Τασούλα Τσιλιμένη: «Το κουμπί»
Η Τασούλα Τσιλιμένη είναι γνωστή ως συγγραφέας λογοτεχνικών κειμένων για μικρούς και μεγάλους και ως συστηματική ερευνήτρια της παιδικής λογοτεχνίας. Η διπλή της ιδιότητα ως λογοτέχνιδος και ως ε-ρευνήτριας συνυφαίνει το προσωπικό της συγγραφικό ιδίωμα, το οποίο διακρίνεται για τις λογοτεχνικές του αρετές, την ευαισθησία του περιεχομένου, αλλά και τη συνεκτικότητα και την οργάνωση της αφηγη-ματικής δομής.
Η ποικιλία των αφηγηματικών φορμών με τις οποίες καταπιάνεται η συγγραφέας είναι μεγάλη. Ωστόσο, οι μικρές ιστορίες αποδεικνύονται ως ειδικότητά της, αφού με αυτές ασχολείται εδώ και χρόνια σε πολλά ε-πίπεδα˙ ερευνητικά, αφού η διδακτορική της διατριβή αφορούσε τη γραμματολογική, παιδαγωγική και γλωσσική εξέταση των μικρών ιστοριών που γράφτηκαν την εικοσαετία 1970-1990, και λογοτεχνικά, αφού συχνά δημοσιεύει μικρές ιστορίες σε διάφορα έντυπα. Η παρούσα ευσύνοπτη συλλογή δεκατριών μικρών ιστοριών, συνολικά 120 σελίδων, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Το κουμπί και άλλες ιστορίες απο-τελεί την ωριμότερή της δουλειά σε αυτή την κατηγορία. Εάν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ισίδωρος Ζουργός, η συγκεκριμένη συλλογή αναδεικνύει τη «μικρή φόρμα στην πιο μεγάλη της ώρα», θα μπορού-σαμε να εξειδικεύσουμε αναλύοντας στη συνέχεια ότι οι ιστορίες του παρόντος βιβλίου της αναδεικνύουν τη μικρή φόρμα «στην πιο μεγάλη γυναικεία της ώρα».
Γιατί είναι σημαντικές οι μικρές ιστορίες της συλλογής που παρουσιάζουμε; Σε πρώτο επίπεδο είναι σημα-ντικές, γιατί διαθέτουν στέρεα και συνεκτική δομή. Είναι γνωστό ότι σε αντίθεση με τα μεγάλα αφηγημα-τικά κείμενα, στα οποία ο συγγραφέας έχει την άνεση να παρεκκλίνει από το βασικό δομικό σχέδιο, πλα-τειάζοντας ή ενίοτε αναταράσσοντας την αφηγηματική συνέχεια, στις μικρές ιστορίες η στέρεα και συνε-πής δομή λειτουργεί ως βασική συγκολλητική ουσία της λογοτεχνικότητας. Στις δεκατρείς ιστορίες της συλλογής η συγγραφέας οργανώνει την αφήγηση στη βάση ενός συνεκτικού τριμερούς σχήματος.
Στην αρχή παρουσιάζει ξεκάθαρα την εικόνα μιας κατάστασης, που εξελίσσεται σε πρώτο χρόνο. Οι φρά-σεις με τη μορφή ρηματικών δηλώσεων είναι σύντομες και κοφτές: «Κόντευε να ξημερώσει, αλλά το σκοτάδι ήταν ακόμα πηχτό» (σελ. 29), «Το λεωφορείο μπήκε στο Διάδρομο 4» (σελ. 65), «Φορούσε μια άσπρη μικρή ποδιά στη μέση, που ήταν πάντα γαριασμένη» (σελ. 75) κ.ά. Ο αφηγηματικός χρόνος και χώρος σκιαγραφούνται έτσι άμεσα, χωρίς αμφισημίες.
Στη συνέχεια η αρχική εικόνα διαταράσσεται από συμβάντα και περιστατικά, που ανασύρει η συγγραφέας από την προσωπική ή τη συλλογική μνήμη του χωριού, της Καλλιπεύκης Ολύμπου, όπου γεννήθηκε. Α-ναπάντεχες τροπές της πλοκής ανοικειώνουν την αφήγηση μεταφέροντας τον αναγνώστη σε νέα τοπο-χρονικά δεδομένα. Οι εικόνες εναλλάσσονται κρατώντας σε εγρήγορση την ανάγνωση.
Εν τέλει, το τριμερές σχήμα απολήγει σε ένα σύντομο επιμύθιο, στο οποίο η ανάγνωση επανέρχεται στις αρχικές χωροχρονικές οριοθετήσεις, υπό νέες όμως απρόσμενες προϋποθέσεις και κατά κανόνα με ισχυ-ρό συνδηλωτικό περιεχόμενο.
Χαρακτηριστικό της αφηγηματικής ροής που επινοεί η συγγραφέας είναι η διάσπαση της συνέχειας από λεπτομερείς και ρεαλιστικές περιγραφές και αφηγήσεις. Οι λεπτομερείς αυτές και επεξεργασμένες εγκι-βωτίσεις λειτουργούν ως μικροδομές στην ήδη μικροδομή του συνόλου, κάτι σαν μικροί πίνακες μέσα στον μεγαλύτερο πίνακα της ιστορίας. Ωστόσο, οι αφηγηματικές εγκιβωτίσεις δεν λειτουργούν ως ουδέ-τερες ή φλύαρες υποσημειώσεις, αλλά συνδιαμορφώνουν το τελικό λογοτεχνικό νόημα. Όπως για παρά-δειγμα η περιγραφή της παλιάς τοιχογραφίας στον κοιμητηριακό ναό της Αγίας Παρασκευής Καλλιπεύκης (σελ. 16-17), της λίμνης Ασκουρίδος (σελ. 26), του πανηγυριού της Λάρισας κάπου τη δεκαετία του ’60 (σελ. 111-112), των τριών παλιών οικογενειακών φωτογραφιών που ξέμειναν στο πατρικό σπίτι (σελ. 50-54), του πλημμυρισμένου ποταμού (σελ. 18-19).
Η αγάπη για τις ρεαλιστικές αναπαραστάσεις και τις εικόνες και η ευχέρεια στις περιγραφές λεπτομερειών που προαναφέραμε συνδυάζονται πολλές φορές με τις φανταστικές αναπαραστάσεις θρύλων και οραμά-των σε μια διελκυστίνδα καθημερινού και μαγικού ρεαλισμού.
Η στέρεα και ενσυνείδητη δομή των ιστοριών, οι ζωντανές περιγραφές και οι καίριες και σημαίνουσες λε-πτομέρειες αναδύονται ελεύθερα και ζωντανά. Η αλήθεια που αφηγείται η συγγραφέας είναι πειστική, γιατί ακριβώς βασίζεται σε βιώματα που έζησε ή άκουσε από πρώτο χέρι. Είναι γιατί οι ιστορίες της είναι μαστορικά κεντημένες από προσωπικές και συλλογικές μνήμες. Νήματα βαμμένα από φυσικές βαφές βιω-μένων καταστάσεων του χωριού. Επιδέξιες βελονιές, που όμως αρχικά τραυμάτισαν τα δικά της χέρια, κεντούν με αιματηρές μνήμες τον αφηγηματικό καμβά.
Η γραφή της είναι πυκνή, σε γλώσσα απλή, εμπλουτισμένη ενίοτε από το λαϊκό λεξιλόγιο. Κοφτές φρά-σεις, βιωμένοι λαϊκοί διάλογοι, ζωντανοί σαν απομαγνητοφωνημένοι, αναπαριστούν με ρεαλισμό καθημε-ρινές καταστάσεις. Δυναμικές περιγραφές ανασυνθέτουν καταιγισμούς εικόνων και πολυτροπικά διακεί-μενα. Η αγάπη για τις ρεαλιστικές αναπαραστάσεις και τις εικόνες και η ευχέρεια στις περιγραφές λεπτο-μερειών που προαναφέραμε συνδυάζονται πολλές φορές με τις φανταστικές αναπαραστάσεις θρύλων και οραμάτων σε μια διελκυστίνδα καθημερινού και μαγικού ρεαλισμού. Για παράδειγμα, η εικόνα της αλα-φροΐσκιωτης Μήτραινας να μπήγει την αναμμένη λαμπάδα στο νερό της λίμνης (σελ. 72), είναι λες απευ-θείας βγαλμένη από τον ποιητικό κινηματογράφο του Ταρκόφσκι. Και ο ήχος του κονσέρτου για βιολί σε μι ύφεση του Μέντελσον αναμειγνύεται μαγικά με το αεράκι που φέρνει την ανάσα του φρεσκοκαθαρι-σμένου σπιτιού. Ποιητικές εικόνες σε ευσύνοπτες φράσεις, όπως: «Το πούσι και το φύλλωμα των ευκα-λύπτων τέλειωναν τα παραμύθια τους» (σελ. 30). Ή «μια χούφτα χιόνι έπεσε από τα κίτρινα χρυσάνθε-μα» (σελ. 34).
Ωστόσο, το περιεχόμενο του μαγικού ρεαλισμού της συγγραφέως είναι πρωτίστως γυναικεία υπόθεση. Η θέση του μικρού κοριτσιού, της έφηβης, της ώριμης και της ηλικιωμένης γυναίκας στις παραδοσιακές κοινωνίες, αλλά και στις μεταιχμιακές καταστάσεις των δεκαετιών του ’50, του ’60 και του ’70, όταν «τα χωριά τάιζαν με μεγάλες μπουκιές την πόλη» (σελ. 10), συνυφαίνεται με προσωπικά βιώματα, που τραυ-μάτισαν και πόνεσαν. Η φτώχεια και η ορφάνια, ο γάμος σε νεαρή ηλικία, η παιδεραστία ως αποσιωπημέ-νη ετεροτοπία σε κοινωνίες με καλά κρυμμένα μυστικά, τα σχολικά χρόνια και οι συμμαθήτριες... Πάνω από όλα η μνήμη της μάνας που μεγαλώνει με αυστηρότητα και κόπο τα παιδιά της ή τα χάνει από αρρώ-στιες, που συμπαραστέκεται, αλλά και που λυγίζει, αρρωσταίνει και πεθαίνει. Η συγγραφέας σκιαγραφεί το ψυχογράφημα της γυναίκας στη νεοελληνική κοινωνία, που ζει στο χωριό ή αστικοποιείται στις μεγά-λες πόλεις, όταν μεταναστεύει αναγκαστικά. Επικεντρώνεται στις προσωπικές μικρές γυναικείες ιστορίες κι όχι σε ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα και φεμινιστικά ζητήματα.
Η ζωή της υπαίθρου και του χωριού προσεγγίζεται από τη συγγραφέα με μια ιδιότυπη εθνογραφία. Χωρίς φολκλορισμούς και συναισθηματικούς ρομαντισμούς. Ο κόσμος του χωριού αποκαλύπτεται ως διαχρονική και συγχρονική πραγματικότητα, όπου συνυπάρχουν οι θρύλοι, οι παραδόσεις, τα έθιμα, αλλά και οι με-ταλλαγές των μεταπολεμικών χρόνων. Τα στοιχειά της λίμνης και της βρύσης, το φάντασμα του δολο-φονημένου Τούρκου που αγάπησε την Ελληνοπούλα, οι αλαφροΐσκιωτες, οι φωνές των πνιγμένων από τα σπλάχνα της λίμνης συνυπάρχουν με τα καρναβαλικά δρώμενα της δεκαετίας του ’80, τη μερέντα στο ψωμί, το βιτάμ, τα γαριδάκια, τον Μικρό Σερίφη, τις μυτερές γόβες, τον γύρο του θανάτου και τα κουτιά του Καλγκόν.
Ίσως, εν τέλει, οι μικρές ιστορίες της Τασούλας Τσιλιμένη να είναι η εθνογραφική σπουδή της γυναικείας μνήμης της γενιάς της. Η ρεαλιστική και συνάμα μαγική αναπαράσταση των καταστάσεων που έζησαν πολλές Ελληνίδες της δεκαετίας του ’60 και του ’70, κυρίως αυτές που πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια στο χωριό και στη συνέχεια αστικοποιήθηκαν μετά τον αναγκαστικό εκπατρισμό τους στις μεγάλες πό-λεις. Είναι ιστορίες νευρώδεις και δυναμικές που γράφτηκαν επειδή είχαν προηγουμένως προσωπικό και μνημονικό νόημα για τη συγγραφέα. Δίψα για τη ζωή, πυγμή που ξεπερνά τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής και μνήμη που συνεχώς ξορκίζεται θα μπορούσαν να είναι η τελική σύνοψη. Ποιητικά θα μπορούσε το ίδιο να διατυπωθεί με τους στίχους μιας νέας ποιήτριας της αμέσως επόμενης γενιάς στην πρώτη της συλλογή: «Απ’ τη μέρα εκείνη σού ’μεινε η πυγμή / Σφιχτά αγκαλιασμένη πάντα με τη μνήμη». Και δεν είναι τυχαίο ότι η νέα ποιήτρια είναι η Βάλια Τσάιτα-Τσιλιμένη, η κόρη της συγγραφέως.
Ο Νικόλαος Γραίκος είναι διδάκτορας ΑΠΘ, ιστορικός τέχνης.
Το κουμπί
Και άλλες ιστορίες
Τασούλα Τσιλιμένη
Καστανιώτης
120 σελ.
ISBN 978-960-03-6270-1
Τιμή: €9,54
πηγή : diastixo.gr