Θέατρο-«“Όρνιθες” και “Λυσιστράτη”: Αριστοφάνης μεταξύ εικονοπλασίας και μεθόδου» του Κώστα Καρασαββίδη
Το θεατρικό καλοκαίρι του 2016 πολλοί θα το θυμούνται στο εξής κυρίως για δύο παραστάσεις, αμφότερες, συμπτωματικά, έργων του Αριστοφάνη: για τους «Όρνιθες» της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών διά χειρός Νίκου Καραθάνου και τη «Λυσιστράτη» του Εθνικού Θεάτρου διά χειρός Μιχαήλ Μαρμαρινού. Δύο παραστάσεις που, ως αυθεντικά έργα τέχνης, δημιούργησαν ανάμικτα συναισθήματα στους θεατές και αντικρουόμενες απόψεις μεταξύ των κριτικών. Σε όποιο στρατόπεδο και αν ανήκει ωστόσο κανείς, θα αναγνωρίσει πως οι δύο σκηνοθέτες επιχείρησαν να πειραματιστούν πάνω στον αριστοφανικό λόγο και να δείξουν για πρώτη φορά στο κοινό πώς μπορούν να πραγματοποιηθούν σκηνικά ανεβάσματα της αττικής κωμωδίας με έναν τρόπο διαφορετικό, καινοτόμο, αντισυμβατικό και αληθινά μεταμοντέρνο. Το ενθαρρυντικό ήταν πως στις δύο παραστάσεις που παρακολουθήσαμε [τους «Όρνιθες» στην Επίδαυρο (19.08) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και τη «Λυσιστράτη» στο Κηποθέατρο Παπάγου (04.09) στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Παπάγου-Χολαργού] τα εισιτήρια ήταν εξαντλημένα, υποδηλώνοντας το ενδιαφέρον του κοινού να παρακολουθήσει έναν «πειραγμένο» Αριστοφάνη. Δεν έλειψαν εξάλλου και οι συμβατικές αριστοφανικές παραγωγές αυτό το καλοκαίρι...
«Όρνιθες», Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου (19.08.2016)
Κατά την είσοδο στο αμφιθέατρο της Επιδαύρου, ο σκηνικός χώρος έκλεβε τις εντυπώσεις και δημιουργούσε ήδη μια ατμόσφαιρα για την παράσταση: ένα νησί με τροπική βλάστηση, σαν ατόλη του Ειρηνικού, με μοναδικούς κατοίκους της πουλιά. Στο πείραμα που έστησε ο Νίκος Καραθάνος σχεδόν όλα φαίνονταν παράταιρα, καταλάμβαναν όμως με μαγικό τρόπο τη θέση που τους άρμοζε ώστε να αποκωδικοποιηθούν ευκολότερα από τους θεατές. Μπαίνοντας στη σκηνή προς αναζήτηση του Τηρέα (Χρήστου Λούλη), ο Πεισθέταιρος (Νίκος Καραθάνος) θύμιζε οπτικά τον Αυλωνίτη, ενώ ο Ευελπίδης (Άρης Σερβετάλης) τον Σαρλό, η δε μεταξύ τους χημεία παρέπεμπε ευθέως στο μπεκετικό δίδυμο των Βλαντιμίρ και Εστραγκόν. Και ο βασιλιάς των πουλιών, Τηρέας, απεδείχθη μαυροφορεμένη ηλικιωμένη γυναίκα. Όταν δε ο Τηρέας κάλεσε τα πουλιά, αυτά που εμφανίστηκαν δεν είχαν πολύχρωμα φτερά – για την ακρίβεια δεν είχαν καν φτερά, παρά μόνο πράσινα φυλλώματα.
Ήδη από την αρχή της παράστασης ήταν αρκετά ξεκάθαρο πως αυτοί οι «Όρνιθες» δεν θα θύμιζαν σε τίποτα παλαιότερα σκηνικά ανεβάσματα του έργου. Οι εικόνες του Καραθάνου ήταν καταιγιστικές, αντισυμβατικές, μέρη ενός καμβά με στοιχεία εξωτικά, ελληνικά (αν και βγαλμένα από μια κιτς αισθητική της δεκαετίας του ‘80), αλλά και σκηνές βωβού κινηματογράφου (τουρτομαχία), που συνολικά δημιουργούσαν ένα σύμπαν πολλές φορές υπερρεαλιστικό. Τα πουλιά ως ιθαγενείς συμμετέχουν σε τελετές μύησης, λούζονται με το βρόχινο νερό μιας τροπικής καταιγίδας και στη συνέχεια χορεύουν τσάμικο. Ο αρχηγός της φυλής και το πουλί που δικαιούται να έχει ενστάσεις δόθηκαν ως ηλικιωμένες γυναικείες μορφές (Τηρέας/Χρήστος Λούλης και Κούκος/Άγγελος Παπαδημητρίου), ίσως ως αναφορά σε παλαιότερες μητριαρχικές κοινωνίες, αλλά σίγουρα λειτουργώντας συγχρόνως και ως «θείτσες». Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη ως Ίριδα (έδωσε μία από τις ωραιότερες ερμηνείες της παράστασης) με το πολύχρωμο, γεμάτο φτερά κοστούμι που θύμιζε χορεύτρια στο καρναβάλι του Ρίο, συνυπήρχε σκηνικά με την Αλίκη Αλεξανδράκη, που παρέπεμπε στη βασίλισσα Ελισάβετ, με τον Άγγελο Παπαδημητρίου ως άλλη Σωτηρία Μπέλλου και με τη Φωτεινή Μπαξεβάνη ως πραγματικό πουλί με φτερά. Σε αυτό το σύμπαν, η υπέρτατη ομορφιά, η Αηδόνα, βρίσκει την απόλυτη ενσάρκωσή της στη Βασιλική Δρίβα, η οποία –ίσως και λόγω του νανισμού– θύμιζε Menina του Φερνάντο Μποτέρο, ενώ το ρόλο του αρτιμελέστερου όλων των θεών Δία ανέλαβε ο Γιάννης Σεβδικαλής με τα πρόσθετα μέλη. Ειδικά στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, οποιοδήποτε μήνυμα επιχείρησε να περάσει ο Καραθάνος επισκιάστηκε από την αμηχανία του κοινού, που χειροκρότησε τους δύο αυτούς ανθρώπους προτού καν αρθρώσουν μια λέξη!
Σε κάθε έργο τέχνης, ο καθένας αποκωδικοποιεί τις εικόνες και τα σύμβολα βάσει των δικών του βιωμάτων. Ποιο ήταν όμως το μήνυμα της σκηνοθεσίας του Καραθάνου; Τι αποτελεί για αυτόν ιδανική πολιτεία; Ένα τροπικό νησί όπου κάποιος θα μπορεί θα ζει ανέμελος μέσα στα χαβανέζικα πουκαμισάκια του, όπου η διαφορετικότητα είναι προτέρημα, η υπέρτατη εξουσία διακοσμητική και η πραγματική δύναμη προνόμιο των πολιτών; Ένα τεράστιο φωτισμένο μπαλόνι, που ανεβαίνει στον ουρανό όπως τα κινέζικα φαναράκια, φορτωμένα με προσευχές για τον Θεό; Το μόνο σίγουρο είναι πως στη δική του ανάγνωση το κέντρο βάρους μετατίθεται στα πουλιά. Κατ’ αυτόν η κωμωδία δεν μιλά πλέον για την προσπάθεια του Πεισθέταιρου και του Ευελπίδη να ιδρύσουν μια νέα πολιτεία, αλλά για την προσπάθεια των πουλιών να διεκδικήσουν αυτό που τους ανήκει και τους αξίζει. Κι ωστόσο, μέσα σε αυτό το σουρεαλιστικό σύμπαν, ο ποιητικός λόγος του Αριστοφάνη αρθρώθηκε με απόλυτη θεατρικότητα μέσω της μεστής μετάφρασης του Γιάννη Αστερή, χωρίς μεταφραστικά ολισθήματα στηριγμένα σε εύπεπτους αστεϊσμούς ή βωμολοχίες. Επιτέλους μια διασκευή έργου χωρίς κραυγαλέες, επιθεωρησιακού τύπου και αισθητικής, αναφορές στο σήμερα.
Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου λειτούργησε δυναμικά ως αναπόσπαστο κομμάτι της δραματουργίας του έργου, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα υποκαθιστώντας την ίδια τη δράση, αντίθετα με την παρουσία της Νατάσας Μποφίλιου, που υπήρξε μάλλον προβληματική. Όχι γιατί δεν ήταν η κορυφαία του χορού, αλλά γιατί η ίδια δεν φαινόταν ενταγμένη σε αυτό που έκανε. Φωνητικά υπήρξε άρτια, αλλά ως σολίστ τραγουδίστρια και όχι ως ισότιμο μέλος ενός θιάσου.
«Λυσιστράτη», Κηποθέατρο Παπάγου (04.09.2016)
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός διαθέτει μεγαλύτερη πείρα συγκριτικά με τον Νίκο Καραθάνο, και κατά συνέπεια η «Λυσιστράτη» που σκηνοθέτησε ήταν πολύ περισσότερο ξεκάθαρη ως προς τις προθέσεις της. Με απόλυτη προσήλωση στην αρχή του κατακερματισμού του κειμένου σε επιμέρους αφηγηματικές ενότητες, η Λένα Κιτσοπούλου μπαινόβγαινε στο ρόλο της Λυσιστράτης με προσθήκες και παρεμβάσεις, πότε ενσαρκώνοντας την ηρωίδα και πότε σφετεριζόμενη για ελάχιστα δευτερόλεπτα τα γνωρίσματα του χορού ενώ, καταργώντας κάθε επίφαση ρεαλισμού, μοιραζόταν ταυτόχρονα το ρόλο με τις υπόλοιπες ηθοποιούς του χορού της παράστασης (Gemma Carbone, Αθηνά Δημητρακοπούλου, Λένα Δροσάκη, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Αννα Κλάδη, Σοφία Κόκκαλη, Ειρήνη Μαρκή, Αθηνά Μαξίμου, Ελένη Μπούκλη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Αγλαΐα Παππά, Λένα Παπαληγούρα, Μαρία Σκουλά, Έλενα Τοπαλίδου).
Ωστόσο ο Μαρμαρινός δεν περιορίστηκε μονάχα σε αυτό, αλλά παράλληλα αξιοποίησε αριστουργηματικά σε επιμέρους σκηνές του έργου κάποιες από τις σπουδαίες ηθοποιούς της παράστασής του. Η Αγλαία Παππά, με την εξαίρετη τεχνική της, έδωσε μια συγκλονιστική ερμηνεία ως φωνή του Πρόβουλου, με τις κινήσεις της υπολογισμένες στην εντέλεια και το ηχόχρωμά της να διαφοροποιείται από φράση σε φράση, ως ένας ακόμη κοινωνός του νοήματος. Η Ευαγγελία Καρακατσάνη πρόσθεσε μια επιπλέον κωμική διάσταση στο έργο ως Κλεονίκη-μαστόρισσα της σπανακόπιτας και ως Σπαρτιάτης αγγελιαφόρος. Η Μαρία Σκουλά απέδειξε για μία ακόμη φορά πως είναι ηθοποιός αξιώσεων που βελτιώνεται σε κάθε της εμφάνιση και πως της αρκεί έστω και μια μικρή σκηνή για να ξεχωρίσει.
Κατακερματισμένο, λοιπόν, λόγο παρουσίασε ο Μαρμαρινός μέσω των ηδυπαθών γυναικών με τους αραχνοΰφαντους χιτώνες που κινούνταν στο χώρο. Έναν σκηνικό χώρο αποτελούμενο από υπερυψωμένο πατάρι με ψυγείο που υποδήλωνε την Ακρόπολη, πλατφόρμες με πλαστικούς φαλλούς που υποδήλωναν τις δύο αντιπροσωπείες, Αθηναίων και Σπαρτιατών, και μια πλατφόρμα με είδη σπιτιού (κουβέρτες, μαξιλάρια, βαλσαμωμένο παγώνι κ.ά.) που μετέφεραν οι γέροντες –Γιάννης Βογιατζής, Γιώργος Μπινιάρης, Θέμης Πάνου, Χάρης Τσιτσάκης– ως προσανάμματα προκειμένου να κάψουν την Ακρόπολη. Και κάπου εκεί, ένας μαριονετίστικος Πρόβουλος χωρίς φωνή και ένας Κινησίας ἐν ἀκινησίᾳ από τον Αιμίλιο Χειλάκη, ο οποίος δίχως ίχνος μανιέρας έπλασε δύο εκ διαμέτρου αντίθετους χαρακτήρες με απόλυτη τεχνική.
Με σύμμαχό του την υπέροχη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, ο Μαρμαρινός όχι μόνο ενσωμάτωσε στην παράστασή του όλα τα realia του έργου περί σικελικής εκστρατείας, περί πρόβουλων ή περί Σκυθών, αλλά παρουσίασε και τα στοιχεία εκείνα μιας κλασικής σχολιασμένης έκδοσης που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι οι φανταστικές σκηνοθετικές οδηγίες του αρχαίου κειμένου. Αναπόσπαστο στοιχείο της παράστασης υπήρξε και η υπέροχα δομιστική μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, συνεχώς παρούσα στη σκηνή μέσω της πιανίστας Λενιώς Λιάτσου.
Η παράσταση του Καραθάνου αναμετρήθηκε με το παρελθόν του έργου, και για αρχή τουλάχιστον βγήκε αλώβητη. Στο μέλλον ανήκει να την κρίνει ως τομή στην ιστορία των «Ορνίθων» ή όχι. Όσο για τη «Λυσιστράτη», τι να πει κανείς! Ήταν πραγματικά η πιο ολοκληρωμένη ελληνική παραγωγή του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών, μια παράσταση ευρωπαϊκών προδιαγραφών που δικαίωσε τον Μαρμαρινό για μια ακόμη φορά και διέσωσε το όνομα του Εθνικού Θεάτρου ύστερα από τις αποτυχημένες επιλογές των προηγούμενων ετών.
Πηγή : diastixo.gr