Θέατρο-«Σκοτ ΜακΦέρσον: “Marvin's Room” στο Vault» της Μάριον Χωρεάνθη
Οι συμφορές άλλοτε χωρίζουν τους ανθρώπους κι άλλοτε τους (ξανα)φέρνουν κοντά. Στην περίπτωση της Μπέσι και της Λι, τα χρόνια προβλήματα υγείας του πατέρα τους απομάκρυναν τη μια από την άλλη, σε βαθμό ώστε τα παιδιά της δεύτερης να μη γνωρίζουν καν την ύπαρξη της πρώτης. Αφοσιωμένη στην (πυρηνική) οικογένεια, ευσυνείδητη και γεμάτη αυταπάρνηση, η Μπέσι έχει αναλάβει την περιποίηση του πατέρα της και της ηλικιωμένης θείας της, Ρουθ, ενώ η Λι, ατίθαση και φαινομενικά σκληρή, πασχίζει να συμμαζέψει τη δική της μισοδιαλυμένη οικογένεια και να τελειώσει τις σπουδές της ως αισθητικός, ώστε να ξαναβάλει τη ζωή της σε σειρά. Η ψυχική αστάθεια του μεγάλου της γιου, του Χανκ (που είναι και ο αφηγητής της ιστορίας), δεν διευκολύνει και πολύ τα πράγματα. Ώσπου μια σοβαρή ασθένεια χτυπά ξαφνικά την Μπέσι, αναγκάζοντας τις αποξενωμένες αδελφές να ξαναβρεθούν ύστερα από δυο συναπτές δεκαετίες και να επαναπροσδιορίσουν τα συναισθήματα και τις προτεραιότητές τους...
Σπαρακτικά ανθρώπινο, το Marvin’s Room είναι το τρίτο μόλις και τελευταίο θεατρικό έργο του πολυβραβευμένου Αμερικανού Σκοτ ΜακΦέρσον, ο οποίος μάλιστα χάθηκε νεότατος από AIDS την εποχή που η μάστιγα των τελευταίων δυο αιώνων κυριολεκτικά θέριζε. Η λεπτομερής και δίχως ίχνος ωραιοποίησης περιγραφή των δυσκολιών που αντιμετωπίζει μια οικογένεια με χρόνιους βαριά αρρώστους μάς υποψιάζει για προσωπική ίσως εμπειρία του συγγραφέα από παρόμοιες καταστάσεις, μα ουδέποτε γίνεται το κυρίως θέμα με στόχο τον συναισθηματικό εκβιασμό του θεατή. Δεν είναι παρά μια αφορμή για να διυλιστούν και να εξερευνηθούν οι διακυμάνσεις των ενδοοικογενειακών σχέσεων κάτω από τις ιδιόμορφες, αν όχι ακραίες, συνθήκες που δημιουργεί η ύπαρξη ενός άλυτου προβλήματος – ή και περισσότερων.
Πράγματι, το σπουδαιότερο άλυτο πρόβλημα στις σχέσεις των προσώπων του έργου είναι η έλλειψη επικοινωνίας. Ο κατάκοιτος Μάρβιν, του οποίου το δωμάτιο (το Marvin’s Room του τίτλου) λειτουργεί ως διαρκές σημείο αναφοράς και ιδιόρρυθμος πόλος έλξης για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, φυτοζωεί χάρη σε αμέτρητα φάρμακα και την αδιάλειπτη φροντίδα της Μπέσι, ανήμπορος να εκφραστεί με τρόπο κατανοητό. Η «μηχανοκίνητη», εθισμένη στα τηλεοπτικά σίριαλ θεία Ρουθ τα έχει σχεδόν χαμένα, ο μικρός Τσάρλι είναι μονίμως χωμένος σ’ ένα βιβλίο (παραμελώντας όμως τα μαθήματά του), ο ήδη στιγματισμένος ως αντικοινωνικός και απροσάρμοστος Χανκ κάνει ό,τι μπορεί για να δικαιολογήσει την ταμπέλα που του κόλλησαν και η Λι δεν βλέπει την ώρα να ξεμπερδεύει απ’ όλη αυτή την περιπέτεια και να επιστρέψει στη γνώριμή της επίφαση, ή μάλλον παρωδία, ομαλότητας. Παρά το βαθιά δραματικό υπόβαθρο της ιστορίας –ή και εξαιτίας του– η ασυνεννοησία των πρωταγωνιστών της οδηγεί σε κωμικά στιγμιότυπα που ελαφρύνουν κάπως την ατμόσφαιρα, δίχως ωστόσο να μειώνουν την περιρρέουσα τραγικότητα: το τραγικό και το κωμικό στοιχείο αλληλοσυμπληρώνονται και εξισορροπούνται, εντείνοντας συγχρόνως το ένα το άλλο. Δεν πρόκειται, άλλωστε, παρά για δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Κάθε άλλο παρά εξιδανικευμένοι, οι χαρακτήρες του Marvin’s Room γίνονται ευπρόσδεκτα, αν και οδυνηρά κάποιες φορές, οικείοι και συμπαθείς με όλα τα αναπόφευκτα ελαττώματά τους. Θα έρθουν στιγμές που θα παραφερθούν, θα λυγίσουν κάτω απ’ το βάρος της γνώσης του αμετάκλητου, θα βγάλουν στη φόρα απωθημένα και παλιά παράπονα. Ως και η «αγγελική» Μπέσι θα ξεσπάσει μπροστά στην απροθυμία της Λι να μοιραστεί τις ευθύνες που η ίδια αγόγγυστα επωμιζόταν τόσα χρόνια. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως και οι δυο αδελφές έχουν και δίκιο και άδικο ταυτόχρονα, καθώς αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στις είτε ηθελημένες, είτε αναγκαστικές επιλογές τους και τις ευκαιρίες που δεν κυνήγησαν ή τις φιλοδοξίες που δεν πραγματοποίησαν. Όπως και στη ζωή, η πορεία καμιάς από τις δύο δεν ήταν αψεγάδιαστη, αλλά ούτε και εντελώς αποτυχημένη.
Σε αντίθεση με την κινηματογραφική μεταφορά του από τον Τζέρι Ζακς (1996), όπου ο κλινήρης Μάρβιν εμφανίζεται με σάρκα και οστά, στο θεατρικό έργο η πατρική μορφή είναι αθέατη, καθηλωμένη στο δωμάτιό της και κάνοντας την ύπαρξή της αισθητή μονάχα με άναρθρες κραυγές. Απών είναι επίσης ο πατέρας των παιδιών της Λι, ο οποίος εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν τα παιδιά ήταν πολύ μικρά – και η άγνοια της μητέρας τους για το πώς να τα προσεγγίσει και να τα χειριστεί είχε ως αποτέλεσμα την κακή επίδοση του Τσάρλι στο σχολείο και τον εγκλεισμό του Χανκ σε ίδρυμα. Η επιρροή της καλομίλητης, υπομονετικής και πειθαρχημένης Μπέσι έρχεται να καλύψει το κενό τόσο της πατρικής, όσο και της ισχυρής μητρικής φιγούρας, και να δώσει στα ανίψια της (και όχι μόνο) ένα απτό παράδειγμα συμπεριφοράς και ζωής γενικότερα.
Δωρική και εύρυθμη, η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζιά αναδεικνύει σε όλη του την γκάμα το περίτεχνο συναισθηματικό ανάγλυφο του έργου, αποσπώντας συνταρακτικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς. Κρατώντας τον ιδιάζοντα (διπλό στην ουσία) ρόλο του Χανκ ως εφήβου και ενήλικα, ο ίδιος κατορθώνει χωρίς καμιά εμφανισιακή αλλαγή να αποδώσει τον εφηβικό εαυτό του αφηγητή μέσα από τη διάθλαση και την απόσταση της ενήλικης ματιάς του – τέχνασμα ευφυές και πιθανώς λίγο επικίνδυνο, που όμως εδώ δικαιώνεται απόλυτα. Η Αθηνά Τσιλύρα (Μπέσι) και η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου (Λι) συγκλονίζουν με την επιβλητικότητα και τον δυναμισμό της σκηνικής τους παρουσίας, το ερμηνευτικό πάθος και την πειστικότητά τους, ενώ η Γιάννα Σταυράκη (Ρουθ) και ο νεαρός Στράτος Στρατηγαρέας (Τσάρλι) ενσαρκώνουν υπέροχα δυο εκ πρώτης όψεως διαφορετικές εκφάνσεις «παιδικής» αφέλειας, περιέργειας και ανόθευτης καλοσύνης. Ξεχωριστή μνεία για τον εκπληκτικό Ιωσήφ Ιωσηφίδη, ο οποίος δίνει ρέστα σε όχι έναν, ούτε δύο, αλλά τρεις (τουλάχιστον) ρόλους, με πιο αβανταδόρικο και απολαυστικό αυτόν του ξεχασιάρη, γκαφατζή γιατρού Γουόλι. Οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα, τα κοστούμια του Aλέξη Φούκου και η ενδιαφέρουσα χρήση πολυμορφικών σκηνικών στοιχείων σηματοδοτούν τις παλινδρομήσεις ανάμεσα στα αλλεπάλληλα χρονικά σημεία και επίπεδα αφήγησης, όπως και στις εναλλαγές των χώρων. Θαυμάσια η μετάφραση της Μελισσάνθης Μάχουτ και η πρωτότυπη μουσική επένδυση του Μάνου Αντωνιάδη.
Από την Παρασκευή 8 Ιανουαρίου έως την Κυριακή 24 Απριλίου 2016, κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Συγγραφέας: Scott McPherson
Μετάφραση: Μελισσάνθη Μάχουτ
Σκηνοθεσία / Δραματουργική επεξεργασία: Δημήτρης Καρατζιάς
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης
1ο βιολί: Μελίνα Γαλανού
1ο τσέλο: Μαντώ Αγουρίδου
Σχεδιασμός φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας
Κοστούμια: Aλέξης Φούκος
Βοηθός ενδυματολόγου: Χάρης Άνθης
Ενδύματα ηθοποιών: Τα Ρούχα του Βασιλιά
Περούκες: Άγγελος Σαχιτζής – Περούκες
Ειδική περούκα: Ευγενία Παπαδοπούλου
Κατασκευαστής σκηνικών: Κώστας Μπακάλης
Ιατρικός εξοπλισμός: Ιατρικό Κέντρο Αμαρουσίου
Φωτογραφίες / Αφίσα: Γεωργία Σιέττου, Στέλιος Δανιήλ (S&G Face2Face Photography)
Trailer: Στέφανος Κοσμίδης
Βοηθός σκηνοθέτη: Βαγγέλης Λάσκαρης
Παραγωγή: Vault
Παίζουν: Αθηνά Τσιλύρα, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Δημήτρης Καρατζιάς, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Γιάννα Σταυράκη, Στράτος Στρατηγαρέας
Διάρκεια: 100’ (χωρίς διάλειμμα)
Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος: 15 ευρώ, Μειωμένο: 10 ευρώ (Φοιτητές / Μαθητές / Σπουδαστές / Κάτοχοι κάρτας πολυτέκνων (ΑΣΠΕ) / ΑμΕΑ / Κάτοχοι κάρτας ανεργίας (ΟΑΕΔ)
Προπώληση VIVA: 12 ευρώ, www.viva.gr
Πολυχώρος Vault Theatre Plus: Μελενίκου 26, Γκάζι
Τηλ.: 213.0356472, 6949.534889
email: Vaultvotanikos@gmail.com
https://www.facebook.com/VAULTTheatreGr1?ref=hl
Πηγή : diastixo.gr