Sylvia Plath: «Το κοστούμι-δε-με-μέλει και άλλες ιστορίες για παιδιά»

2018-01-04 16:43

Σύλβια Πλαθ: «Το κοστούμι-δε-με-μέλει και άλλες ιστορίες για παιδιά».

Ποιητές
Ύποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις –
και γίνονται πουλιά.
Τάσος Λειβαδίτης

Μια εξαίρετη Ελληνίδα ποιήτρια, η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, μεταφράζει τη σπουδαία και πασίγνωστη ομότεχνή της, Αμερικανίδα, Σύλβια Πλαθ. Την έχω και άλλοτε διαβάσει και θαυμάσει (το 1996 ήταν) τη δουλειά αυτή της Ρουκ. Έμεινα με τις καλύτερες εντυπώσεις. Από το εύρος προς το οποίο διαρκώς εκτεινόταν η φαντασία της, από τη γλυκύτητα και την αθωότητα της έκφρασης που οι καλοί ποιητές πάντοτε διαθέτουν. Και ας μιλούν συχνά για προβλήματα ή δυσχέρειες και πιέσεις.

Εξάλλου το συγκεκριμένο βιβλίο της Σύλβια Πλαθ είναι σαν ένα ξέφωτο σε δάσος σκοτεινό όπου φυτρώνουν αποκλειστικώς και μόνον λευκά και άλικα ρόδα, ενώ το φως σκιάζουν με τα πετάγματά τους αηδόνια και καρδερίνες, καναρίνια και κότσυφες· οι κελαηδισμοί τους κάνουν το ηλιόλουστο ξέφωτο να ριγεί γλυκά.

Όπως ακριβώς ριγεί κανείς εμπρός στα κείμενα της Αμερικανίδας ποιήτριας και πεζογράφου που, ενώ συχνά πλανιόταν στο σκοτάδι, τελικώς κατέληγε στο φως· προ του πικρού, στ’ αλήθεια, τέλους της.

Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε στη Βοστώνη των ΗΠΑ, Οκτώβριο του 1932. Έζησε μόνον 31 χρόνια. Αναχώρησε από τη ζωή εκουσίως το 1963. Πρόλαβε όμως να γράψει ποιήματα, πεζά, δοκίμια, ημερολόγια, βιβλία παιδικής λογοτεχνίας.
Από την ηλικία των 8 ετών άρχισε να γράφει ποιήματα και έκτοτε κατέβαλλε επίμονες και σοβαρές προσπάθειες για την έκδοσή τους. Ο πατέρας της Ότο Πλαθ, καθηγητής κολεγίου και αυθεντία γύρω από τη ζωή και τις κοινότητες των μελισσών, δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει· πέθανε όταν η Σύλβια άρχισε να εκδηλώνει το εξαίρετο ταλέντο με το οποίο ήταν προικισμένη.

Εντούτοις πολύ σύντομα αμερικανικά περιοδικά άρχισαν να δημοσιεύουν ποίησή της και εκείνες τις εκπληκτικές μικρές ιστορίες της. Εν τω μεταξύ η νεαρή και όμορφη Πλαθ φοιτούσε στο περίφημο Κολέγιο Σμιθ, στο οποίο αργότερα δίδαξε. Στο προτελευταίο έτος, όμως, κατέρρευσε· κατά τη διάρκεια της τόσο σύντομης ζωής της υπέφερε κατά καιρούς από ψυχική νόσο η οποία, έπειτα από την κατάλληλη φαρμακευτική και ψυχοθεραπεία, τη γαλήνευε, της ξάνοιγε ξανά τη θέα του έξω κόσμου αλλά και αυτόν της καρδιάς της. 

Δεν είναι να απορεί κανείς για όλα αυτά που κάνουν το βιβλίο ένα αληθινό κόσμημα: μια ποιήτρια, μια μεγάλη ποιήτρια, γράφει παραμύθια· και τα γράφει για τα παιδιά της. Εκείνες τις ώρες γίνεται πουλί, γίνεται αεράκι ευωδιαστό, πετά, και μπαίνοντας ίσια στις καρδιές των παιδιών, τα παίρνει μαζί της σε άγνωστες και ανείπωτες πτήσεις.

Από το Κολέγιο Σμιθ αποφοίτησε με μεγάλες διακρίσεις ενώ, τότε ακριβώς, άρχισε να γράφει το σχεδόν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της Ο γυάλινος κώδων (The Bell Jar).

Εν τω μεταξύ από την εφηβεία της ήδη είχε εκδηλώσει κοινωνικές και πολιτικές ευαισθησίες: ακτιβίστρια με συγκεκριμένους στόχους, παθιασμένη μάλιστα, τάχθηκε δημοσίως κατά του πολέμου της Κορέας· σε επιστολή της δε σε έντυπο μεγάλης κυκλοφορίας αποκάλεσε τη ρήψη της ατομικής βόμβας «αμάρτημα». Αυτά το 1950.

Κέρδισε μια υποτροφία του Ιδρύματος Φουλμπράιτ για το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει ποίηση έως ότου γνωρίστηκε με τον Άγγλο ποιητή Τεντ Χιούζ. Ερωτεύθηκαν. Μια αγάπη καταλυτική. Και μια σχέση τρικυμιώδης.

«Μιλάω στο Θεό αλλά ο ουρανός είναι άδειος» έγραψε σε στιγμές που αποδυναμωνόταν. Ή:

«… Ούτως ή άλλως τώρα περπατώ
Επιφυλακτική (γιατί θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και σ’ αυτό το ερειπωμένο τοπίο) – δύσπιστη
Παρ’ όλα αυτά συνετή, αγνοώντας
Πως ένας άγγελος ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
Άξαφνα δίπλα μου…»
(«Μαύρος κόρακας στη βροχή», μτφρ. Κατερίνα Ηλιοπούλου)

Όπως έχει σχολιάσει ο Ιρλανδός νομπελίστας ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Σάιμους Χίνεϊ για την ποιητική σύνθεσή της «Άριελ», «Το “Άριελ” είναι πλήρες ευφορίας, της ευφορίας μιας διάνοιας που δημιουργεί με περιπαικτικό πνεύμα, υπερβαίνοντας το πάσχον πρόσωπο. Το “Άριελ” διεκδικεί το δικαίωμα να ακουστεί το ποίημα – όχι ο ποιητής».

Το «Άριελ», το υψηλότερο ποιητικό έργο της Πλαθ, ξεκινά με τη λέξη «αγάπη» και ολοκληρώνεται με τη λέξη «άνοιξη».

Στο βιβλίο της για παιδιά Το κοστούμι-δε-με-μέλει δεν αρχίζει ακριβώς με τη λέξη «αγάπη» και ούτε τελειώνει με την «άνοιξη», αλλά και η αγάπη και η άνοιξη είναι παντού παρούσες. Επίσης και η χαρά. Και η χάρις. Το κέφι και η διασκέδαση. Το χιούμορ και οι εκπλήξεις. Το ανήκουστο!

Βεβαίως δεν είναι να απορεί κανείς για όλα αυτά που κάνουν το βιβλίο ένα αληθινό κόσμημα: μια ποιήτρια, μια μεγάλη ποιήτρια, γράφει παραμύθια· και τα γράφει για τα παιδιά της. Εκείνες τις ώρες γίνεται πουλί, γίνεται αεράκι ευωδιαστό, πετά, και μπαίνοντας ίσια στις καρδιές των παιδιών, τα παίρνει μαζί της σε άγνωστες και ανείπωτες πτήσεις.

Και οι τρεις ιστορίες που περιέχονται στο εντελώς ξεχωριστό βιβλίο είναι με δυο λέξεις «οχήματα φαντασίας». Ουρανομήκους.

Το «κοστούμι-δε-με-μέλει» ήταν ένα κοστούμι που έφερε ξάφνου ο ταχυδρόμος του Γουίνκελμπουργκ, όπως ονομαζόταν το βουνήσιο χωριουδάκι στο οποίο έμενε ο μικρός Μαξ με τους γονείς και τα άλλα έξι αδέλφια του. Αγόρια όλα· ο Μαξ ήταν ο μικρότερος. Το κοστούμι ήταν μέσα σε ένα δέμα, είχε την διεύθυνσή τους και το επώνυμο της οικογένειας. Το βαφτιστικό όμως είχε σβηστεί με την βροχή και έτσι δεν έμαθαν για ποιον είχε σταλεί. Το κοστούμι ήταν ένα

«μάλλινο
χνουδωτό
ολοκαίνουριο
κίτρινο μουσταρδί
κοστούμι
με τρία χάλκινα κουμπιά
που σαν καθρέφτες άστραφταν.
“Τι παράξενο κοστούμι!” είπε ο μπαμπάς Νιξ.
“Είναι καμωμένο από καλό, γερό πράγμα” είπε η μαμά Νιξ.
“Είναι όμορφο κοστούμι!” είπε ο Παύλος.
“Ελαφρύ σαν πούπουλο!” είπε ο Αιμίλιος.
“Λαμπερό σαν βούτυρο!” είπε ο Όττο.
“Ζεστό σαν φρυγανιά!” είπε ο Βάλτερ.
“Τέλειο!” είπε ο Χιούγκο.
“Κομψό!” είπε ο Γιόχαν.
“Αχ, Θεέ μου!” είπε ο Μαξ».

Το «Αχ, Θεέ μου!» του Μαξ ήταν ένα «αχ» καρδιάς. Ασπαίρουσας μάλιστα. Διότι εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Μαξ (Μαξιμιλιανός) από καιρό λαχταρούσε, με κρυφή απαντοχή, ένα κοστούμι. «Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο ο Μαξ ήθελε ένα δικό του κοστούμι… Όπου και αν κοίταζε ο Μαξ Νιξ στο Γουίνγκελμπουργκ –ανατολή, δύση, βορρά, νότο, ψηλά, χαμηλά κι ολόγυρα–, έβλεπε ανθρώπους να φοράνε κοστούμια». Όλους στο όμορφο χωριό του που όταν τις νύχτες πρόβαλλε το φεγγάρι ολόφωτο, σαν μπαλόνι στον ουρανό, ξεμύτιζαν οι αλεπούδες από τις αλεποφωλιές τους, σήκωναν το κεφαλάκι κραυγάζοντας προς το πορτοκαλί ουράνιο μπαλόνι κι έπειτα ξεσηκώνονταν για τη θήρα. Με τον ήλιο να σεργιανά το ποτάμι γινόταν μια κορδέλα ασημένια με βλέφαρα που πετάριζαν. Α, ναι, τον αγαπούσε τρελά τον τόπο του ο Μαξ. Είχε τα πάντα το Γουίνγκελμπουργκ. Και αν κάτι του έλειπε ήταν ένα κοστούμι. Κοστούμι φτιαγμένο κατόπιν παραγγελίας, με μακρύ παντελόνι και ασορτί σακάκι. Κοστούμι για τον Μαξ. Τόσο ο πατέρας όσο και τα μεγαλύτερα αδέλφια του είχαν κοστούμια. Αυτός δεν είχε· και το λαχταρούσε.

Κατά κάποιον περίεργο ή θεϊκό τρόπο το κοστούμι δοκιμάστηκε από όλους τους μεγαλύτερους, απορρίφθηκε και, χάρη στο ταλέντο της μητέρας του στη ραπτική, κατέληξε στο κορμάκι του Μαξ. Είναι εξαιρετικός ο τρόπος που το κοστούμι δοκιμάζεται από όλους τους άλλους· αθώος και διαπεραστικός. Και μένει μόνο –ω, χαρά!– ο Μαξ με το αντικείμενο των ονείρων του.

«Αχ, να ‘χαμε κι εμείς ένα κοστούμι σαν αυτό που φοράει ο Μαξ!» είπαν οι συμμαθητές του, αλλά τον Μαξ δεν τον έμελε. Πήγε για σκι φορώντας το μουσταρδί κοστούμι που ήταν γερό και δε σκιζόταν, οπότε δεν τον έμελε. Στη βροχή οι στάλες γλιστρούσαν επάνω στο κοστούμι ωσάν επάνω σε πούπουλα· γι’ αυτό δεν τον έμελε.

Στο ψάρεμα, στην τσουλήθρα, στο άρμεγμα των αγελάδων, στις γειτονιές, το φορούσε. Και στην πλατεία του χωριού όλοι έλεγαν με θαυμασμό: “Κοίτα! Περνάει ο Μαξιμιλιανός και φοράει το καταπληκτικό του κοστούμι!”. Και οι γάτες και οι σκύλοι τον ακολουθούσαν κοιτώντας τον με θαυμασμό, αυτόν, τον Μαξ, και το υπέροχο κίτρινο μουσταρδί κοστούμι που δεν τον έμελε.

«Όταν οι προσευχές εισακούονται» ή «Αιτείται και δοθήσεται υμίν, ζητείται και ευρήσεται»· με άλλα λόγια ένα βιβλίο της αγαθότητας, της ελπίδας και της χαράς, γραμμένο με αστραποβολήματα χιούμορ, καθαρότητα λόγου και αιχμές ονείρου από μια ποιήτρια που αναχώρησε εποχούμενη νεφών αγάπης και απόγνωσης.

Στο απολύτως ξεχωριστό αυτό βιβλίο θα απολαύσουμε και άλλα δυο έργα της Σύλβια Πλαθ: «Η κουζίνα της κυρίας Κερασάκη» και το «Βιβλίο Κρεβάτι», και αυτά χαριέστατα. Στιλπνά πετράδια που οι σελίδες τους ευωδιάζουν φαντασία και ποίηση, ευγένεια και αγαλλίαση.

Το 1982 η Σύλβια Πλαθ κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για τα «Συλλογικά Ποιήματα». Ήταν η πρώτη ποιήτρια που τιμήθηκε με το βραβείο αυτό μετά θάνατον.

Ας σημειωθεί ότι ο ποιητής και συγγραφέας βιβλίων για παιδιά σύζυγός της, Χιουζ, πολύ μετά την αυτοχειρία της Πλαθ, είχε οριστεί ως επίσημος ποιητής των ανακτόρων ή Δαφνοστεφής – θα τον χαρακτηρίζαμε, ίσως, και διορισμένο από τη βασίλισσα εθνικό ποιητή.

Ο εικονογράφος του παρόντος βιβλίου Ρόμπερτς Ντέιβιντ είναι γνωστός μας και από την Οικογένεια Μπολντ, βιβλίο ευφυές με συνεχές και απίθανο χιούμορ, καθώς και από το Τρολ, βιβλίο ταξιδιάρικο με γεύση περιπέτειας, εκρήξεις χιούμορ και άλματα φαντασίας.

Το Κοστούμι-δε- με-μέλει θα το χαρούν αφάνταστα τα παιδιά πρωτοσχολικής ηλικίας αλλά και με μια κάποια βοήθεια και μικρότερα.
 

Το κοστούμι-δε-με-μέλει και άλλες ιστορίες για παιδιά
Σύλβια Πλαθ
Μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ
Εικονογράφηση: Ντέιβιντ Ρόμπερτς
Πατάκης
69 σελ.
ISBN 978-960-16-4486-8
Τιμή: €9,90
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr