Στέφανος Κορκολής: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη
Ο Στέφανος Κορκολής γεννήθηκε στην Αθήνα. Σε ηλικία 5 ετών χαρακτηρίστηκε «παιδί θαύμα» και, αφού ολοκλήρωσε τις μουσικές σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, συνέχισε με υποτροφία του γαλλικού κράτους στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε συγχρόνως μαθήματα σύνθεσης, ενορχήστρωσης, διεύθυνσης ορχήστρας και μουσικής κινηματογράφου. Τόσο οι πρωτότυπες συνθέσεις, όσο και οι ερμηνείες του απέσπασαν διθυραμβικές κριτικές και διακρίσεις στη Γαλλία και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, ενώ έχει συμπράξει με τους σπουδαιότερους μαέστρους και ορχήστρες παγκοσμίως. Έχει επίσης συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα της διεθνούς μουσικής σκηνής, μεταξύ των οποίων ο Αλφρέντο Κράους, ο Χοσέ Καρέρας, ο Ένιο Μορικόνε, ο Λούτσιο Ντάλα, ο Λούκα Καρμπόνι, η Βίκυ Λέναδρος, η Νάνα Μούσχουρη και ο ποιητής Οράτιο Φερέρ (στιχουργός του Άστορ Πιατσόλα). Έχει δώσει πάνω από 5.000 συναυλίες σε όλο τον κόσμο και έχει πουλήσει πάνω από 2.000.000 δίσκους στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ είναι επίσημα πρεσβευτής της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη. Το τελευταίο του δισκογραφικό εγχείρημα, με τον τίτλο Θα ’θελα αυτήν την μνήμη να την πω (που κυκλοφόρησε σε πανέμορφη βιβλιοδετημένη κασετίνα τον Μάρτιο του 2018, από την Panik Oxygen), είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στον Κ.Π. Καβάφη και περιλαμβάνει μελοποιημένα ποιήματά του (με ερμηνεύτρια την εξαιρετική Σοφία Μανουσάκη), αλλά και ορχηστρικές συνθέσεις εμπνευσμένες από το έργο του ποιητή. Στις 7 και 8 Δεκεμβρίου, ο Στέφανος Κορκολής και η Σοφία Μανουσάκη, συνοδευόμενοι από εκλεκτούς μουσικούς, θα παρουσιάσουν στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός το πρόγραμμα με τον τίτλο Τραγουδάμε τους ποιητές μας, το οποίο ήδη γνωρίζει θερμότατη υποδοχή και ανταπόκριση σε φεστιβάλ και εκδηλώσεις της Αθήνας και της περιφέρειας.
Ο Καβάφης είναι ποιητής που μελοποιείται εύκολα;
Όχι. Γενικά η ποίηση δεν μελοποιείται εύκολα. Η μελοποίηση δεν είναι απλώς το να τοποθετήσεις νότες πάνω στις λέξεις ή στις συλλαβές, αλλά το να μπορέσεις να περάσεις ένα ποίημα, έτσι ώστε ο ακροατής να το δεχτεί και να το κατανοήσει, με «δούρειο ίππο» τη μουσική, τις νότες. Στο συγκεκριμένο εγχείρημα, το στοίχημα ήταν να τραγουδηθεί ο λόγος του Καβάφη και να μπορέσουμε να τον προωθήσουμε στο ραδιόφωνο – χωρίς εκπτώσεις, φυσικά. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν εκείνος που μου έδωσε την πρώτη ώθηση. Τα ποιήματα του Καβάφη, βέβαια, δεν έχουν ομοιοκαταληξία στο ενενήντα τοις εκατό τους – δεν έχουν καν δωδεκασύλλαβο. Ο ποιητής έχει μια πολύ δική του γραφή, όπου το κάθε σημείο στίξης έχει το νόημά του και τίποτα δεν είναι τυχαίο. Γι’ αυτό και αν δούμε τα χειρόγραφά του, είναι πίνακες ζωγραφικής – είναι όλα τόσο όμορφα βαλμένα και τόσο γοητευτικά... Η δική μου «ιστορία» με τον Καβάφη ξεκίνησε όταν ήμουν πολύ μικρός. Η Δανάη Στρατηγοπούλου έκανε δώρο στη γιαγιά μου μια πρώτη έκδοση των ποιημάτων του, την οποία είχαμε σαν ευαγγέλιο στο σπίτι. Υπήρχε γενικότερα μια αγάπη από την οικογένειά μου προς τον ποιητή. Ο Καβάφης πάντα με τραβούσε, γιατί έβλεπα πως είχε κάτι ξεχωριστό. Και τώρα πια μπορώ, έχοντας μελετήσει βαθιά το έργο του, να πω ότι είναι τόσο ξεχωριστός γιατί είναι και θα παραμένει σύγχρονος. Πάντα θα είναι ένα βήμα μπροστά.
Είναι οι «σταλμένοι άγγελοι», οι οποίοι έρχονται να φωτίσουν πράγματα για μας, φτάνει κι εμείς να ανοίγουμε τα μάτια μας. Γιατί όσο φως και να ρίξει ο άλλος, με κλειστά μάτια δεν θα το δεις.
Μια τόσο σε βάθος γνώση της ποίησής του προϋποθέτει και συστηματική μελέτη.
Πιο πολύ ασχολήθηκα με το τι ήταν ο Καβάφης, γιατί ήθελα να προσεγγίσω την ψυχή του. Ως σολίστ του πιάνου, θυμάμαι ότι όταν έπαιζα ένα μουσικό έργο, δεν με ενδιέφεραν οι νότες, αλλά η περίοδος όπου γράφτηκε το έργο, σε τι κατάσταση βρισκόταν ο συνθέτης, τι συνέβαινε γύρω του. Όλα αυτά μου έδιναν τη δυνατότητα να εμβαθύνω περισσότερο στο έργο του δημιουργού. Το ίδιο, λοιπόν, έκανα και με τον Καβάφη, για ενάμιση σχεδόν χρόνο. Μελετούσα τη ζωή του. Είχα τη μεγάλη χαρά να έχω κοντά μου ανθρώπους πολύ σημαντικούς, όπως ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος –ο οποίος για σχεδόν πενήντα χρόνια, μαζί με τη σύζυγό του Μαρία Στασινοπούλου, είναι ίσως οι πιο βασικοί μελετητές του Καβάφη– και αποκόμισα πλήθος πληροφοριών, με αποτέλεσμα να δημιουργήσω στο μυαλό και στην ψυχή μου την υποδομή, ώστε να αρχίσω να μελοποιώ τα ποιήματα. Και η μελοποίηση προέκυπτε αβίαστα, με το που έβαζα το ποίημα στο αναλόγιο του πιάνου. Είχα, μάλιστα, πάντα δίπλα μου ένα μαγνητοφωνάκι για να την καταγράφω. Έτσι, λοιπόν, χωρίς καμιά βιασύνη, μελοποίησα τα κομμάτια.
Πότε και πώς τα πρωτοπαρουσιάσατε;
Η πρώτη πρώτη παρουσίαση έγινε στον Ιανό, όχι όμως με κόσμο, αλλά στους ανθρώπους του Ιανού. Αφού είχε τελειώσει μία μας παράσταση με τη Σοφία Μανουσάκη, μείναμε ενώ είχε φύγει ο κόσμος και τους παίξαμε κάποια κομμάτια που είχα μελοποιήσει. Από κει πήραμε την πρώτη ώθηση για να συνεχίσουμε. Στη συνέχεια, έχοντας πλέον ολοκληρώσει το έργο, το παρουσιάσαμε στα Καβάφεια. Η πρώτη συναυλία έγινε στην όπερα του Καΐρου, αυστηρά όμως για τους συνέδρους. Παίξαμε λοιπόν μπροστά σε περίπου τετρακόσια άτομα, τα οποία είχαν βαθιά γνώση του έργου του Καβάφη, πράγμα που δυσκόλευε ιδιαίτερα τη δική μας θέση. Στο πρώτο κομμάτι, το Μακριά, πήραμε ένα πολύ ζεστό χειροκρότημα, το οποίο εγώ, μέσα μου, θεώρησα χειροκρότημα ευγενείας. Δεν το πίστευα. Προχωρώντας, στο Επέστρεφε, δυνάμωνε το χειροκρότημα. Και όταν φτάνουμε στο Ένας γέρος, ξαφνικά γίνεται κάτι απίστευτο. Δονείται όλη η αίθουσα και ακούγονται φωνές: «Επιτέλους, τραγουδιέται!». Ήταν για μας λυτρωτικό εκείνη την ώρα ν’ ακούμε από τους συγκεκριμένους ανθρώπους αυτή την κουβέντα. Από κει και πέρα, το τραγούδι συνέχισε την πορεία του στο ραδιόφωνο, και τώρα θα ακολουθήσει το Επέστρεφε. Δεν θέλω όμως να θεωρηθεί ότι αυτό ήταν, ουσιαστικά, αυτοσκοπός. Η μεγαλύτερη χαρά για μένα ήταν όταν μπήκαμε στο στούντιο και άκουσα τις μελοποιήσεις ολοκληρωμένες. Μετά παίξαμε στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, σε φοιτητές –όχι Έλληνες, ξένους– όπου τα πράγματα ήταν ακόμα πιο ζεστά. Ακόμα θερμότερα ήταν στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, και ακόμα περισσότερο στου Παπάγου, στο Κηποθέατρο, όπου έγινε πρόσφατα η συναυλία με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ. Ειδικά στου Παπάγου, όταν φτάσαμε στα μισά του Ένας γέρος, το κοινό τραγουδούσε μαζί. Ήταν συγκινητικό ν’ ακούς τον κόσμο να τραγουδάει Καβάφη. Συν το γεγονός ότι έγινε χρυσός ο δίσκος – ίσως ακούγεται λίγο ευτελές να το λέμε έτσι, από την άλλη, όμως, αν δούμε την ουσία του χρυσού δίσκου, σημαίνει ότι μπήκε σε σπίτια αυτό το έργο, και μάλιστα σε μια πολύ καλαίσθητη έκδοση, βιβλιοδετημένη, με ύφασμα και χρυσοτυπία. Κι εδώ οφείλω να πω ένα ευχαριστώ στη δισκογραφική μας εταιρεία, την Panik Records, που δεν ασχολείται μ’ αυτό το είδος μουσικής, αλλά μας έχει δείξει απεριόριστο σεβασμό, στηρίζοντας απλόχερα και αγκαλιάζοντας το έργο μας. Αν σκεφτούμε ότι ο δίσκος βγήκε μόλις τέλος Μαρτίου, την αίσθηση που ήδη έχει δημιουργήσει πραγματικά δεν την περιμέναμε. Κι αυτό μας χαροποιεί, αλλά μέχρι εκεί. Δεν υπάρχει θριαμβολογία, γιατί δεν υπάρχει και κανένας λόγος να θριαμβολογούμε. Πάνω σε τι, άλλωστε; Ο θρίαμβος είναι η ποίηση του ίδιου του Καβάφη, και όχι μόνο για τους Έλληνες. Εγώ απλώς προσπάθησα, με τη δική μου σοβαρότητα και αγάπη, να αγγίξω λίγο αυτό το μεγαλείο.
Μου έκανε εντύπωση το ότι αρκετά απ’ τα κομμάτια, αν και πολύ μελωδικά, έχουν έντονη θεατρικότητα και δίνουν την αίσθηση της παρλάτας.
Σε κάποια, αναγκαστικά έγινε έτσι – στο Σπίτι της ψυχής, ας πούμε, που είναι το κομμάτι το οποίο βρίσκει τη μεγαλύτερη ανταπόκριση στις συναυλίες, λόγω του ότι έχει αυτό το ρυθμικό στοιχείο, καθώς και μια διακριτική πινελιά που φέρνει στον νου την εποχή του Μεσοπολέμου και τα μπλουζ. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ποίημα. Σε κάθε ποίημά του, ο Καβάφης είναι πρωταγωνιστής. Δεν είναι καθόλου περιγραφικός, όπως θεωρούν ορισμένοι, ξένοι κυρίως, μελετητές. Στο Ένας γέρος, συγκεκριμένα, τον εαυτό του βλέπει, γιατί είχε πάντα τον φόβο των γερατειών. Και στην ουσία, κάνει κατά κάποιον τρόπο μια προβολή στο μέλλον. Στο Σπίτι της ψυχής, πάλι, όλα όσα γράφει ήταν υπαρκτά. Έμενε μαζί με τον αδελφό του πάνω από ένα πορνείο, και μάλιστα έλεγε: «εδώ είναι το πορνείο, εδώ το νοσοκομείο και εδώ το νεκροταφείο». Είχε απίστευτο χιούμορ. Τον θεωρούσαν είρωνα, αλλά πιστεύω ότι είχε μια φλεγματική και κάπως σκοτεινή αίσθηση του χιούμορ. Ήταν όμως κι ένας άνθρωπος πολύ πονεμένος, πολύ χτυπημένος απ’ όλα, σε όλα τα επίπεδα – και όσον αφορά την προσωπικότητά του, και τη ζωή του, το ποιος ήταν, το περιβάλλον του, τις εποχές όπου ζούσε. Εποχές όπου κανείς δεν τολμούσε να κάνει τίποτα, και κυρίως υπήρχε υπέρμετρος φθόνος. Πράγμα αναμενόμενο, βέβαια, όταν πρόκειται για μια μεγαλοφυΐα σαν τον Καβάφη.
Όντως, είναι μοναδική περίπτωση. Δεν έχει υπάρξει άλλος ποιητής σαν αυτόν.
Και ούτε θα υπάρξει. Αυτές είναι οι ελάχιστες μοναδικότητες στον χώρο είτε της ποίησης, είτε της μουσικής – στην τέχνη γενικότερα. Είναι οι «σταλμένοι άγγελοι», οι οποίοι έρχονται να φωτίσουν πράγματα για μας, φτάνει κι εμείς να ανοίγουμε τα μάτια μας. Γιατί όσο φως και να ρίξει ο άλλος, με κλειστά μάτια δεν θα το δεις.
Δυστυχώς, τους πρωτοπόρους πάντα τους κατατρέχουν στην εποχή τους.
Και όχι μόνο τους πρωτοπόρους στην τέχνη. Και στον βίο τους, και στην αντιμετώπιση των όλων καταστάσεων όπως αυτές που βίωνε ο Καβάφης. Εκείνος μεγάλωσε όπως μεγάλωσε, είδε τα πάντα γύρω του να καταστρέφονται, έχασε όλους τους δικούς του ανθρώπους μέσα σε πολύ λίγο χρόνο, σε ένα ντόμινο καταστάσεων. Αναγκάστηκε να γίνει δημόσιος υπάλληλος, πράγμα το οποίο τον καταπίεζε σε βαθμό απίστευτο. Του ερχόταν μια ιδέα και δεν μπορούσε εκείνη την ώρα να τη γράψει. Δεν μπορούμε να πούμε ότι έζησε μια ευτυχισμένη ζωή – κυρίως εξαιτίας του χαμού των αγαπημένων του προσώπων. Καταλήγω πάλι στο γεγονός ότι μελέτησα με όση εμβρίθεια μπορούσα το ποιος ήταν βαθιά μέσα του, προκειμένου να αγγίξω την ψυχή του. Νομίζω ότι εκεί είναι όλο το μυστικό. Αρκετοί άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί και είναι πολύ σπουδαίοι στον χώρο τους, όπως ο Γιώργος Μονεμβασίτης και άλλοι του χώρου αυτού, μας είπαν πολύ καλά λόγια, γιατί αυτό μάλλον είδαν.
Ο Καβάφης πάντα με τραβούσε, γιατί έβλεπα πως είχε κάτι ξεχωριστό. Και τώρα πια μπορώ, έχοντας μελετήσει βαθιά το έργο του, να πω ότι είναι τόσο ξεχωριστός γιατί είναι και θα παραμένει σύγχρονος. Πάντα θα είναι ένα βήμα μπροστά.
Η αγάπη και ο σεβασμός στην προσέγγιση είναι παραπάνω κι από εμφανείς. Παρατήρησα επίσης ότι η συνύπαρξη των ηχοχρωμάτων στη μελοποίηση αποδίδει την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της Αλεξάνδρειας στην εποχή του Καβάφη. Δημιουργεί εικόνες...
Ναι, γιατί την «οσμίστηκα». Προσπάθησα να «τηλεμεταφέρω» τον εαυτό μου σ’ εκείνη την περίοδο –η οποία ήταν και μια περίοδος τρομερών ανατροπών παγκοσμίως– και όλα όσα συνέβαιναν σ’ ένα «υπερ-πολυ-πολυπολιτισμικό» κοινωνικό περιβάλλον όπως της Αλεξάνδρειας. Όταν, βέβαια, του βομβάρδισαν το σπίτι οι Άγγλοι, ο Καβάφης τόσο τους μίσησε, ώστε απαρνήθηκε την αγγλική του υπηκοότητα. Μην ξεχνάμε, όμως, ότι είναι ένας ποιητής που τον γνωρίζουν, τον διαβάζουν και τον αγαπούν πιο πολύ έξω, παρά εδώ.
Υπάρχουν σχέδια για μελοποίηση άλλων ποιητών;
Άμεσα, όχι. Και το λέω αυτό γιατί πρέπει να περάσει χρόνος, ώστε να ξαναμπώ σε μια τέτοια διαδικασία. Είμαι ακόμα πολύ επηρεασμένος απ’ τον Καβάφη. Παρ’ όλα αυτά, επειδή επρόκειτο να γίνει κάτι στη Ρουμανία, στην αίθουσα Aula Magna, μελοποίησα Σεφέρη.
Άλλος «δύστροπος» ποιητής.
Ναι, αλλά εξαιρετικός. Έχω μελοποιήσει τέσσερα ποιήματά του, καθώς και κάποια του Αναγνωστάκη. Και επίσης Ελύτη, αλλά όχι εις βάθος – με την έννοια ότι έχω μελοποιήσει δύο μονάχα ποιήματά του. Δεν είναι ολοκληρωμένη δουλειά. Κάποια στιγμή στο μέλλον, δεν ξέρω αν θα υπάρξει μια ανθολογία από ποιητές που λατρεύω ή θα είναι αποκλειστικά αφιερωμένη σε έναν. Αυτή τη στιγμή όμως κάνω μια αποσυμπίεση, γιατί μπήκα πολύ βαθιά, και πρέπει, όπως οι δύτες, να βγω και να πάρω ανάσα. Προς το παρόν ασχολούμαι με πράγματα πιο πολύ συμφωνικά, ορχηστρικά. Γιατί δυο χρόνια είναι δυο χρόνια, και μάλιστα ασταμάτητης δουλειάς. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί το εγχείρημα, διότι μέσα σ’ όλες τις αντικειμενικές δυσκολίες, προσέθεσα κι εγώ άλλη μία. Ενώ το έργο αυτό μπορούσα να το ηχογραφήσω με κάποια ορχήστρα της αρεσκείας μου, ακόμα και ξένη –η εταιρεία μού έδινε αυτή τη δυνατότητα– εγώ ήθελα συμφωνικές ορχήστρες της περιφέρειας. Τελικά, παρ’ όλες τις τεχνικές δυσκολίες, το αποτέλεσμα με δικαίωσε. Και η συμφωνική ορχήστρα της Λάρισας, και η Καμεράτα του Ωδείου Βόλου, και η ορχήστρα του κ. Μαλλιάρα –μια πολύ σημαντική προσπάθεια την οποία ξεκίνησε μόνος του, με σκοπό να παρουσιάζει έργα Ελλήνων συνθετών– και η παιδική χορωδία στα Χανιά, που η Μπέλα Λιονάκη αγωνίστηκε τόσο για να τη στήσει, και η Πολυφωνική Πατρών (πέρα από την υπέροχη συνεργασία μας, θέλω να αναφέρω το γράμμα που μου έστειλε η πρύτανις του Πανεπιστημίου Πατρών –και μάλιστα τώρα κοντά, στις 30 του Νοέμβρη, θα γιορτάσουμε τα πενήντα τέσσερα χρόνια από την ίδρυση του Πανεπιστημίου– το οποίο είναι μεγάλη τιμή για μας), ήταν εξαιρετικές και πραγματικά συγκινητικές. Παρ’ όλη την κούραση, το αποτέλεσμα έδωσε σε όλους μας μεγάλη χαρά, και τελικά αποδείχθηκε πως δεν ήταν και τόσο ουτοπική η ιδέα μου. Ενώ στην περιφέρεια γίνεται τόσο σπουδαίο έργο, σπάνια βγαίνει παραέξω. Τώρα, λοιπόν, τους δίνεται η ευκαιρία να ακουστούν περισσότερο.
Όταν ένας συνθέτης μελοποιεί ποίηση, έχει ήδη έτοιμους τους στίχους. Έχει τύχει να γράψετε μουσική για τραγούδια όπου οι στίχοι θα έμπαιναν μετά;
Ναι, βέβαια. Αν και, συνήθως, ο στίχος είναι αυτός που θα με εμπνεύσει να γράψω ένα τραγούδι. Εξάλλου, δεν είναι πάντα εύκολο οι στιχουργοί-ποιητές να καταλάβουν τις ρυθμικές αξίες, κι έτσι οι περισσότεροι στίχοι βγαίνουν παρατονισμένοι. Γι’ αυτόν τον λόγο προτιμώ να προϋπάρχει ο στίχος, που είναι, άλλωστε, και η πηγή έμπνευσης. Γιατί αλλιώς, όταν μου έρθει έμπνευση, δεν θα πάω να γράψω τραγούδι. Θα πάω σε άλλα πράγματα. Για να γράψω τραγούδι, θα πρέπει ο στίχος να με παρακινήσει να καθίσω στο πιάνο – αν και όλη η μελοποίηση γίνεται πρώτα μέσα στο κεφάλι μου. Έτσι έγινε και με πολλά απ’ τα ποιήματα του Καβάφη.
Παρεμπιπτόντως, στη μελοποίηση του Καβάφη δεν υπάρχει κανένας παρατονισμός. Η μουσική ακολουθεί πιστά τον τονισμό του στίχου.
Αυτό το πρόσεξα πάρα πολύ, όπως επίσης και τις παύσεις. Στο ποίημα «Του μαγαζιού», για παράδειγμα, έχει εκείνο το εκπληκτικό: Τα ντύλιξε προσεκτικά, με τάξι/ σε πράσινο πολύτιμο μετάξι. Εκεί λοιπόν, αν δεν προσέξεις και δεν βάλεις μια παύση για να ξεχωρίσεις το «με τάξι» από το «μετάξι», το νόημα χάνεται. Επίσης, στο «Ένας γέρος» έπρεπε να δοθεί έμφαση στα θαυμαστικά, στις άνω τελείες. Όλα αυτά για μένα ήταν οι νότες. Το παρατονισμένο με ενοχλεί αφάνταστα – δεν φαίνεται όμως να πειράζει καθόλου τους Ευρωπαίους.
Έχουν, βέβαια, και πιο μικρές λέξεις απ’ ό,τι εμείς.
Οι Άγγλοι, ναι. Και οι Γάλλοι, όμως, όπως δεν το λένε στην ομιλία τους, το λένε στο τραγούδι τους. Η ελληνική γλώσσα δεν αφήνει τέτοια περιθώρια. Και η δική μου η λογική είναι ότι, όταν θέλεις να παντρέψεις τη μουσική με τον στίχο, πρέπει να είσαι πάρα πολύ προσεκτικός. Για μένα, ακόμα και τα σημεία στίξης είναι υψίστης σημασίας – η άνω τελεία, λόγου χάρη. Τα μεταφράζω όλα σε νότες, σε αξίες, σε παύσεις, σε legato, σε staccato...
Το «Σπίτι της ψυχής» είναι ποίημα όχι πολύ γνωστό. Ομολογώ ότι με ξάφνιασε. Μου θύμισε πολύ το «Harlot’s House» του Όσκαρ Ουάιλντ, που έχει παρόμοιο θέμα. Και η ερμηνεία της Σοφίας είναι συνταρακτική.
Είναι από τα Κρυμμένα, που είναι και από τα αγαπημένα μου. Σ’ αυτά ο Καβάφης δείχνει όλη του την πικρία και την ειρωνεία – όταν, στο τέλος του ομότιτλου ποιήματος, λέει κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα/ βέβαια θα φανεί κ’ ελεύθερα θα κάμει. Για μένα, το «Σπίτι της ψυχής» είναι από τα πιο ισχυρά του ποιήματα. Έχει εικόνες απίστευτες – είναι σχεδόν αδιανόητο.
Αν και είναι κάπως παράδοξο, η γυναικεία φωνή ταιριάζει στον Καβάφη.
Η επιλογή της συγκεκριμένης ερμηνεύτριας δεν ήταν διόλου τυχαία, πρώτα απ’ όλα επειδή η Σοφία έχει ήδη περάσει εξετάσεις με δυο χρυσούς δίσκους, με έργα Μίκη Θεοδωράκη. Και δεύτερον, η φωνή της διαθέτει έναν συνδυασμό νεανικότητας και ωριμότητας που εγώ ήθελα πάρα πολύ να τον έχω. Δεν ήθελα έναν ήχο «βαρύ», αλλά έναν ήχο με βαρύτητα (υπάρχει διαφορά), που να μπορεί να παίξει ηχοχρωματικά σε όλα τα επίπεδα – μια φωνή που από λυρική να γίνει πάρα πολύ επιθετική και από επιθετική να ξαναγίνει λυρική, όπως στα Κρυμμένα, για παράδειγμα. Νομίζω ότι η Σοφία έδωσε μια εξαιρετική θεατρική ερμηνεία, γιατί χρειάζεται και αυτό. Είναι όπως όταν ακούς μια απαγγελία ποιήματος – εδώ, πρόκειται για απαγγελία με νότες. Άρα εκείνος που απαγγέλλει πρέπει να είναι και ηθοποιός. Αυτό το στοιχείο η Σοφία το κατάφερε θαυμάσια, αλλά βέβαια δούλεψε και πάρα πολύ σκληρά. Γιατί, επειδή έχει πολύ μεγάλη έκταση, βρήκα κι εγώ το κατάλληλο πεδίο. Όταν έχεις δυόμισι οκτάβες καθαρές, μπορείς να «απλωθείς» μελωδικά. Η Σοφία έχει από το ρε κάτω απ’ το πεντάγραμμο ως το λα πάνω απ’ το πεντάγραμμο, και όλες «χρήσιμες» νότες. Στο live είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή. Εκεί είναι επίσης πάρα πολύ δύσκολο, όταν έχεις ανέβει πολύ ψηλά σε ένα κομμάτι, να κατέβεις αμέσως στο επόμενο. Όποιος τραγουδάει, το γνωρίζει αυτό.
Αν αγγίξει η μουσική μου έστω και μια ψυχή, έχει επιτευχθεί ο σκοπός. Τι άλλο είναι η μουσική πέρα από μια επικοινωνία ψυχών;
Ακούγοντας το CD, διαπίστωσα ότι η μελοποίηση ανέδειξε στην ποίηση του Καβάφη μια μουσικότητα που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή στην ανάγνωση.
Αυτό δεν θα το πω εγώ – πολλοί άνθρωποι όμως μας έχουν πει ότι δώσαμε στους ακροατές να καταλάβουν τα ποιήματα του Καβάφη χωρίς να χρειαστούν επανειλημμένες αναγνώσεις. Η μουσική έδωσε στις λέξεις μια χρωματική παλέτα, για να το πούμε έτσι. Το να κάνεις επίδειξη γνώσεων πατώντας πάνω σ’ ένα ποίημα ή σε μια τεράστια προσωπικότητα –όχι μόνο του Καβάφη, αλλά και οποιουδήποτε άλλου– μόνο και μόνο προκειμένου να εντυπωσιάσεις, δεν έχει νόημα. Το θέμα είναι να έχει ευρύτερο αντίκτυπο η δουλειά σου. Δόξα τω Θεώ, μέχρι στιγμής όλα μάς πηγαίνουν καλά. Έρχονται προτάσεις και από το εξωτερικό και από το εσωτερικό, και έτσι νομίζω ότι ο Καβάφης θα υπάρχει μέσω των συναυλιών, και φυσικά από στόμα σε στόμα. Και βέβαια στο ραδιόφωνο, το οποίο βοηθάει όσο παίζει τα τραγούδια. Είμαι ευτυχισμένος στον βαθμό που πρέπει να είμαι, και θεωρώ ότι άξιζε τον κόπο να αφιερώσουμε δυο χρόνια απ’ τη ζωή μας στο έργο αυτό. Και όταν ακούμε έστω και έναν άνθρωπο όχι τυχαίο, όπως ο Μονεμβασίτης ή ο Δασκαλόπουλος, αλλά και πολλοί άλλοι, να μας λέει τόσο όμορφα πράγματα, είναι κάτι.
Είναι πολύ ωραίο το ότι παίζουν τέτοια μουσική τα ραδιόφωνα, για να ακούσει επιτέλους ο κόσμος κάτι διαφορετικό.
Ναι, είναι ελπιδοφόρο, γιατί ο κόσμος ακούει ό,τι παίζει το ραδιόφωνο. Και σπουδαίο, με την έννοια ότι ακούγεται η ποίηση. Παλιά ακούγαμε ποίηση στα ραδιόφωνα, πολύ όμορφη και πολύ ωραία δοσμένη. Τώρα, τι να πω... Ο κόσμος δυστυχώς δεν έχει πια κριτήριο – και πώς να έχει;
Με εντυπωσίασαν επίσης ιδιαίτερα τα ορχηστρικά σας. Η μουσική βάζει τον ακροατή τόσο μέσα στην ποίηση, ώστε του δίνει την αίσθηση ότι βλέπει ταινία ή θέατρο.
Πράγματι, θέλησα να τους δώσω μια «κινηματογραφική» υφή, αλλά δίχως, και πάλι, να βάλω τη γνώση μου πάνω απ’ τη μουσική μου. Ο Καβάφης είναι τόσο ψηλά, ώστε όλοι οι υπόλοιποι απλώς τον υπηρετούμε. Ακόμα και στα ορχηστρικά, όπου δεν υπήρχε ο λόγος άμεσα δοσμένος, δεν πήγα να δείξω τις ενορχηστρωτικές μου γνώσεις. Προτίμησα την απλότητα – αυτό που μου έβγαλε η ψυχή μου, χωρίς να το παιδέψω για να το παιδέψω. Θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι πολύ πιο «δύστροπα» εντυπωσιακό, με δωδεκαφθογγική τεχνική ας πούμε, αλλά δεν μου «μίλησε» με αυτόν τον τρόπο. Τονικά μου μίλησε. Άφησα τον εαυτό μου εντελώς ελεύθερο. Κι έπειτα ήμουν πολύ φειδωλός στις ενορχηστρώσεις, ακριβώς επειδή έπρεπε να σεβαστώ τον λόγο. Αυτό ήταν για μένα το μέλημα, γιατί είμαι πληθωρικός στις ενορχηστρώσεις μου και έπρεπε να βάλω πολλά φρένα.
Στο πλατύ κοινό, βέβαια, είχατε γίνει γνωστός με ένα άλλο είδος μουσικής.
Ναι, με την ποπ – ενώ είχα ξεκινήσει με κλασική και συμφωνική. Όλα κάνουν έναν κύκλο. Χαίρομαι για την πεντάχρονη θητεία μου στο είδος αυτό, γιατί πέρα απ’ το ότι έγινα γνωστός σε ευρύτερο κοινό, απέκτησα επίσης μια αμεσότητα με τον κόσμο, πράγμα πολύ σημαντικό. Το δεύτερο που με χαροποιεί είναι ότι αυτά τα τραγούδια, που κάποτε τα περιφρονούσαν οι «ειδικοί», εδώ και μια εικοσαετία έχουν αντέξει. Θεωρώ πως ό,τι αντέχει στον χρόνο –γιατί καλό είναι να αφήνουμε τον χρόνο, που είναι ο μέγας κριτής των πραγμάτων, να φανερώσει τι άξιζε και τι δεν άξιζε– έχει λόγο ύπαρξης. Κι έπειτα, επρόκειτο για μια ποπ πολύ περίτεχνη για το είδος της. Έτσι κι αλλιώς, εγώ δεν έβαλα ποτέ «στοίχημα πλήθους». Αν αγγίξει η μουσική μου έστω και μια ψυχή, έχει επιτευχθεί ο σκοπός. Τι άλλο είναι η μουσική πέρα από μια επικοινωνία ψυχών; Αυτή είναι η ουσία όλου του πράγματος. Τώρα αν αυτές οι ψυχές είναι πολλές, ακόμα καλύτερα. Το ζήτημα είναι πως όταν παραγίνονται πολλές, σημαίνει ότι γίνεσαι της μόδας. Κι αυτό είναι επικίνδυνο. Το έχω περάσει και αυτό. Όταν γίνεσαι της μόδας, ό,τι και να κάνεις αρέσει. Και μετά, ξαφνικά, όλο αυτό σταματάει. Γι’ αυτό θέλει προσοχή και η διαχείριση της επιτυχίας. Αυτό, βέβαια, είναι άλλο κεφάλαιο. Είναι πολύ μεγάλη παγίδα και το πιο δύσκολο πράγμα, διότι υπάρχει και ο περίγυρος.
Έχετε σκεφτεί να μελοποιήσετε Καρυωτάκη; Είναι λίγο «συγγενής» με τον Καβάφη.
Με τον Καρυωτάκη συμβαίνει το εξής: τον έχει ήδη μελοποιήσει υπέροχα η Λένα Πλάτωνος. Ειδικά το Ένα βράδυ. Έχω ζηλέψει, με την καλή έννοια. Είναι πολύ ωραία πρόκληση ο Καρυωτάκης. Με τον Καβάφη είναι αρκετά «συγγενής» – απλώς ο Καρυωτάκης είναι περισσότερο του εαυτού του. Ενώ ο Καβάφης –ή, μάλλον, η γραφή του– είναι πιο εξωστρεφής, κι ας μη θέλουν κάποιοι να το παραδεχτούν. Ποιος δεν θα βρει τον εαυτό του στα Κρυμμένα; Ποιος δεν θα ταυτιστεί και δεν θα κλάψει με το Ένας γέρος; Ποιος δεν θα ερωτευτεί πάλι με το Επέστρεφε; Ο Καρυωτάκης είναι άλλο πράγμα.
Επίσης σπουδαίος ποιητής.
Μέγας! Μα είμαστε η χώρα που γεννάει ποιητές. Και αν το πρόγραμμα που ετοιμάζουμε τώρα, με τον τίτλο Τραγουδάμε τους ποιητές μας (θα παρουσιαστεί στις 7 και 8 Δεκεμβρίου στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός, πράγμα πολύ συγκινητικό για μένα, γιατί εκεί πρωτόπαιξα), ακούγεται λίγο βαρύγδουπο, στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου. Διότι είναι κατεξοχήν ψυχαγωγικό, με την αρχική ετυμολογία της λέξης, και τα περισσότερα κομμάτια είναι γνωστά. Τα άγνωστα είναι οι δικές μου μελωδίες. Τα υπόλοιπα δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τα ξέρει. Γι’ αυτό κι εγώ λέω: «Ελάτε να τραγουδήσουμε τον πολιτισμό μας». Αυτή είναι η φράση που μου βγήκε αυθόρμητα για τις δυο συναυλίες που θα κάνουμε στον Παρνασσό και τώρα, στις 30 του μηνός, στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Κι αυτό είναι και το «σύνθημα», αν μπορώ να το πω έτσι. Γιατί το είδαμε – ο κόσμος τραγουδάει πολιτισμό. Τα παιδάκια, που δεν τον ξέρουν αυτόν τον πολιτισμό, τον ακούνε, τον εισπράττουν και γεμίζει η ψυχούλα τους, κι ύστερα από πέντ’-έξι χρόνια θα αρχίσουν να τον ανακαλύπτουν...
πηγή : diastixo.gr