Θέατρο-«Ιώ Βουλγαράκη: “Μισαλλοδοξία” στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Κωνσταντίνου Μπούρα
Επίδειξη δεξιοτεχνίας για ιδιαίτερα μυημένους κι επαρκείς θεατές (χωρίς να αποκλείονται και οι… αδαείς). Η θεατρική διασκευή του ομότιτλου κινηματογραφικού βωβού αριστουργήματος του D.W. Griffith από την Ιώ Βουλγαράκη προσκρούει όχι στην προσληπτικότητα του θεατή, αλλά στον κορεσμό του από διανοουμενίστικες αφαιρέσεις και στιλιζαρίσματα προς όφελος της θεατρικότητας-θεαματικότητας και εις βάρος του (όποιου) κοινωνούμενου νοήματος. Η αποστασιοποίηση που επιτυγχάνεται με την αν-οικείωση του θεατή του εξοικειωμένου με ρεαλιστικές δράσεις-αντιδράσεις προσθέτει ακαδημαϊκούς πόντους στον σκηνοθέτη και στους συνδημιουργούς του θεάματος που απευθύνεται σε εκλεκτικό κοινό (όχι απαραιτήτως εστέτ). Όμως έχουμε προ πολλού χάσει την μπάλα. Έχουμε ξεφύγει ως νεοελληνικό κοινό, παρασυρμένοι σε ένα χαοτικό, εξω-ενδοστρεφές και σκοτισμένο πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο με την ξενομανία, τα εισαγόμενα και την απαξίωση της λαϊκής κουλτούρας να χτυπάει κόκκινο. Καθηγητές πανεπιστημίου (ομότιμοι κι εν ενεργεία) μονολογούν ή ασχημονούν επί σκηνής. Κι οι μεταδιδακτορικοί ερευνητές της τέχνης του θεάματος βρίσκουν στις φιλόξενες κρατικές, επιχορηγούμενες ή επιδοτούμενες σκηνές, το ευαίσθητο κι όχι πάντα κατάλληλο αμφι-θέατρο για να υποστηρίξουν τις «θέσεις» τους. Μόνο που, καλοί μου άνθρωποι, κάθε πράγμα στον κατάλληλο χρόνο και χώρο του. Βεβαίως και το Ζουβέ-Ελβίρα είναι ένα επιτυχημένο θεατρικό έργο, ως διασκευή των μαθημάτων του Ζουβέ, αλλά δεν μπορούμε να μεταφέρουμε το Πάντειο Πανεπιστήμιο ή τη Φιλοσοφική Σχολή στο… σανίδι. Δουλειά του καλλιτέχνη είναι να μας ψυχ-αγωγεί, να μας διδάσκει εμμέσως, να μη ναρκισσεύεται, να μη βαυκαλίζεται, αφού εμείς είμαστε… μπροστά, παρόντες, απαιτητικοί και διψασμένοι για αληθινή γνώση και σοφία, για ποίηση και παραμυθία, για λύτρωση της ψυχής μας και… συμπάθεια. Μη μας κάνετε επίδειξη γνώσεων επί παντός επιστητού, αγαπητοί μου θεατράνθρωποι. Κι αν αυτό με ενδιαφέρει προσωπικά, ή ενδιαφέρει ελαχίστους, δεν αφορά το πλατύ κοινό. Βγάλτε λοιπόν προγραμματικές δηλώσεις (τίμιες και ειλικρινείς) κι αποκλείστε τους αδαείς (από ένα επίπεδο και κάτω – που κάθε φορά θα ορίζετε με σαφείς προδιαγραφές). Ασκήσεις επί χάρτου, μελέτες κι έρευνες, προσχέδια και προπλάσματα, ανατομίες και πειραματισμοί δικαιολογούνται μόνον στην περίπτωση του Ντα Βίντσι. Κι όχι πάντα, όχι για όλους, όχι χωρίς προειδοποίηση.
Για να έχουμε καλούς λογαριασμούς με τους αγαπητούς μου προσφιλείς, γενναίους, ταλαντούχους, ηρωικούς Νεοέλληνες θεατρανθρώπους: εμένα προσωπικώς μου αρέσουν κάποιοι ακραίοι πειραματισμοί και αισθητικές ακρότητες, όμως θα πρέπει, για να είμαι αποτελεσματικός στο λειτούργημα του κριτικού, να μπαίνω και στη θέση του μέσου θεατή, να μελετώ αντιδράσεις, να ερευνώ αποδοχές ή απορρίψεις, να κρίνω και να συγκρίνω, να ανιχνεύω τις τάσεις στην περίφημη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Φυσικά και το θέατρο δεν απευθύνεται πια στους πολλούς. Ούτε και η ποίηση, εξάλλου. Αυτό είναι μια πραγματικότητα. Το κοινό είναι λόγιο κι ανεβασμένο. Σαν το κοινό της Αυλής του Γάλλου βασιλιά, όπου παρουσίαζε ο Μολιέρος τα περίφημα έργα του. Όμως η ουσία βρίσκεται στη λαϊκότητα, στην ευρύτατη αποδοχή, στην αθανασία του έργου ενός Ευριπίδη, ενός Μπέκετ, ενός Στρίντμπεργκ… Έργα που μπορούν να τα παρακολουθήσουν όλοι και να τα αξιοποιήσουν κατά το δοκούν και εις το μέτρον των δυνάμεών τους, μόνον εκείνα σπάνε το φράγμα του Χρόνου και υπερβαίνουν τον μέση δείκτη της Αδιαφορίας.
Αγαπητοί μου θεατράνθρωποι, για να ξεφύγουμε από τις μυλόπετρες της Λήθης απαιτείται ειλικρίνεια και πιστότητα στο πνεύμα του συγγραφέα και στο πνεύμα το δικό μας. Όχι «Τέχνη για την Τέχνη» κι επιδείξεις δεξιοτεχνίας για να καταπλήξουμε τους «ιθαγενείς» θεατές. Κανείς πια δεν εκστασιάζεται με τα καθρεφτάκια των κονκισταδόρες. Δείξτε ειλικρίνεια, συνέπεια, τιμιότητα. Η εργατικότητά σας δεν πρέπει να κραυγάζει, η εμβρίθειά σας δεν πρέπει να είναι αλαζονική. Σε ένα πλεκτό, σε ένα κέντημα, στον ιστό της Πηνελόπης, δεν φαίνονται οι ραφές, οι συρραφές και τα μπαλώματα. Μόνον στη στολή του Αρλεκίνου. Οπότε, για να καταλήξω, δεν είμαστε επιτροπή απονομής διδακτορικού τίτλου σπουδών. Ήρθαμε οι ταλαίπωροι μέσα στο κρύο, αράξαμε τα κουρασμένα σώματά μας, σβήσαμε τα κινητά, που έχουν καταστεί συνέχεια και… συνέπεια της ύπαρξής μας, για να ψυχαγωγηθούμε, για να δούμε την ανθρώπινη κατάσταση (και τον εαυτό μας, ως εκ τούτου) από άλλη οπτική γωνία. Κι όχι, μεσούσης της τεχνολογικής εκρήξεως, να ξαναγυρνάμε στον βωμό του βωβού κινηματογράφου και να υφιστάμεθα επί δύο ώρες την κινησιολογία, την ηχολογία και τον υποκριτικό του κώδικα. Καλό ως άσκηση, αλλά δεν φτάνει. Πρέπει να είναι κανείς πολύ μεγάλος σκηνοθέτης για να δύναται να εξοικειώσει το κοινό του στα πέντε πρώτα λεπτά, προκειμένου να το κερδίσει. Αλλιώς θα το βυθίσει στον ύπνο, ύπνον ζωοποιόν, αδελφόν του Θανάτου.
Εκεί που η Ιώ Βουλγαράκη έσπασε τον κώδικα του βωβού κινηματογράφου κι ακούστηκαν άλλες σύγχρονες μελωδίες, εκεί που οι ηθοποιοί κινήθηκαν ανθρώπινα και μπήκε χρώμα καθημερινότητας στη σκηνή, μόνον εκείνα τα λιγοστά λεπτά άγγιξε (όχι τυχαία) κάποιες χορδές στην ψυχή του θεατή. Το υπόλοιπο όλο ήταν μια άσκηση σε σχολή θεάτρου. Καλή, δε λέω. Θα έβαζα άριστα σε όλους, αν ήμουνα στην κριτική επιτροπή. Όμως –επαναλαμβάνω– αυτό δεν αφορά το πλατύ κοινό και δεν μπορεί να θεωρηθεί παράσταση, παρά μόνον στα πλαίσια του πειραματισμού και του περίφημου μεταμοντέρνου, όπου όλα είναι «υλικό σκηνής» κι όλα είναι θεμιτά. Μόνο που, για να ξέρουμε τι λέμε και σε ποιους απευθυνόμεθα, αυτό θα πρέπει να αναφέρεται σαφέστατα στον υπότιτλο, στα δελτία Τύπου, στα ενημερωτικά φυλλάδια, στις αφίσες, στα ηλεκτρονικά μέσα και λοιπά… Άλλως πως οδηγούμε τον θεατή σε απογοήτευση και χάνουμε μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα την όποια αξιοπιστία μας.
Το πραγματικό ζητούμενο της θεατροποίησης της έννοιας «μισαλλοδοξία» έπεσε στο κενό της προσληπτικής ικανότητας του κοινού, αφού σκηνοθέτις και συνδημιουργοί το κατέκλυσαν με περιττά παραγλωσσικά σημεία και βαρυφορτωμένους κώδικες, που δεν κινητοποίησαν το θυμικό ομού με το λογικό του. Η μπρεχτική αποστασιοποίηση λειτουργεί με την υψηλή ποιητική του μπρεχτικού λόγου και την άπειρη λιτότητα και δεξιοτεχνική οικονομία στη χρήση των εκφραστικών μέσων ηθοποιών και καλλιτεχνών που συμμετέχουν στην παραγωγή του θεάματος. Κρίμα, τόσο καλές προθέσεις να ναυαγούν στους ύφαλους της παρα-μόρφωσης, ή του κακώς εννοούμενου ακαδημαϊκού λογιοτατισμού.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη
Σκηνικά – Κοστούμια: Άννα Φιόντοροβα
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βίντεο: Νίκος Πάστρας
Σχεδιασμός μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου
Επιστημονικός συνεργάτης: Νικήτας Σινιόσογλου
Δημοσιογραφική έρευνα: Κυριάκος Αργυρόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Αμαλία Καβάλη
Βοηθός σκηνογράφου: Μαργαρίτα Χατζηιωάννου
Κατασκευή σκηνικού: LAZARIDIS SCENIC STUDIO
Παραγωγή: Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση
Εκτέλεση παραγωγής: ΛΥΣΙΣ
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Γιώργος Γάλλος, Δημήτρης Γεωργιάδης, Στέλιος Ιακωβίδης, Δέσποινα Κούρτη, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Αργύρης Ξάφης, Σωκράτης Πατσίκας, Εύη Σαουλίδου, Ναταλία Τσαλίκη, Νίκος Χατζόπουλος
Παίζουν οι μουσικοί: Μαρία Δελή, Θόδωρoς Κοτεπάνος, Φώτης Παπαντωνίου, Δημήτρης Χουντής
20-31 Ιανουαρίου 2016, στις 20:30
Διάρκεια: 1 ώρα και 45 λεπτά
Εισιτήρια: Κανονικό: 15 – 18 – 28 €, Μειωμένο ή μικρή παρέα: (5-9 άτομα): 11 – 14 – 22 €, Μεγάλη παρέα (10+ άτομα): 9 – 12 – 20 €, ΑΜΕΑ & Άνεργοι: 5 €, Συνοδός ΑΜΕΑ: 10 €
Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση (Κεντρική Σκηνή): Λεωφ. Συγγρού 107-109, τηλ.: 210.9005800
https://www.sgt.gr/gre/SPG1345/
Πηγή : diastixo.gr