ΘΕΑΤΡΟ «“H Μαζώχτρα” του Αργύρη Εφταλιώτη στο θέατρο Μικρό Γκλόρια» της Ανθούλας Δανιήλ

2015-11-18 18:31
«“H Μαζώχτρα” του Αργύρη Εφταλιώτη στο θέατρο Μικρό Γκλόρια» της Ανθούλας Δανιήλ


Ο σκηνοθέτης Κώστας Παπακωνσταντίνου, συνεχίζοντας την περσινή θεατρική του επιτυχία με τους Χαλασοχώρηδες  του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ανέβασε φέτος στη σκηνή τη νουβέλα του Αργύρη Εφταλιώτη Η Μαζώχτρα.

Ο Εφταλιώτης (Κλεάνθης Μιχαηλίδης, Μήθυμνα Λέσβου 1849 – Αντίμπ Γαλλίας 1923), πολυταξιδεμένος και πλατιά διαβασμένος, με το έργο του εξασφαλίζει θέση ανάμεσα στους λογοτέχνες μας, οι οποίοι πρώτη φροντίδα είχαν την καλλιέργεια του εθνικού πνευματικού μας πλούτου και κυρίαρχο μέλημά τους «τον αγώνα για την καθιέρωση της δημοτικής» και τη γλωσσική ιδέα, ή απλώς «Ιδέα», όπως «έχει πολιτογραφηθεί» και όπως μας ενημερώνει ο Παναγιώτης Σκορδάς, δρ Φιλολογίας και μελετητής του έργου του, στο Πρόγραμμα της παράστασης. Κι ακόμα, γράφει ο Σκορδάς, η «Ιδέα» αυτή «σημάδεψε όχι μόνο το λογοτεχνικό έργο του Εφταλιώτη, αλλά ολόκληρη τη ζωή του, αφού στη συνείδησή του […] η εθνική και η πολιτική αναγέννηση είναι έννοιες αλληλένδετες» και μέσα στο έργο του «με μια μέθοδο οιονεί συνειρμική, ανασύρει κοιτάσματα της ζωής του, συμπλέκοντάς τα με τον εκάστοτε θεματικό πυρήνα του κειμένου του». Και αυτό δίνεται η ευκαιρία να το διαπιστώσουμε στην παράσταση.

Η ηρωίδα της νουβέλας είναι η Ασήμω, η Μαζώχτρα, που μαζεύει ελιές στον ξένο ελαιώνα, σαν την παπαδιαμαντική «Σταχομαζώχτρα». Η Ασήμω, αν και ανήκει στο κατώτερο οικονομικά και κοινωνικά στρώμα, από όπου πηγάζει και το υποτιμητικό παρωνύμιό της, έχει ομορφιά και χάρη θεϊκής καταγωγής. Όπως γράφει ο δημιουργός της, «ξεκίνησε από λαμπρότερων αιώνων αγκάλες, από τα μακαρισμένα χρόνια που οι αθάνατοι τεχνίτες μας βρίσκανε πρότυπα όπου κι αν πρωτογύρευαν […] Όλα τα είχε της ελληνικής ομορφιάς». Με αυτό το μοναδικό προσόν όπλο μαγικό, βάζει ψηλά τον πήχη για την απόκτηση συζύγου. Κι αυτός είναι ο Πανάγος, λεβέντης «ως εικοσιτριώ χρονών παλληκάρι», με «κυπαρισσένιο κορμί» και «δαχτυλιδένια μέση». Ο Πανάγος τη συναντά κάποια μέρα στις εξοχές, όπου πηγαίνει για τις δουλειές του, και, παραζαλισμένος από την ομορφιά της και τον ήλιο, της υπόσχεται ότι «θα την πάρει». Η Ασήμω το ανακοινώνει αμέσως και αρχίζει τις ετοιμασίες, λογαριάζοντας χωρίς τον ξενοδόχο, τη μητέρα του Πανάγου, η οποία δεν καταδέχεται για τον γιο της μια Μαζώχτρα. Κι εδώ αρχίζει το δράμα, το οποίο θα μπορούσε, τηρουμένων των αναλογιών, να θεωρηθεί τραγωδία, με σαιξπηρικές επιρροές (και είναι γνωστό ότι ο Εφταλιώτης είχε βαφτιστεί στα νερά των μεγάλων δημιουργών και του Σαίξπηρ ειδικά). Όταν ναυαγούν τα σχέδια της Ασήμως, το μόνο που της μένει είναι η εκδίκηση. Και σπέρνει το δηλητήριο στο χωριό, όπως ο Ιάγος στην ψυχή του Οθέλλου. Διαδίδει πως ο Πανάγος πήρε πίσω τον λόγο του επειδή είχε κρυφό δεσμό με τη γυναίκα του αδελφικού φίλου του, του Μιχάλη. Ο αδελφός του Μιχάλη, ο Δημήτρης, ωθεί τον «απατημένο» σύζυγο στον φόνο του Πανάγου, αλλά το κάνει να φαίνεται σαν ενέργεια των Τούρκων και έτσι διασαλεύεται η εύθραυστη ειρήνη στο χωριό. Έλληνες και Τούρκοι πλέκονται στον ιστό της συκοφαντίας που έχει πολλά πρόσωπα και εκδοχές. Άντρας δεν έμεινε στο χωριό, ούτε στο ελληνικό ούτε στο τουρκικό, που να μην του «παίξουνε μια μπαλοτέ». Γιατί ήταν όλοι παραπλανημένοι από το φαίνεσθαι και «Πού καιρός και πού κεφάλι να στοχαστούνε, να βρούνε τη φύτρα και τη ρίζα του κακού. Όλοι φρενιασμένοι τρέχανε».

MAZOXTRA2

Το έργο, στο θέατρο Μικρό Γκλόρια, αρχίζει με μια ωραία και ενημερωτική εισαγωγή του Εφταλιώτη, με τον ίδιο ως δρων πρόσωπο, ως αφηγητή της ιστορίας που άκουσε στην Κρήτη. Εκεί δίνει και τις οδηγίες που θέλει, όχι για να περιγράψει τοπία, αλλά για να αφηγηθεί «πράξες». Είναι που ο σκηνοθέτης, ο Παπακωνσταντίνου, έχει πάρει τη σκυτάλη από τον Εφταλιώτη και ανεβάζει τη νουβέλα στη σκηνή, για να μεταφράσει σε «πράξες» τα λόγια του συγγραφέα, να τους δώσει άλλη υπόσταση και κίνηση, ώστε να εκπέμψουν ψυχική ένταση, λαχτάρα για ζωή και έρωτα στην αρχή, για εκδίκηση και θάνατο στο τέλος. Ο Εφταλιώτης παρέχει άφθονο υλικό στη θεατρική ομάδα, αναπτύσσοντας τις απόψεις του για τον ρόλο της περιγραφής και της αφήγησης, για τη διαφορά του αφηγητή από τον ζωγράφο, κάνοντας μια ευρύτερη παρατήρηση πάνω στον τρόπο γραφής τού κάθε καλλιτεχνικού είδους, πράγμα που προδίδει την πλατιά γνώση του σε όλες τις μορφές της τέχνης, αλλά και της ζωής. Και ο ταλαντούχος σκηνοθέτης, από το προλόγισμά του στο Πρόγραμμα, καταλαβαίνουμε πως αξιοποιεί κάθε στοιχείο του έργου και ας φαίνεται περιφερειακό, που όμως δεν είναι, αλλά διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στο στήσιμό του. Ο σκηνοθέτης, δηλαδή, εκατό χρόνια μετά, επαναλαμβάνει το εγχείρημα του Εφταλιώτη αλλά με θεατρικά μέσα. Θα έλεγα, μάλιστα, με έμφαση πως η μικρή εισαγωγή στο δράμα είναι κορυφαία για τη μέθεξη του θεατή. Και όπως ο συγγραφέας της Μαζώχτρας, έτσι και ο σκηνοθέτης θέλει να πει «κάτι δικό μας στους σημερινούς Ελλαδίτες», επαναλαμβάνοντας έναν από τους ορισμούς της ευτυχίας: «Ευτυχισμένος είναι σ’ αυτόν τον κόσμο […] εκείνος που ήρθε εδώ να κάμει κάτι που το θεωρεί καλό για τους όμοιούς του».

Οι ηθοποιοί, καλά καθοδηγημένοι, μετακινούνταν αυτόματα και αυθόρμητα από τον ρόλο του αφηγητή στον ρόλο του δρώντος προσώπου, με μια εναλλαγή του ευθέως λόγου με τον πλάγιο, για να αποδίδει την ένταση της ψυχής και από μέσα και από έξω. Μπαινόβγαιναν στη δράση και στην αφήγηση, ανάλογα με την περίσταση. Έπαιζαν όλους τους ρόλους, ερμήνευαν όλους τους χαρακτήρες, με μεγάλη ευελιξία, ταχύτητα και άνεση, σαν χορευτές μιας άδηλης χορογραφίας, μιμούνταν φωνές και πρόσωπα, χωρίς χάσμα, χωρίς κενό, αλλάζοντας επί σκηνής το ελάχιστο κοστούμι που απαιτούσε η στοιχειώδης μεταμόρφωση και χρησιμοποιώντας το ελάχιστο σκηνικό, τόσο ώστε να υπαινίσσεται τα πράγματα, διότι το βάρος έπεφτε στον λόγο. Και τα πρόσωπα, ενώ ήταν μόνο τρία, φαίνονταν πολλά· πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές και χορός, όπως στην τραγωδία. Και ο λόγος, που είναι και η καρδιά ενός θεατρικού έργου, κινήθηκε πάνω στο γλωσσικό ιδίωμα του Εφταλιώτη, το έντεχνο και επιμελημένο και ιδιολεκτικό και ιδιάζον και δημοτικοφανές. Ένας γλωσσολογικός, λαϊκός θησαυρός ήχων λησμονημένων, των οποίων το άκουσμα φέρνει στην επιφάνεια το συναίσθημα που κρύβει για τον λαό του ο Εφταλιώτης πίσω από τη λογιοσύνη του, αλλά και ο σκηνοθέτης που το επέλεξε και οι ηθοποιοί που έδωσαν υπόσταση σ’ αυτόν τον λόγο, το ήθος, την «Ιδέα» για την οποία μίλησε και ο μελετητής του Εφταλιώτη.

Οι συντελεστές του έργου, που σε όλους αξίζουν θερμά συγχαρητήρια, είναι:

Κείμενο: Αργύρης Εφταλιώτης
Σκηνοθεσία: Κώστας Παπακωνσταντίνου
Ερμηνεύουν: Θοδωρής Θεοδωρίδης, Αγγελική Μαρίνου, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός
Βοηθοί σκηνοθέτη: Δήμητρα Μητροπούλου, Χρήστος Χριστόπουλος
Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα
Σκηνικά – Κοστούμια: Ζωή Αρβανίτη
Πρωτότυπη μουσική: Βασίλης Κουτσιλιέρης
Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης
Φωτογραφίες: Νίκος Βαρδακαστάνης
Σχεδιασμός οπτικής επικοινωνίας: Χρήστος Ατζινάς, Φωτεινή Κακλίδη
Επιμέλεια Προγράμματος: Ρία Μεντηλίδου, Χρήστος Χριστόπουλος
Κείμενο Προγράμματος: Παναγιώτης Σκορδάς, δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας και μελετητής του έργου του Αργύρη Εφταλιώτη
Στον σχεδιασμό του βοήθησαν ο Τάσος Παπανδρέου και ο Ελισσαίος Βλάχος.

Πηγή : diastixo.gr