Stuart Neville: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη
Ο Ιρλανδός συγγραφέας Στούαρτ Νέβιλ (ο οποίος γράφει, παράλληλα, με το ψευδώνυμο Χέιλεν Μπεκ) συστήνει στους φίλους της αστυνομικής λογοτεχνίας έναν συναρπαστικά «ελαττωματικό» και βασανισμένο (αντι)ήρωα, τον αστυνομικό επιθεωρητή Τζακ Λένον, πρωταγωνιστή σε τρία ως τώρα (ή τέσσερα, αν μετρήσουμε και τον άτυπο «πρόλογο» της σειράς, Τα φαντάσματα του Μπέλφαστ, όπου ο Λένον κάνει την παρθενική του «καμέο» εμφάνιση) μυθιστορήματα – Συνωμοσία της φωτιάς, Κλεμμένες ψυχές και Πέπλο σιωπής – που κυκλοφορούν στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη. Η έκδοση του Πέπλου σιωπής σημαίνει και το τέλος, προς το παρόν τουλάχιστον, της μυθιστορηματικής πορείας του Τζακ Λένον, ενώ συγχρόνως φέρνει στο προσκήνιο τη δυναμική και αδέκαστη «διάδοχό» του, αρχιεπιθεωρήτρια Σερίνα Φλάναγκαν.
Διαβάζοντας τα βιβλία σας, διαπιστώνει κανείς τον απαράκαμπτο ρόλο της πολιτικής στην Ιρλανδία. Ως και στην αστυνομική λογοτεχνία της...
Αυτή είναι η ζωή στην Ιρλανδία – τα πάντα έχουν πολιτικές προεκτάσεις. Η εκπαίδευση, ο αθλητισμός, η λειτουργία της αστυνομίας...
Από την άλλη, βέβαια, αντιλαμβάνομαι πως, όσο πάνε, τα βιβλία μου γίνονται όλο και λιγότερο «πολιτικά». Στα δυο πρώτα, η παρουσία της πολιτικής είναι ιδιαίτερα έντονη, αφού σ’ αυτά πραγματεύομαι τις απευθείας συνέπειες του πολυτάραχου πρόσφατου παρελθόντος μας. Από κει και έπειτα, την κεντρική θέση καταλαμβάνουν άλλα θέματα και η πολιτική περνά σε δεύτερη μοίρα. Οι λόγοι είναι, φυσικά, και εμπορικοί.
Ακόμα και η θρησκεία.
Ακριβώς. Όλα τα αγγίζει η πολιτική, οπότε είναι αναπόφευκτο να αναφερόμαστε σ’ αυτήν, είτε μας αρέσει είτε όχι.
Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο η θρησκεία «χρωματίζεται» πολιτικά.
Πρόκειται όντως για έναν τρόπο αρκετά ιδιότυπο. Η αφετηρία του είναι κατά βάση ιστορική. Αν και δεν θα έλεγα ότι η θρησκεία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στη σύγχρονη ιρλανδική κοινωνία, διότι ελάχιστοι είναι οι πραγματικά θρησκευόμενοι.
Δείχνει όμως να σχετίζεται άμεσα με την πολιτική στάση του καθενός.
Αυτό είναι αλήθεια, με την έννοια ότι οι καθολικοί είναι κατά κανόνα Ιρλανδοί, ενώ οι προτεστάντες κυρίως Άγγλοι ή φιλικά διακείμενοι προς τους Άγγλους. Η θρησκεία, επομένως, συνδέεται με την εθνική ταυτότητα – πράγμα όχι και τόσο καλό. Από την άλλη, βέβαια, αντιλαμβάνομαι πως, όσο πάνε, τα βιβλία μου γίνονται όλο και λιγότερο «πολιτικά». Στα δυο πρώτα, η παρουσία της πολιτικής είναι ιδιαίτερα έντονη, αφού σ’ αυτά πραγματεύομαι τις απευθείας συνέπειες του πολυτάραχου πρόσφατου παρελθόντος μας. Από κει και έπειτα, την κεντρική θέση καταλαμβάνουν άλλα θέματα και η πολιτική περνά σε δεύτερη μοίρα. Οι λόγοι είναι, φυσικά, και εμπορικοί – για να «πιάσει» ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, πρέπει να καταπιάνεται με πράγματα που αποδεδειγμένα ελκύουν το κοινό του είδους. Τα τελευταία βιβλία μου περιέχουν κάποιες νύξεις για τη δράση παραστρατιωτικών ομάδων, αλλά η ηρωίδα τους, η αρχιεπιθεωρήτρια Φλάναγκαν, είναι μια «καθαρόαιμη» αστυνομικός που νοιάζεται πιο πολύ για τη λύση των εγκλημάτων παρά για τα πολιτικά τεκταινόμενα.
Και η είσοδός της στο Πέπλο σιωπής είναι θεαματική.
Στην αρχή είχα σκεφτεί να της δώσω έναν μικρό ρόλο. Στο πρώτο προσχέδιο του βιβλίου, την περιέγραφα ως το θηλυκό αντίστοιχο του Λένον: γύρω στα σαράντα πέντε, ανύπαντρη, κοκκινομάλλα και «παγόβουνο». Έλα όμως που υπάρχει ήδη μια αγγλική τηλεοπτική σειρά, με τον τίτλο The Fall [Η πτώση], όπου η Τζίλιαν Άντερσον ενσαρκώνει αυτόν ακριβώς τον τύπο! Δεν γινόταν λοιπόν να φτιάξω κι εγώ έναν ολόιδιο. Κι έτσι αναγκαστικά την παράλλαξα, μεταμορφώνοντάς τη στο εκ διαμέτρου αντίθετο της προηγούμενης εκδοχής της: μητέρα δυο μικρών παιδιών, με ωραίο σπίτι και υποδειγματικό σύζυγο. Χρειαζόταν, ωστόσο, ένα επιπλέον στοιχείο που θα την έκανε να ξεχωρίζει. Η ιδέα μού ήρθε από την περίπτωση της μητέρας μου, που είναι καρκινοπαθής. Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη εντύπωση που σχηματίζουμε για τη Φλάναγκαν είναι μέσα απ’ τα λόγια των συναδέλφων της, οι οποίοι τη θεωρούν υπερβολικά σκληρή και την τρέμουν. Ήθελα να δείξω ότι πίσω απ’ το προσωπείο της άτεγκτης αστυνομικού κρύβεται ένα ευάλωτο πλάσμα. Η αντίφαση αυτή μου έδωσε την αφορμή να αναπτύξω τον χαρακτήρα της και να τον εντάξω οργανικά στην πλοκή, έτσι ώστε οι αναγνώστες να δουν και να κατανοήσουν την ανθρώπινη πλευρά του.
Ήθελα οπωσδήποτε να συμπεριλάβω την οπτική του ίδιου του δολοφόνου, όπως έχουν ήδη κάνει ορισμένοι συγγραφείς[…]Γι’ αυτό έγραψα το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, για να δείξω πώς λειτουργεί το μυαλό ενός εγκληματία.
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι γεμάτο ανατροπές. Μας συστήνει, ας πούμε, τη Ρία ως σημαντικό πρόσωπο της υπόθεσης και πάνω που την έχουμε συμπαθήσει, δολοφονείται...
Πιστέψτε με, δεν έγινε από πρόθεση! Δεν σκόπευα να τη βγάλω απ’ τη μέση, ή έστω, όχι από τόσο νωρίς. Αλλά ο θάνατός της ήταν το «τέχνασμα πλοκής» για την άφιξη της Φλάναγκαν. Η οποία, για μένα, είναι το πιο ενδιαφέρον πρόσωπο που έχω δημιουργήσει ως τώρα – αν και, όπως είπα πριν, ούτε η δική της παρουσία ήταν προμελετημένη. Κατά τύχη προέκυψε. Και στα βιβλία που θα ακολουθήσουν, θα την αξιοποιήσω ακόμα περισσότερο.
Χωρίς να θέλω να κάνω «χαλάστρα» για τη συνέχεια – θα ξεπεράσει το πρόβλημα υγείας της;
Αυτό ούτε εγώ δεν το ξέρω ακόμα. Ετοιμάζω άλλα δυο βιβλία όπου πρωταγωνιστεί, άρα τουλάχιστον για ένα διάστημα, θα είναι στην ενεργό δράση. Το πρόβλημα υγείας της θα επανεμφανιστεί κάποια στιγμή – αναπόφευκτα, μια και αποτελεί εγγενές στοιχείο της ιστορίας της. Αλλά προς το παρόν, δεν θα την εμποδίσει να ασκεί τα καθήκοντά της.
Χάρηκα επίσης βλέποντας πως δεν καταφύγατε στο σύνηθες στερεότυπο των αστυνομικών με επαναστατημένα παιδιά εφηβικής ηλικίας, τα οποία βγάζουν το λάδι των γονιών τους.
Σας ευχαριστώ που το λέτε αυτό. Ο Λένον είναι λίγο πολύ «μοναχικός λύκος», δεν στεριώνει σε σχέση –αυτός, άλλωστε, είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Φλάναγκαν αντιδρά τόσο άσχημα απέναντί του – και η αγάπη της κόρης του είναι το μόνο φωτεινό σημείο στη ζωή του. Θα λέγαμε μάλιστα ότι τον «εξανθρωπίζει», γιατί ως τώρα τον είχαμε δει να φέρεται με άκρα ψυχρότητα, να αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, να μπεκρουλιάζει... Είναι άνθρωπος ασυμπάθιστος, με κάθε άλλο παρά άσπιλο παρελθόν. Έχει εμπλακεί σε υποθέσεις διαφθοράς, έχει δεχτεί δωροδοκίες. Δεν είναι καμιά αθώα περιστερά. Αλλά η σχέση του με την κόρη του τον υποχρεώνει να μεταμεληθεί και να αλλάξει.
Άλλη μια ανατροπή στο Πέπλο σιωπής είναι η αποκάλυψη του δολοφόνου. Ως τα μισά περίπου, υποψιαζόμαστε το λάθος πρόσωπο.
Να σας εκμυστηρευτώ κάτι: δεν είμαι φίλος των ανατροπών. Μερικοί συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων αγαπούν τους γρίφους και τους αρέσει να παραπλανούν τους αναγνώστες. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, έχω πολύ περισσότερα τέτοια «ξαφνιάσματα» απ’ ό,τι συνήθως. Αν και στην ουσία, εδώ ο ένοχος φανερώνεται από μόνος του...
Σαν την τραγική ειρωνεία της αρχαίας τραγωδίας, όπου οι θεατές ξέρουν τι συμβαίνει, αλλά οι ήρωες όχι.
Ήθελα οπωσδήποτε να συμπεριλάβω την οπτική του ίδιου του δολοφόνου, όπως έχουν ήδη κάνει ορισμένοι συγγραφείς. Ο Τόμας Χάρις στον Κόκκινο δράκο, για παράδειγμα – ένα απ’ τα πρώτα βιβλία, αν δεν απατώμαι, όπου ο ένοχος αποκτά δική του φωνή και τον γνωρίζουμε «εκ των έσω», μαθαίνοντας την ιστορία του και τις αιτίες που τον οδήγησαν στο έγκλημα. Κι έτσι γίνεται μάλλον συμπαθής στους αναγνώστες, ενώ ο αστυνομικός που τον κυνηγάει έχει μεσάνυχτα.
Στο Πέπλο σιωπής, κάποιες σελίδες απ’ το ημερολόγιο του δολοφόνου είναι σχεδόν λυρικές.
Γι’ αυτό έγραψα το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, για να δείξω πώς λειτουργεί το μυαλό ενός εγκληματία. Δεν ξέρω αν θα αποκαλούσα «λυρικό» το ύφος γραφής του δολοφόνου – σίγουρα πάντως είναι αφαιρετικό, πράγμα που ίσως οφείλεται στην ψυχική του διαταραχή.
Το όνομα της Ρία («Rea» στα αγγλικά) μου έφερε στον νου τη θεά Ρέα, που ο άντρας της, ο Κρόνος, έφαγε τα παιδιά του για να μην του πάρουν την εξουσία. Ο πατέρας της Ρία είναι ένας από τους υπόπτους της δολοφονίας της, γιατί τα στοιχεία που είχε στα χέρια της απειλούσαν την πολιτική του καριέρα...
Η αναφορά δεν ήταν εσκεμμένη, αλλά η παρατήρησή σας έχει ενδιαφέρον. Παρ’ όλο που δεν είμαι βαθύς γνώστης των αρχαίων μύθων, δεν αποκλείεται να λειτούργησαν υποσυνείδητα. Ο πατέρας της Ρία ήταν ένας από τους προφανέστερους υπόπτους, μεταξύ άλλων. Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν πάρα πολλά παραπλανητικά ίχνη, που ως ένα σημείο βγάζουν νόημα αν τα ακολουθήσει κανείς. Δεν είναι κάτι που κάνω συχνά, αλλά εδώ παραδέχομαι ότι το ευχαριστήθηκα.
Η Φλάναγκαν σαν να βιάζεται λίγο να ενοχοποιήσει τον Λένον...
Είναι οπαδός του «Occam’s Razor» [«Λεπίδας του Όκαμ»], δηλαδή της αρχής ότι η απλούστερη δυνατή λύση είναι και η σωστή. Οι περισσότεροι αστυνομικοί, τουλάχιστον από αυτούς με τους οποίους έχω μιλήσει, θεωρούν πιθανότερο ένοχο –και λογικά, αν το καλοσκεφτούμε– όποιον έχει βρεθεί πιο κοντά και πιο πρόσφατα στη σκηνή του εγκλήματος. Στη ζωή, βέβαια, τα πράγματα συνήθως δεν είναι τόσο ξεκάθαρα. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Φλάναγκαν κάνει λάθος.
Το βιβλίο αυτό είναι το τρίτο σας με ήρωα τον Λένον;
Ναι, και το τελευταίο με τον ίδιο πρωταγωνιστή – από δω και μπρος, τη σκυτάλη παίρνει η Φλάναγκαν. Ίσως αργότερα του αφιερώσω μια τέταρτη ιστορία.
Το ιρλανδικό νουάρ έχει ένα ιδιάζον κλίμα, που διαφέρει αισθητά από αυτό του σκανδιναβικού, λόγου χάρη.
Δεν έχω διαβάσει πολλά σκανδιναβικά αστυνομικά. Έχω υπόψη μου κάποια από τα βιβλία γνωστών σύγχρονων συγγραφέων – του Νέσμπο, για παράδειγμα. Η σκανδιναβική λογοτεχνία μού δίνει μια αίσθηση «απομόνωσης»: τα πρόσωπα δεν επικοινωνούν ουσιαστικά μεταξύ τους, το καθένα ζει μέσα σε μια δική του «σφαίρα». Και αυτό συμβαίνει πιθανότατα λόγω ιδιοσυγκρασίας. Η δική μας ψυχοσύνθεση είναι εντελώς διαφορετική.
Η ιρλανδική αστυνομική λογοτεχνία διαφέρει επίσης πολύ από την αγγλική.
Φυσικά! Γιατί η ιρλανδική εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από την αμερικανική. Έχει ως πρότυπα συγγραφείς όπως ο Τζέιμς Ελρόι, ενώ οι Άγγλοι στρέφονται κυρίως προς τους δικούς τους κλασικούς λογοτέχνες του είδους – την Άγκαθα Κρίστι, ας πούμε. Ως και εκείνοι που επιχειρούν πιο «μοντέρνους» τρόπους γραφής, δεν είναι εύκολο να ξεφύγουν απόλυτα από παρόμοιες αρχετυπικές επιρροές.
Ποιο ήταν το έναυσμα για την ενασχόλησή σας με την αστυνομική λογοτεχνία;
Πάντα μου άρεσαν οι ιστορίες μυστηρίου. Στα εφηβικά μου χρόνια διάβαζα μανιωδώς Στίβεν Κινγκ. Όταν πρωτόπιασα στα χέρια μου αστυνομικό μυθιστόρημα, κατάλαβα αμέσως ότι αυτό το είδος μου ταίριαζε. Πιστεύω πως το τι διαβάζουμε είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το τι γράφουμε. Κατά κάποιον τρόπο, το να γράψω κι εγώ αστυνομικά ήταν μια φυσική εξέλιξη.
Έχετε δοκιμάσει να ασχοληθείτε με άλλο λογοτεχνικό είδος;
Προσπάθησα να γράψω ιστορίες τρόμου, αλλά δεν μου πολυπέτυχαν. Όταν γράφω διηγήματα, μπορεί να βάλω μέσα και το μεταφυσικό στοιχείο. Δεν νομίζω όμως πως θα τα κατάφερνα και τόσο σε άλλα είδη – αν και θαυμάζω τους συγγραφείς που δεν διστάζουν να εξερευνήσουν «άγνωστα εδάφη». Επικεντρώνομαι λοιπόν σε ό,τι ξέρω να κάνω καλύτερα.
Πρόσεξα, ωστόσο, πως στα βιβλία σας επανέρχονται τα «φαντάσματα», είτε κυριολεκτικά είτε ως αλληγορία.
Στο πρώτο βιβλίο, Τα φαντάσματα του Μπέλφαστ, πλανάται η αμφιβολία για το αν πρόκειται για πραγματικά φαντάσματα ή για εφιαλτικές παραισθήσεις – και εδώ οφείλω να αναγνωρίσω την επιρροή του Στίβεν Κινγκ. Στο δεύτερο και το τρίτο βιβλίο με πρωταγωνιστή τον Τζακ Λένον, το μεταφυσικό στοιχείο (όπως και το πολιτικό) εξακολουθεί μεν να αποτελεί μέρος της ιστορίας, έχοντας όμως μετατοπιστεί σε δεύτερο πλάνο, ενώ μεγαλύτερο βάρος δίνεται στην ψυχολογική του αφετηρία.
Παρακολουθείτε αστυνομικές σειρές ή ταινίες;
Όχι τόσο συχνά όσο παλιότερα. Τελευταία μου άρεσε πολύ η σειρά Fargo, με τους αλησμόνητους χαρακτήρες της. Δεν με ελκύουν ιδιαίτερα οι τυπικές αστυνομικές υποθέσεις, όπως ας πούμε του Επιθεωρητή Μορς – προτιμώ τις αντισυμβατικές, εκείνες όπου τον πρώτο λόγο έχουν τα πρόσωπα και το υπόβαθρο των ιστοριών τους. Με είχε ενθουσιάσει ο Dexter, για παράδειγμα. Και ο True Detective ήταν θαυμάσια σειρά, αλλά μόνο στην πρώτη σεζόν της, που για θεματικό πυρήνα δεν είχε τον κατά συρροήν δολοφόνο, αλλά τη σχέση μεταξύ των δυο αστυνομικών. Η δεύτερη σεζόν δεν ήταν τόσο αποτυχημένη όσο τη θεωρεί πολύς κόσμος, μου φάνηκε όμως άνιση και αδύναμη σε σύγκριση με την πρώτη.
Ποια είναι η άποψή σας για τις αναχρονιστικές «πολιτικά ορθές» επεμβάσεις που γίνονται σε ταινίες και σειρές;
Νομίζω πως αυτό αφορά κυρίως την Αμερική, όπου εκ των πραγμάτων υπάρχει ποικιλία εθνοτήτων και πρέπει να αντικατοπτρίζεται η πραγματικότητα. Μια εποχή κυριαρχούσε η τάση να εμφανίζονται σχεδόν αποκλειστικά λευκοί ηθοποιοί στην οθόνη – πράγμα επίσης αναχρονιστικό. Στην Ιρλανδία δεν αντιμετωπίζουμε παρόμοιο πρόβλημα, οπότε δεν χρειάστηκε να με απασχολήσει. Αν γράψω μια ιστορία που να εκτυλίσσεται στην Αμερική, τότε θα το σκεφτώ. Και πάλι, εφόσον ένας χαρακτήρας έχει τη δυνατότητα να αλλάξει φυλή ή φύλο δίχως σημαντικές επιπτώσεις στην πλοκή, δεν τρέχει και τίποτα, κατά τη γνώμη μου.
Έχουν μεταφερθεί μυθιστορήματά σας στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο;
Πριν μερικά χρόνια εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για το πρώτο μου βιβλίο, αλλά ως τώρα δεν έχει υπάρξει καμιά εξέλιξη. Ένα άλλο, το Ratlines, ίσως διασκευαστεί για την τηλεόραση. Κάποια στιγμή έγινε λόγος για αγορά των δικαιωμάτων από αμερικανικό κανάλι. Όμως τίποτα ακόμα δεν έχει παγιωθεί και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, οι πιθανότητες είναι ελάχιστες.
Αν σας ζητήσουν να επιτρέψετε δραστικές αλλαγές στην πλοκή ή τους ήρωές σας, πώς θα σας φανεί;
Θα προσποιηθώ ότι δεν πρόκειται για δικό μου έργο – έτσι κι αλλιώς, ο συγγραφέας σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Με κάλεσαν να δω δυο δοκιμαστικά επεισόδια της τηλεοπτικής διασκευής του Ratlines, αλλά δεν ήταν δυνατόν να τα παρακολουθήσω με αντικειμενικό βλέμμα. Γινόμουν μίζερος και γκρίνιαζα συνέχεια. Πρέπει να το παίρνει κανείς απόφαση πως το βιβλίο και η σειρά ή η ταινία που βασίζεται σ’ αυτό είναι δυο άσχετα μεταξύ τους πράγματα – και άλλωστε, το βιβλίο δεν είναι απαραίτητο να υπερτερεί πάντα της ταινίας. Υπάρχουν βιβλία μετριότατα που μετατράπηκαν σε υπέροχες ταινίες, ή ταινίες οι οποίες είναι ισάξιες με τα βιβλία στα οποία στηρίζονται. Οι μυθιστοριογράφοι που παραχωρούν τακτικά τα δικαιώματα των βιβλίων τους σε κανάλια και κινηματογραφικές εταιρίες δεν έχουν τέτοιου είδους παράπονα. Όταν ο Τζέιμς Ελρόι –ένας από τους πρώτους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας τους οποίους γνώρισα προσωπικά– ήρθε στο Μπέλφαστ, του πήρα συνέντευξη και κουβεντιάσαμε και γι’ αυτά τα θέματα. Η συμβουλή του ήταν: «Τσέπωσε τα λεφτά και δρόμο». Όχι πως τα ποσά είναι οπωσδήποτε αστρονομικά, αλλά απ’ το τίποτα...
Πέπλο σιωπής
Stuart Neville
Μετάφραση: Βάσια Τζανακάρη
Μεταίχμιο
352 σελ.
ISBN 978-618-03-0270-7
Τιμή: €15,50
πηγή : diastixo.gr