνό… Ο τυφλός άντρας «βλέπει» στο όνειρο, και πράγματι, οι τυφλοί μπορούν να ονειρεύονται, ότι μπαίνει σ’ ένα κτίριο ψάχνοντας βοήθεια για τα μάτια του, κουβαλώντας μια σακούλα με άσπρες φανέλες– Εκείνης. Διάφορες γυναίκες, όλες με κρυμμένη ή θαμμένη σεξουαλικότητα (με σφιχτά δεμένο κότσο ή ηλικιωμένες), προθυμοποιούνται να τον βοηθήσουν. Κλείνει το ραντεβού του και φεύγει, ξεχνώντας τη σακούλα με τα ασπρόρουχα – πιθανώς συμβολίζοντας τη χαμένη αγνότητα; Την πρώτη εκείνη επαφή με την σεξουαλικότητα ίσως; Γυρνάει πανικόβλητος στο κτίριο – όχι για το ραντεβού του, σε αυτό αποφασίζει να μην πάει (για να μην βλέπει ή να μην αποτύχει και απογοητευτεί;) αλλά για την ξεχασμένη σακούλα. Ανακαλύπτει τελικά ότι δεν είναι οφθαλμολογικό ιατρείο, αλλά οίκος ευγηρίας – κάτι έχει γεράσει μέσα του. Συνειδητοποιεί έντρομος ότι είναι γυμνός και κάποιος του προσφέρει μια ιατρική ρόμπα για να κρύψει τη γύμνια του: ο τυφλός άντρας έγινε ασθενής που αναμένει φροντίδα. Όχι από τους γιατρούς, στην προκειμένη περίπτωση, αλλά από την πρώτη του αγάπη με τις άσπρες φανέλες. Ξαναμπαίνει στο κτίριο και συναντάει την παλιά συμμαθήτρια με την οποία ήταν ερωτευμένος, αλλά ντρέπεται για την αμφίεσή του. Στο τέλος του ονείρου ο τυφλός άντρας καταλαβαίνει ότι δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ξεντυθεί μπροστά στην παλιά του συμμαθήτρια. Να αποκαλύψει τον εαυτό του. Μήπως και τον αγαπήσει όπως είναι. Τα ασπρόρουχα, άθικτα μέσα στη συσκευασία τους, περιμένουν στην αίθουσα αναμονής. Σαν να μην ολοκληρώθηκε κάτι στον ίδιο, ή πιθανώς μεταξύ τους.
Την ονειρική αίσθηση του έργου σέβονται απόλυτα τόσο ο σκηνοθέτης, ο Σταύρος Στάγκος, ακολουθώντας την αυθαίρετη πορεία των ονείρων και όχι μια γραμμική αίσθηση του χρόνου, όσο και ο Αλέξανδρος Κακλαμάνης με το υπέροχο βίντεο που απεικονίζει το όνειρο, αλλά και οι ηθοποιοί, που μοιάζουν να παίζουν όχι σε θεατρικό έργο αλλά σε όνειρο. Το κλειδί στο έργο ίσως είναι το όνειρο. Το κλειδί στη ζωή ίσως είναι τα όνειρα. Ο Ανδρέας Φλουράκης φαίνεται να γνωρίζει καλά αυτό που είπε ο Φρόιντ, ο πατέρας της Ψυχανάλυσης,: ότι τα όνειρα είναι η βασιλική οδός προς το ασυνείδητο. Ακόμα κι αν αυτή δεν είναι στρωμένη με κόκκινο χαλί, αλλά με το ασπρόμαυρο μωσαϊκό του κτιρίου «Μπάγκειον», όπως στο όνειρο του τυφλού άντρα. Όπως λέει ο ίδιος άντρας καθώς κλείνει ένα κεφάλαιο της ζωής του και μαζί και το έργο: «Με το που ξυπνάω πάντα προσπαθώ να θυμηθώ τ’ όνειρο που είδα το βράδυ, να καταλάβω… γιατί το όνειρο είναι το κλειδί, το μόνο που μένει είναι να το βάλεις στη σωστή κλειδαρότρυπα ν’ ανοίξει η πόρτα, να δούμε τι μας περιμένει.»
Ο θάνατος φαίνεται να είναι το θέμα που σιγοβράζει κάτω από το έργο. Το παιχνίδι με την τύχη, η κόψη του ξυραφιού, το ρίσκο ανάμεσα στο «όλα» και το «τίποτα», θυμίζουν τα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι για να ξεφύγουν από την αγωνία του θανάτου. Γιατί όπως λέει και η μοιραία Γυναίκα, «Τα πάντα αλλάζουν απ’ τη μια μέρα στην άλλη σε αυτή τη ζωή, χωρίς ηθική, χωρίς δικαιοσύνη».
Η ευρηματική σκηνοθεσία του Σταύρου Στάγκου σε συνδυασμό με τις επιτυχημένες μουσικές επιλογές στα κατάλληλα σημεία δεν μας αφήνουν να νιώσουμε ασφυκτικά μέσα στο κλειστό σύστημα των τριών χαρακτήρων, αλλά αντίθετα μας ταξιδεύουν στο σύμπαν του καθένα χωρίς εμπόδια, όπως ακριβώς διασταυρώνονται και οι ζωές των ανθρώπων. Μια παράσταση καλοφτιαγμένη, ένα έργο άκρως ενδιαφέρον, για την τύχη, τα όνειρα, τη ζωή, την εμπιστοσύνη, το θάνατο. «Είμαστε τα φύλλα μιας τράπουλας και μένει να παίξουμε όσο καλύτερα μπορούμε, τι άλλο να κάνουμε». Και η ζωή τελικά; «Είναι όμορφη; Άσχημη;» Αυτή η φράση που επαναλαμβάνεται επιδέξια και με υπόγεια αγωνία από το στόμα του τυφλού άντρα μοιάζει να συνοψίζει ένα κεντρικό ερώτημα που δεν αρθρώνεται –διατυπώνεται όμως μέσα στο έργο η απάντησή του: «Η ομορφιά βρίσκεται στο άγγιγμα, στο φιλί. Σε μια ωραία κουβέντα με κάποιον».
Συντελεστές
Κείμενο: Ανδρέας Φλουράκης
Σκηνοθεσία: Σταύρος Στάγκος
Φωτογραφία: Νίκος Βλασόπουλος
Σκηνικά/Κοστούμια: Μαρία Παπαδοπούλου
Video Artist: Αλέξανδρος Κακλαμάνος
Κίνηση: Στέλλα Κρούσκα
Μουσική: Λάκης Χαλκιόπουλος
Μουσική επιμέλεια: Σταύρος Στάγκος
Βοηθός σκηνοθέτη: Έλενα Παπαγεωργίου
Γραφίστας: Βίκυ Πάφα
Βοηθός ενδυματολόγου: Τζίνα Ηλιοπούλου
Φωτογραφίες δημοσιότητας: Μάριος Θεολόγης
Παραγωγή: EPOPSIS
Ερμηνεύουν:
Νίκος Γεωργάκης, Γωγώ Καρτσάνα, Βαγγέλης Ψωμάς
Παραστάσεις έως 24 Απριλίου, 2016
Σάββατο & Κυριακή στις 7.30 μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων
Γενική είσοδος: 12,00 ευρώ
Σκηνή Black Box
Θέατρο Επί Κολωνώ
Ναυπλίου 12 και Λένορμαν 94 , Κολωνός
Τηλ.: 210 5138067
Πηγή : diastixo.gr