Τέχνες-Ν. Κ. Μουτσόπουλος: «Η Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη» κριτική του Απόστολου Σπυράκη
Κατά τις ανασκαφές στον χώρο της Ροτόντας, κάτω από τη θέση όπου βρισκόταν η Αγία Τράπεζα βρέθηκε το λεγόμενο εγκαίνο, μια υπόγεια θήκη κατασκευασμένη από πλάκες νησιώτικου μαρμάρου, στο εσωτερικό της οποίας εντοπίστηκαν υπολείμματα υφάσματος με ίχνη οργανικής ουσίας. Τα δείγματα στάλθηκαν στο Εγκληματολογικό Εργαστήριο της Κοπεγχάγης, όπου προσδιορίστηκε ότι η ουσία ήταν πιθανότατα ανθρώπινο αίμα και χρονολογούνταν γύρω στο 380 μ.Χ., ένα εύρημα που συνέπιπτε κατά τρόπο εκπληκτικό με τον θρύλο ότι δύο ειδών λείψανα του Αγίου Δημητρίου είχαν διασωθεί, το σώμα και τα ενδύματα τα βαμμένα στο αίμα του, και οι ιστορικοί διατύπωσαν την τολμηρή αλλά βάσιμη εικασία ότι πιθανόν να υπήρχε στη Ροτόντα ο τάφος του νεαρού αξιωματικού Δημήτριου, του μετέπειτα πολιούχου της Θεσσαλονίκης, ο οποίος θανατώθηκε την εποχή του Καίσαρα Γαλέριου. Η ανακάλυψη συγκλόνισε την πόλη κι αμέσως στάλθηκε αντιπροσωπεία στην Ιταλία, όπου φυλάσσονταν τα λείψανα (του υφάσματος), τα οποία επεστράφησαν για να εκτεθούν σε πανηγυρικό προσκύνημα, ενώ ορισμένοι επιστήμονες ισχυρίστηκαν ότι αυτός ο τάφος ίσως ανεγέρθη από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο στην προσπάθειά του να εξιλεωθεί για τη διαβόητη «σφαγή του Ιππόδρομου», όταν με διαταγή του που δεν πρόφθασε να ακυρώσει εκτελέστηκαν 15.000 Θεσσαλονικείς από Γότθους μισθοφόρους κι ο εξοργισμένος πατριάρχης Αμβρόσιος των Μεδιολάνων αρνήθηκε τη Θεία Κοινωνία στον αυτοκράτορα, γεγονός πρωτάκουστο.
Το περίκεντρο επιβλητικό οικοδόμημα της Ροτόντας που σκεπάζεται από έναν τεράστιο, θαυμάσιο τρούλο χτίστηκε γύρω στο 300 μ.Χ. από τον Καίσαρα Γαλέριο, αρχικά ως ανακτορικός ναός του Διός στην περιοχή του κάμπου, ενός χώρου κοντά στα ανατολικά τείχη, όπου επιτελούσε τις ασκήσεις της η ρωμαϊκή φρουρά της πόλης την εποχή που η Θεσσαλονίκη είχε επιλεγεί ως έδρα ενός από τα τέσσερα τμήματα στα οποία είχε διαιρεθεί η καταρρέουσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Περί το 400 μ.Χ. αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία από τον Μ. Θεοδόσιο με την ονομασία «Ναός των Ασωμάτων» και αργότερα «Ναός των Αγγέλων», την περίοδο που ο αυτοκράτορας βαπτίστηκε από τον φίλο του Αγίου Βασιλείου και του Αμβροσίου των Μεδιολάνων, τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αχόλιο. Με την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς, αρχικά επετράπη η χρήση της από τους χριστιανούς μαζί με τρεις άλλες εκκλησίες –τον Άγιο Δημήτριο, την Αγία Σοφία και τον Άγιο Γεώργιο–, ενώ εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα μετατράπηκε σε τζαμί, την εποχή που η Θεσσαλονίκη ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά την Κωνσταντινούπολη και την Αδριανούπολη.
Η καταγραφή των ερευνών μέσα από τομές, διανοίξεις και αφαιρέσεις στρωμάτων που αποτέθηκαν ανά τους αιώνες μοιάζει να αφορά τους σχετικούς με το αντικείμενο, όμως στην πορεία αυτών των ερευνών υπάρχουν στιγμές πραγματικά συναρπαστικές, οι οποίες ανταμείβουν τον φιλόπονο αναγνώστη που διψά για πληροφορίες γύρω από την έξοχη πολιτισμική κληρονομιά αυτού του τόπου.
Σε μια περιοχή που είναι ναρκοθετημένη από σεισμογόνες εστίες στο Άγιο Όρος, στον Θερμαϊκό και στον Ακάνθιο κόλπο, στις λίμνες Λαγκαδά και Βόλβη, εστίες οι οποίες έχουν δώσει ισχυρούς σεισμούς καταγεγραμμένους ήδη από το 479 π.Χ., από την εποχή του Ηροδότου, η Ροτόντα όπως και τ’ άλλα μνημεία της πόλης δέχτηκαν αλλεπάλληλα πλήγματα από τον Εγκέλαδο κι είναι χαρακτηριστικό ότι οι πιο σημαντικές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης έχουν χτιστεί πάνω σε ερείπια παλιότερων ναών και κτισμάτων προχριστιανικών. Οι πηγές μιλούν για τρομερές τεκτονικές μετακινήσεις που συγκλόνισαν την πόλη, όπως συνέβη τη νύχτα της 13ης Μαρτίου του 1430, λίγο πριν από την άλωσή της απ’ τους Οθωμανούς, όταν φοβερός σεισμός κατέστρεψε τα τείχη της. Στα οθωμανικά φιρμάνια έχουν βρεθεί καταγραφές για έξοδα σε γρόσια και παράδες, που προορίζονταν για να πληρωθούν καντάρια ασβέστη, άμμου, πλίνθων και άλλων υλικών, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις επισκευές του κτίσματος που δέσποζε στον χώρο των ανακτορικών κατασκευών του Γαλέριου. Καθώς το σώμα του μνημείου τροποποιούνταν συνεχώς ανά τους αιώνες με προσθήκες κι αφαιρέσεις ανάλογα με την κυρίαρχη θρησκεία και ιδεολογία, η σταθερότητά του δέχτηκε καίρια πλήγματα και η Ροτόντα κινδύνεψε με ολοκληρωτική κατάρρευση έπειτα από τους σεισμούς του 1978, όταν τα βασικά της ρήγματα άνοιγαν ένα χιλιοστό τον μήνα και χρειάστηκε η άμεση πρόσκληση ονομαστών επιστημόνων, με επικεφαλής τον καθηγητή Μουτσόπουλο, μιας από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες στον χώρο της αρχαιολογίας, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει εξαιρετικά σημαντικές ανασκαφές ειδικά στην περιοχή της Μακεδονίας.
Ο καθηγητής Μουτσόπουλος, ως υπεύθυνος εκείνης της ομάδας Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, κατέγραψε σ’ αυτόν τον τόμο με κάθε ακρίβεια τις εργασίες και τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την ανασκαφή και συντήρηση του κτίσματος, τη φροντίδα, τη σχολαστικότητα και την ευαισθησία με την οποία διαχειρίστηκαν το μνημείο. Η καταγραφή των ερευνών μέσα από τομές, διανοίξεις και αφαιρέσεις στρωμάτων που αποτέθηκαν ανά τους αιώνες μοιάζει να αφορά τους σχετικούς με το αντικείμενο, όμως στην πορεία αυτών των ερευνών υπάρχουν στιγμές πραγματικά συναρπαστικές, οι οποίες ανταμείβουν τον φιλόπονο αναγνώστη που διψά για πληροφορίες γύρω από την έξοχη πολιτισμική κληρονομιά αυτού του τόπου.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η μετατροπή του παγανιστικού ναού σε χριστιανική εκκλησία απαιτούσε ορισμένες προσαρμογές που μόνο κάποιος ικανότατος αρχιτέκτονας, πιθανόν αυτός που έχτισε την περίφημη εκκλησία της Αχειροποιήτου, μπορούσε να συλλάβει και να εκτελέσει. Με τις κατά καιρούς τροποποιήσεις, η Ροτόντα λειτούργησε συνεχώς παρ’ όλες τις τραυματικές δοκιμασίες που υπέστη το σώμα της, διασώθηκε μέχρι σήμερα διατηρώντας τη ζωτικότητα και το σφρίγος της, πρόσφατα έγινε χώρος βίαιων εκδηλώσεων με πρωταγωνιστές παραθρησκευτικές ομάδες, υπενθυμίζοντας τους εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς που απαιτεί η διαχείρισή της κι αποδεικνύοντας το πόσο ζωντανά μπορούν να παραμένουν τα μνημεία-σύμβολα μιας πόλης ύστερα από χίλια εφτακόσια χρόνια.
Η Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη
Αρχαιολογική έρευνα και αναστήλωση του μνημείου
Ν. Κ. Μουτσόπουλος
Εκδόσεις Δέσποινα Κυριακίδη
616 σελ.
Τιμή € 60,00
Πηγή : diastixo.gr