Θανάσης Τριαρίδης: «Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα»
Στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, στη Μαλακοπή, υπάρχει ένας λόφος γεμάτος μυγδαλιές, περιτριγυρισμένος από ένα πευκόδασος. Στην κορυφή του λόφου υπάρχει ένα ξέφωτο και στο κέντρο του σχηματίζεται μια ρηχή γούβα και γύρω της οι μυγδαλιές, οι οποίες μόνο ανθίζουν, δεν κάνουν καρπούς. Ο λόφος λέγεται Κουπέλα και είναι ένας απαγορευμένος λόφος, τόπος μυστηρίων, θανάτου και έρωτα, αλλά και λύτρωσης για τη Δομένικα Φραντζή, τη μυστηριώδη και σαγηνευτική δασκάλα. Στο μυθιστόρημα γίνεται καταγραφή των όσων βίωσε μια ομάδα μαθητών του δημοτικού, δύο χρόνια πριν από τον θάνατο της δασκάλας τους.
Η Κουπέλα είναι ένας λόφος ο οποίος δεν αποτελεί φυσικό μόρφωμα. Σχηματίστηκε από τα παγωμένα κουφάρια διακοσίων λεπρών, που διωγμένοι από ένα χωριό στη νοτιοανατολική άκρη της Εύβοιας κατέφυγαν στο πευκόδασος για να αναζητήσουν τη θεραπεία από έναν θεραπευμένο λεπρό, τον ονομαζόμενο Λεμονμπούζη (Γιωργάκης Σταυρόπουλος). Πέθαναν σφιχταγκαλιασμένοι από το φαρμάκι που τους πότισε ο Λεμονμπούζης με τη «θαυματουργή» λεμονάδα του, αφού πρώτα πήρε ως αντίτιμο ό,τι πολύτιμο είχαν. Οι παγωμένες, από τη χιονοθύελλα που ξέσπασε, σάρκες των λεπρών που τραγουδούσαν «έγιναν μία τούμπα της γης». Με το πέρασμα του χρόνου ο άνεμος έφερνε χώμα και σκέπαζε τα κουφάρια τους, μέχρι που σχηματίστηκε αυτός ο παράξενος λόφος. Με τον καιρό άρχισε να βλασταίνει και να γεμίζει μυγδαλιές. Άνθισαν τον Φλεβάρη και τα άνθη κρατούσαν έξι μήνες και με το φύσημα του ανέμου σκόρπιζαν, αλλά μύγδαλα δεν έβγαζαν. Τα βράδια ο άνεμος φύσαγε λυσσαλέα σαν να ακούγονταν ανθρώπινοι ψίθυροι και λέξεις, «φύγε», «έρχου», «φίλησε», λέξεις που παίρνουν διαφορετικές σημασίες. Το βράδυ που οι λεπροί πέθαιναν, ο Λεμονμπούζης ξεχώριζε τα χρυσαφικά που άρπαξε και αναγνώρισε μέσα σε αυτά το δώρο του αρραβώνα στην κοπέλα που αγαπούσε πριν από 35 χρόνια, στο Μεσολόγγι. Η τρέλα τον κυρίευσε, πήρε όλα τα φαρμάκια του και μεταμορφώθηκε σε άγγελο θανάτου σκορπίζοντας τον θάνατο σε όλη τη Μακεδονία για 10 χρόνια, κι ύστερα επέστρεψε στον λόφο για να πεθάνει κρατώντας το μενταγιόν της αγαπημένης του. Την ώρα του θανάτου του σφύριζε ο άνεμος μέσα από τα κλαδιά «έρχου».
Στα χρόνια που πέρναγαν, ερωτευμένοι, προδομένοι, προδότες, φονιάδες, ληστές, τρελοί και αλαφροΐσκιωτοι δοκίμαζαν τη δικαιοσύνη του λόφου. Ο άνεμος με το λυσσαλέο του σφύριγμα σχημάτιζε κανονικές λέξεις, άλλοτε «φύγε», άλλοτε «έρχου», κι άλλοτε «φίλησε», προστάγματα που κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει.
Είναι ένα γοτθικό ελληνικό μυθιστόρημα για τη δύναμη και τη φύση του Κακού και σε αυτό οφείλεται και η πρωτοτυπία του. Χαρτογραφεί την κόλαση της ανθρώπινης ψυχής, τη σύγκρουση της λογικής και της επιθυμίας.
Η Δομένικα είναι κόρη της Αύρας Φραντζή, μαθήτριας της φρικτής μάγισσας της Σύρου Μπαρμπακούλας, η οποία θέλει να ενσαρκώσει τον Διάβολο μέσω του παιδιού που θα γεννιόταν από την ένωση της Αύρας με τον γιο της, Δομένικο. Η Αύρα πείθει τον Δομένικο να σφάξει τη μάνα του, για να αποτρέψουν τα σχέδιά της και να σώσουν το παιδί τους. Τη στιγμή που πεθαίνει, η Μπαρμπακούλα καταριέται την Αύρα να μη νιώσει πια επιθυμία για άντρα, το παιδί που θα γεννήσει να είναι κορίτσι και να μη χαρεί ποτέ της σμίξιμο με άντρα, να μην έχει στο στήθος της ρώγες που θηλάζονται κι όποιον ερωτευτεί να τον δει να πεθαίνει σε χίλιες παρά μία ημέρες, κι άμα τύχει κι αυτός γλιτώσει, τότε εκείνη να μη δει το ξημέρωμα της χιλιοστής μέρας. Εκτός από την κατάρα της Μπαρμπακούλας, η Δομένικα κουβαλάει μέσα της τον θάνατο και με έναν άλλο τρόπο. Η μάνα της, για να την προστατέψει, της φαρμακώνει τα χείλια, με αποτέλεσμα να σκοτώνει με κάθε της φιλί, ώστε να μην προλάβει να ερωτευτεί για να αποφευχθεί η κατάρα της μάγισσας. Με φαρμακωμένα χείλια, έχοντας κλέψει τη ζωή από τον Διάβολο, που δεν ενσαρκώθηκε μέσα από τη γέννα της, ο οποίος κάθε βράδυ την επισκέπτεται ζητώντας τη χαμένη ζωή του, η Δομένικα ερωτεύεται την Τζίλντα, μια όμορφη ναρκομανή χορεύτρια. Συναντιούνται τις νύχτες στην Κουπέλα, στο ξέφωτο της Φωλίτσας που βρίσκεται στο κέντρο του λόφου, και αγκαλιάζονται μέσα στη «γούβα του έρωτα». Η Τζίλντα δεν πεθαίνει, γιατί η ερωτευμένη δασκάλα αποφεύγει να τη φιλήσει στο στόμα. Η Δομένικα ζει τον έρωτά της αποφασισμένη να δώσει τέρμα στη ζωή της τη χιλιοστή τη μέρα, όπως ορίζει η κατάρα της Μπαρμπακούλας. Στο διάστημα αυτό μυεί τους μαθητές της στα μυστήρια και τα παράξενα της ζωής και του θανάτου, του έρωτα και της αγάπης, του πόθου και της ελευθερίας του θανάτου, σαν σύγχρονη ιεροφάντις, στο Καλό και το Κακό, γιατί το ένα ενυπάρχει στο άλλο…
Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο μύθους και δοξασίες, μαγείες και ιστορίες τρόμου, δαίμονες, θανατικά και κατάρες. Είναι ένα γοτθικό ελληνικό μυθιστόρημα για τη δύναμη και τη φύση του Κακού και σε αυτό οφείλεται και η πρωτοτυπία του. Χαρτογραφεί την κόλαση της ανθρώπινης ψυχής, τη σύγκρουση της λογικής και της επιθυμίας. Σε αρκετά σημεία ξεπερνά τα δεδομένα της τρομακτικής υπερβολής αλλά με περίτεχνο τρόπο, ώστε να συνδέονται οι ετερόκλητες φωνές με την αφήγηση των μύθων, με τις αφηγήσεις των προσώπων και την κριτική της κοινωνίας, της θρησκείας, των προκαταλήψεων και της διψασμένης ψυχής για γνώση στα άγνωστα μονοπάτια ενός σκοτεινού και ανελέητα γοητευτικού κόσμου, του κόσμου των βασανισμένων ψυχών – την κόλαση.
Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα
Θανάσης Τριαρίδης
Εκδόσεις Πατάκη
528 σελ.
ISBN 978-960-16-7847-4
Τιμή €18,80
πηγή : diastixo.gr