Θέατρο-“Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” του Πιραντέλο στο Εθνικό Θέατρο της Ανθούλας Δανιήλ
Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό.
Είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.
Είναι η αδιακρισία σας στη μοναξιά μας.
Είναι η αναπνοή σας στη σιωπή μας.
Τέλος, είναι η αγάπη σας για μας.
Με αυτή την εισαγωγή άρχιζε την παράσταση ο Δημήτρης Μυράτ το 1961 και τον αυτοσχεδιασμό του. Τώρα, πενήντα οχτώ χρόνια μετά, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μαυρίκιος σκορπίζει τους ηθοποιούς ανάμεσα στους θεατές κι αρχίζουν από εκεί τον αυτοσχεδιασμό τους, μέχρι να βρεθούν αυτοί στη σκηνή και ο σκηνοθέτης πάνω, ψηλά, στο ηλεκτρολογείο. Θεός της παράστασης.
Ο Πιραντέλο, από τους αγαπημένους θεατρικούς συγγραφείς στο ελληνικό κοινό, και όχι μόνο, μας καταγοήτευσε με το Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, πλαισιωμένο από τη μουσική και τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, που στους ωριμότερους θεατές δημιούργησαν έντονες συγκινήσεις με τις μνήμες που ανακάλεσε, τους διαλόγους που ξαναθύμισε, την παράσταση που κάπως αλλιώς θυμόμαστε με τον Δημήτρη Μυράτ, τη Βούλα Ζουμπουλάκη, τη Ζωή Φυτούση. Η τωρινή ήταν ίδια αλλά αλλιώς, νεότερη και λαμπερότερη, πιραντελική, ποτέ με μια όψη, πρωτεϊκή, ανά πάσα στιγμή, όπως και η ίδια η ζωή.
Ο Δημήτρης Μαυρίκιος διασκεύασε την παλιά παράσταση, τη φρεσκάρισε, την έκανε καινούργια και την ανέβασε στο Εθνικό με τα παλαιά υλικά και σύνεργα της σκηνής, στη βασιλική αίθουσα του Μεγάρου του Τσίλερ. Και αρκεί η είσοδος για να στρώσει το κόκκινο χαλί της αυταπάτης· ποιος είμαι εγώ που μπαίνω εδώ μέσα.
Οι αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών επί σκηνής μάς έδωσαν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία, για τα οποία θα έπρεπε κάποιος να ανατρέξει στα ιστορικά θεατρικά αρχεία, στην εγκυκλοπαίδεια ή στο ίντερνετ, άλλα σχετικά και άλλα φαινομενικώς άσχετα. Για όποιον από τους θεατές δεν είναι η πρώτη του πιραντελική εμπειρία, τότε ξαναβλέπει ό,τι έχει ήδη δει, μεταπλασμένο σε νέο έργο. Μα ποιο είναι το έργο; Άγνωστο, κανένα, ίσως το Λεονόρα Αντίο, ένα διήγημα που μέσα στο Απόψε αυτοσχεδιάζουμε γίνεται ψηφίδα ενός πολύχρωμου μωσαϊκού του όλου. Είμαστε σε ένα θέατρο, λοιπόν, ο σκηνοθέτης πίσω και πάνω και πλάι κατευθύνει τους ηθοποιούς στη σκηνή, κατεβαίνει ανάμεσά τους και πάλι ανεβαίνει, ακούει τα αιτήματά τους, την άποψή τους, αλλά επιβάλλει τη δική του. Ένα χάος η παράσταση, ένας χαμός, στην επιφάνεια όμως, γιατί μια δημιουργική αταξία ορίζει καθαρά το ποιος θα παίξει, τι και πώς. Έτσι, αναμειγνύοντας τα θεατρικά έργα, ο Μαυρίκιος δίνει στα Έξι πρόσωπα (που) ζητούν συγγραφέα τον σκηνοθέτη τους. Ανακαλεί στην Ορχήστρα τον Σαίξπηρ, βάζοντας ένα ζευγάρι να παίζει Ρωμαίο και Ιουλιέτα. Εμφανίζει μια γυναίκα φυλακισμένη από τον σύζυγό της, από το Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε.
Γιατί η αλήθεια της ζωής δεν είναι μία αλλά πολλές ή είναι πολλές παραλλαγές της μίας.
Η Ινιάτσα, φωτιά το όνομά της, ηθοποιός, σπρώχνει στο θέατρο τις τρεις κόρες της και διαπληκτίζεται με τον σύζυγό της, που σφυρίζει αδιάφορα ήχους από όπερες του Βέρντι. Τα ιερά τέρατα, ο ενενήντα δύο ετών Γιάννης Βογιατζής θα εξομολογηθεί ότι δεν την αντέχει αυτή την κατάσταση. Όταν λιποθύμησε και ο σκηνοθέτης τού είπε πως καλά το έπαιξε, εκείνος επιμένει πως δεν έπαιξε! Στ’ αλήθεια λιποθύμησε! Κάποτε είχε πει πως δεν μπορεί άλλο και θα ήθελε να σταματήσει, όμως αν σταματήσει θα πεθάνει, οπότε προτιμά να πεθάνει επί σκηνής γιατί έτσι θα γίνει αθάνατος (ο Μολιέρος πέθανε επί σκηνής).
Οι δύο κυρίες, η Λυδία Φωτοπούλου και η Ράνια Οικονομίδου, θεατρίνες με μεγάλη πείρα, θα δώσουν ρέστα βεντετισμού, ανθρώπινης ειλικρίνειας, υποκριτικής, πόζας σε περισσότερα από εφτά επίπεδα παραλλαγής. Ποια είναι η αλήθεια; Άγνωστο. Από τον υπόλοιπο θίασο, όλοι οι νέοι ηθοποιοί θα αγωνιστούν για το ψίχουλο του ρόλου τους, θα διατυπώσουν το παράπονό τους, θα εκφράσουν την αντίρρησή τους, θα πεισμώσουν, θα διεκδικήσουν λίγες παραπάνω ατάκες, άλλο ρόλο, άλλο κοστούμι, θέλοντας να φανούν και αυτοί στο θέατρο. Και καλά οι νέοι. Οι παλαιότεροι; Ναι, και οι παλαιότεροι· με όλα τα ακκίσματα του επιτυχημένου, απαιτούν ακόμα τον προβολέα μόνιμα επάνω τους. Όσο για τα μεγαλοπρεπή κοστούμια και χτενίσματα της περίστασης, δεν μπορούν να κρύψουν τα καθημερινά που διακρίνονται από κάτω· πλήρης απομυθοποίηση της ψεύτικης λάμψης. Έτσι, μεταξύ θεατρικής σύμβασης και πραγματικότητας και τον σκηνοθέτη ακλόνητο στις αποφάσεις του, θα προχωρήσουν οι πρόβες αυτοσχεδιάζοντας. Τίποτα σταθερό για να πατήσεις.
Ο ίδιος ο Πιραντέλο είχε αφήσει οδηγία αυτό το έργο να παιχτεί με μουσική του Βέρντι. Όμως όπερα, μελόδραμα, εκατό χρόνια μετά; Αφού και ο Μυράτ, εξήντα χρόνια πριν, με τον Χατζιδάκι είχε συνεργαστεί. Χατζιδάκι και ο Μαυρίκιος. Και ο Βέρντι; Ο ευφυής σκηνοθέτης έβαλε τον Γιάννη Βογιατζή να σφυράει αδιάφορα Αΐντα και Τραβιάτα, τιμώντας τη θέληση του δημιουργού. Κάπως έτσι και στο αρχαίο δράμα, οι ποιητές υμνούσαν τον Διόνυσο σε ένα χορικό, όταν η υπόθεση είχε πλέον εκκοσμικευθεί και ο θεός δεν «έπαιζε» πια στο έργο.
Αυτό το χαοτικό παιχνίδι, που δημιούργησε ιλαρή ατμόσφαιρα στην αρχή, στο τέλος κορυφώθηκε σαν τραγωδία, με το νεαρό ζευγάρι να σπαράσσεται· εκείνος από ερωτική ζήλια κι εκείνη σε θέση άμυνας, χωρίς να είναι ένοχη. Να τη ζηλεύει για ό,τι έχουν δει τα μάτια της πριν τον γνωρίσει, για τα φιλιά που είχε δεχτεί πριν τον φιλήσει· «αυτά τα χείλη έχουν φιληθεί», ουρλιάζει. Να τη ζηλεύει για όσα νομίζει ότι έχει ο νους της κι εκείνος δεν μπορεί να τα δει. Η μητέρα και οι αδελφές της παίζουν στο θέατρο κι αυτή ζηλεύει, πράγματι, κι αυτός το καταλαβαίνει, εκείνη όμως το αρνείται και εκείνος την κρατά κλεισμένη, φυλακισμένη, πρόωρα γερασμένη σ’ ένα πέτρινο σπίτι, όπου παθαίνει μαρασμό. Η αναφορά στην τραγωδία Αντιγόνη δεν είναι προφανής; Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε, μας το έχει ξαναπεί, όμως και εκεί ο σύζυγος είχε φυλακισμένη τη σύζυγο, αλλά για ποια αιτία; Για όποια εσείς νομίζετε· ισχύουν όλες.
Οι ήρωες του Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, πριν από χρόνια, πριν μπει ο σκηνοθέτης, αυτοσχεδίαζαν. Τον ρόλο του σκηνοθέτη τότε τον είχε ο Νίκος Καραθάνος, ενώ ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος του ζητούσε να γράψει γι’ αυτούς, για τα έξι πρόσωπα, γιατί, αν δεν γράψει, κανείς δεν θα μάθει την ιστορία τους. Σαν τον Άμλετ που ξεψυχώντας ζητάει από τον Οράτιο να ζήσει, για να γράψει την ιστορία του και να μάθει ο κόσμος ποιος ήταν ο Άμλετ. Εκείνα τα έξι πρόσωπα που τότε ζητούσαν συγγραφέα από τον Καραθάνο, τώρα ζητούν από τον Μαυρίκιο, ενώ ο Καραθάνος, ο ταλαντούχος αυτός ηθοποιός, τραγουδά το τραγούδι της πέτρας· με ένα πρόσωπο τραγικό, κατάλευκο, εκκωφαντικά μακιγιαρισμένο, μες στο πηχτό μαύρο, σαν φεγγάρι στη γέμιση της θλίψης του, που υποφέρει κρυμμένο κάτω από αυτό που φαίνεται και μορφάζει και αφαιρεί σιγά σιγά το μακιγιάζ, υποκρινόμενο την αλήθεια του.
Παλιά σύνεργα της σκηνής, από άλλες παραστάσεις, βγήκαν και αυτά από τους θύλακες του θεάτρου· ένα άγαλμα Ρωμαίου και Ιουλιέτας για να ξανακουστεί η άδικη μοίρα των νέων που αγαπήθηκαν, μια αρχοντική κόκκινη βελούδινη αυλαία, τιμαλφές άλλων καιρών του Εθνικού, θα ολοκληρώσει την αναδρομή στο ένδοξο παρελθόν του θεάτρου.
Το θέατρο συνεχίζει τη ζωή που τελειώνει.
Έτσι, λοιπόν, με το ένα έργο να συνεχίζεται στο άλλο, τα πρόσωπα να πηγαινοέρχονται από το ένα στο άλλο, ήρωες και θεατές ξαναζούν παρόμοιες περιπέτειες. Γιατί η αλήθεια της ζωής δεν είναι μία αλλά πολλές ή είναι πολλές παραλλαγές της μίας. Και οι θεατρίνοι, πρόσωπα ιερά. Η ουσία βρίσκεται πίσω από την προφάνεια. Μια φυλακισμένη γυναίκα είναι δυστυχής, ένας ζηλιάρης βασανιστής σύζυγος είναι τραγικός. Μια θεατρική φιγούρα, με πλήρη εξάρτυση Ντίβας, κοθόρνους, τουαλέτα πεποικιλμένη, καπέλο και φτερά, με ηγεμονικό βήμα περνά για μια στιγμή και χάνεται, Λεονόρα Αντίο, άλλη μια υπόμνηση από τον Βέρντι και από τα περασμένα θεατρικά μεγαλεία. Η ζωή περνάει και όλα μαζί της· το θέατρο μένει.
Το χάος της έναρξης τακτοποιήθηκε με τον τελικό σπαραγμό της ερωτικής ζήλιας. Ένα παιδί πλάι στο πτώμα της μητέρας του, όμως ανανεώνει την αγάπη για το θέατρο: «Μαμά, κοίτα! Το θέατρο!» και μας δείχνει, στο βάθος της σκηνής, το ψεύτικο θέατρο μέσα στο θέατρο με τα ομοιώματα των θεατών, αλλά η μαμά έχει πεθάνει. Και μετά, ανάβουν τα φώτα, το παιδί στρέφεται σε μας και επαναλαμβάνει: «Μαμά, κοίτα! Το θέατρο!» Και η μαμά ζωντανεύει, σηκώνεται και υποκλίνεται. Το θέατρο συνεχίζει τη ζωή που τελειώνει. Ο Πιραντέλο πέθανε το 1936, αλλά ζει μέσα σε κάθε θεατρική αίθουσα και μας διδάσκει πως όλοι, πάντα, και όχι μόνο απόψε αυτοσχεδιάζουμε.
Καταπληκτική σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια, περούκες, η προσαρμογή της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι για την παράσταση από τον Νίκο Κυπουργό, η εκτέλεση των τραγουδιών, όλα γεμάτα από τη θίψη: «Ο ταχυδρόμος πέθανε» (και μήνυμα δεν έχουμε), «Η πέτρα» (σκληρή και δεν λυγίζει), «Φέρτε μου ένα μαντολίνο» (το αγαπημένο του Χατζιδάκι, ιδανικό, ευγενές όργανο για να δείξει τα πάθη της ψυχής).
Παρακολουθήσαμε δι’ ελέου και φόβου και φύγαμε γεμάτοι συγκίνηση αυτοσχεδιάζοντας την των παθημάτων μας κάθαρσιν. Συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές!
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Σκηνοθεσία, μετάφραση και διασκευή: Δημήτρης Μαυρίκιος και βοηθοί: Μαρία Βαρδάκα, Εύα Οικονόμου-Βαμβακά, Μανώλης Δούνιας
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Διασκευή, προσαρμογή και ενορχήστρωση: Νίκος Κυπουργός
Σκηνικά: Δημήτρης Πολυχρονιάδης
Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Κομμώσεις και περούκες: Χρόνης Τζήμος
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Σχεδιασμός ήχου – Ενορχήστρωση: Στάθης Σκουρόπουλος
Κίνηση – Χορογραφίες: Βάλια Παπαχρήστου
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός σκηνογράφου: Μαρίνα Κωνιού
Βοηθός ενδυματολόγου: Μάριος Παναγιώτου
Σχεδιασμός και εκτέλεση μακιγιάζ: Ρούλα Λιανού
Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια
Στα κινηματογραφικά:
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μαυρίκιος και Άγγελος Παπαδόπουλος
Μοντάζ: Ιωάννα Σπηλιοπούλου
Στους ρόλους: Κωνσταντίνος Αρνόκουρος, Μαρία Βαρδάκα, Γιάννης Βογιατζής, Δημήτρης Κακαβούλιας, Δημήτρης Μαυρίκιος, Γιώργος Μπένος, Ράνια Οικονομίδου, Εύα Οικονόμου-Βαμβακά, Στέφανος Παπατρέχας, Γιούλικα Σκαφιδά, Νεκτάριος Φαρμάκης, Λυδία Φωτοπούλου
Συμμετοχή στην οθόνη: Νίκος Καραθάνος
Τραγούδι: Λιλή Νταλανίκα, Ράνια Οικονομίδου, Στέφανος Παπατρέχας
Συμμετέχουν ακόμα: Γιάννης Ατεμισιάδης, Μιχάλης Αρτεμισιάδης, Βαγγέλης Λυκούδης, Στέλιος Πανταγιάς
πηγή : diastixo.gr