Στάθης Ιντζές: «Οι ανειδίκευτοι δεν βγάζουν κιχ»
Ας αρχίσουμε με μια σημαντική διαπίστωση: ο Στάθης Ιντζές πέρα από νέος ποιητής, πεζογράφος, συγγραφέας, δημιουργός, είναι πάνω απ' όλα νέος άνθρωπος. Μόλις ξεπερνώντας τα τριάντα του χρόνια, είναι φυσικό να παραθέτει ιστορίες της ηλικίας του, πράγματα που απασχολούν τους συνομηλίκους του, παραμύθια που γεννιούνται στο μυαλό ενός ατόμου που έχει συγκεκριμένες εμπειρίες, εμπνεύσεις ή βιώματα. Μην περιμένει λοιπόν κανείς αναγνώστης να βρεθεί σε πληθωρικούς κόσμους, γεμάτους με ατέλειωτες αναλύσεις, πλούσιους σε συναίσθημα, με εκτενείς παραγράφους που πλαισιώνουν δραματικά ή τραγικά γεγονότα. Το αντίθετο, ο συγγραφέας εκφράζεται όσο μπορεί πιο αφαιρετικά, πιο σύντομα, περικόπτοντας τα μηνύματα, δρομολογώντας αποσπασματικές εικόνες και μόνο, ισοπεδώνοντας τον θεματολογικό ιστό, ο οποίος και παραμένει συγκινητικά απλός, χωρίς καν την έξαψη της εξόδου. Έτσι που, τόσο τον ίδιο όσο και όλους εμάς που διαβάσαμε το βιβλίο, να μας συντρέχει πλέον περισσότερο η τεχνική γραφής, το είδος του λόγου, η δύναμη της έκφρασης παρά η ιστορία, η οποία είναι τόσο μα τόσο απλοϊκή, που αφήνει άπλετα περιθώρια να καταναλωθεί γρήγορα (χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα την ξεχάσουμε σύντομα), ενώ παράλληλα μιλάμε για ένα επιπλέον νέο δρώμενο, κατά πόσο δηλαδή το συγκεκριμένο στόρι ταιριάζει, θα λέγαμε, με την απόλυτη εκφορά του, την τόσο ψυχρή, την τόσο μεθοδική, την τόσο ψύχραιμη, την τόσο πρωτοποριακή. Άρα (και για να κλείσουμε με τα εισαγωγικά) κανένα κριτικό σημείωμα για το εν λόγω βιβλίο δεν θα έμενε στο θέμα, δεν θα έλεγε πολλά για την υπόθεση, το αντίθετο, θα προσπαθούσε να βρει τρόπους να εξηγήσει την τεχνική μιας νουβέλας, που λίγο πολύ συμπεριφέρεται ως έργο τέχνης με φιλοσοφία γλυπτού, τόσο ακίνητο και τόσο φανταχτερό στη σιωπή του.
Κανένα κριτικό σημείωμα για το εν λόγω βιβλίο δεν θα έμενε στο θέμα, δεν θα έλεγε πολλά για την υπόθεση, το αντίθετο, θα προσπαθούσε να βρει τρόπους να εξηγήσει την τεχνική μιας νουβέλας, που λίγο πολύ συμπεριφέρεται ως έργο τέχνης με φιλοσοφία γλυπτού, τόσο ακίνητο και τόσο φανταχτερό στη σιωπή του.
Κόντρα όμως σε αυτή τη λογική θα πούμε λίγα λόγια για τη νουβέλα όσον αφορά το παραμυθιακό της κομμάτι: ένας νέος, ο οποίος δεν πέτυχε μεγάλες σπουδές, δουλεύει ως ανειδίκευτος σε ένα εργοστάσιο, όπου έρχεται σε επαφή με τους συναδέλφους του εκεί, μιλώντας και ανταλλάσσοντας απόψεις, όχι μόνο για την εργασία. Στη συνέχεια ερωτεύεται μια κοπέλα, αλλά επειδή αγαπά πραγματικά την πυγμαχία (το αριστερό του χέρι είναι αληθινά χαρισματικό) αποφασίζει να φύγει για την Κούβα, τη μητέρα της ερασιτεχνικής πυγμαχίας. Ο νέος διακρίνεται κυρίως στους Ολυμπιακούς αγώνες, εξασφαλίζοντας στέγη και διαμονή, αγωνιζόμενος σε διάφορα μίτινγκ, έχοντας δικό του προπονητή, έτσι που στα είκοσι έξι του χρόνια να είναι ένας ολοκληρωμένος πυγμάχος. Η Αμαρυλλίδα επισκέπτεται την Κούβα αποσπώντας τον από τα αθλητικά του καθήκοντα, κι έτσι χάνει όλα του τα προνόμια. Η κοπέλα μένει έγκυος, κι επιστρέφουν στην Ελλάδα και με τη σειρά τους ο καθένας στην προηγούμενη εργασία του. Το παιδί γεννιέται, συντηρητικοποιώντας το ζευγάρι, καθώς τώρα μπορούμε να μιλήσουμε για μια καθαρή, σίγουρη και τυπική ελληνική οικογένεια.
Ας δούμε τώρα και τη μορφή που παίρνει η νουβέλα τεχνικά: κατ’ αρχάς χωρίζεται σε πέντε μέρη (ή γύρους, όπως λέει ο συγγραφέας). Έχουμε απόλυτη χρονική προσαρμογή (δηλαδή τα επεισόδια έχουν ημερολογιακά τη σειρά που έγιναν). Ουσιαστικά λίγα σημεία του έργου ξεπερνάνε τις τρεις ή τέσσερις σελίδες, επιγραμματικά, έχουμε ποιητικού τύπου τελεσίγραφα (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι επιστολές του πατέρα του αθλητή στον προπονητή του), ενώ παράλληλα τα μικρότερα αλλά όχι και υποδεέστερα σημεία του κειμένου έχουν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Η Κούβα είναι η ατραξιόν της νουβέλας, την οποία ο συγγραφέας δεν επισκέφτηκε ποτέ, δούλεψε όμως με φίλους που τη γνώριζαν και ιντερνετικά – έτσι, κάποιες πληροφορίες για την ιστορία της (και στον αθλητισμό) να είναι πράγματι σχετικά λεπτομερειακές. Το ύφος είναι ουδέτερο σε όλα τα μέρη (είναι από τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν όλους τους νέους δημιουργούς, οι οποίοι και απεχθάνονται το μελό και περιγράφουν όμοια μια ερωτική σκηνή ως έναν αγώνα πυγμαχίας), ενώ η ατμόσφαιρα (και αυτό κατά τη γνώμη μου γίνεται επί τούτου) δεν προκαλεί πέραν του ενδιαφέροντος άλλα συναισθήματα, που θα μπορούσαν να ρίξουν το δημιούργημα σε κενές, φιλολογικού τύπου, λίστες. Έτσι, και χωρίς να εμφανίζεται κάποια συγγραφική έπαρση ή κάτι άλλο παραπλήσιο, ο Ιντζές μπορεί να υπερηφανεύεται πως πέτυχε τον στόχο του να γράψει ένα βιβλίο το οποίο μπορεί άνετα να διαβαστεί, να συζητηθεί, να ερμηνευτεί θετικά ή αρνητικά, τέλος να διασταυρώσει δύο κόσμους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όπως η Κούβα και η Ελλάδα και να τροποποιήσει κάθε δεδομένο κανόνα στο γράψιμο παρουσιάζοντας κάτι εντελώς προσωπικό, κάτι εντελώς αληθινό μέσα στην παρατεταμένη ψευδή λογοτεχνική του υπόσταση.
Μινιμαλιστές δημιουργοί, γεννηθέντες λίγο πάνω, λίγο κάτω απ’ το ’80, γράφουν και λένε το καθοριστικό θεματάκι τους, το υπερασπίζονται, το διαχέουν, το υπηρετούν[…] αυτοί οι συγγραφείς είναι το μέλλον της πεζογραφίας στη χώρα μας, είναι εκείνοι που πήραν το νήμα, τη σκυτάλη, και με σκυφτό κεφάλι τρέχουν μπροστά.
Σαν τη νουβέλα Οι ανειδίκευτοι δεν βγάζουν κιχ του Στάθη Ιντζέ, τα τελευταία χρόνια της κρίσης διαβάσαμε κατά δεκάδες. Πράγματι, μινιμαλιστές δημιουργοί, γεννηθέντες λίγο πάνω, λίγο κάτω απ’ το ’80, γράφουν και λένε το καθοριστικό θεματάκι τους, το υπερασπίζονται, το διαχέουν, το υπηρετούν. Έχω ξαναγράψει πως αυτοί οι συγγραφείς είναι το μέλλον της πεζογραφίας στη χώρα μας, είναι εκείνοι που πήραν το νήμα, τη σκυτάλη, και με σκυφτό κεφάλι τρέχουν μπροστά. Ειλικρινά χαίρομαι τόσο πολύ αυτές τις προσπάθειες, που αφιερώνω χρόνο δυσανάλογο με όσο διαθέτω προκειμένου να είμαι πλήρως ενημερωμένος για την πρόοδό τους. Προτείνω, λοιπόν, και τη συγκεκριμένη νουβέλα αλλά και όλες τις υπόλοιπες, γιατί η δύναμη του δημιουργού δεν είναι τίποτα περισσότερο από το χρώμα που παίρνουν τα μάτια τους όταν τους απευθύνεσαι θετικά, έχοντας διαβάσει το βιβλίο τους για το οποίο και τόσο μόχθησαν να το γράψουν.
Οι ανειδίκευτοι δεν βγάζουν κιχ
Στάθης Ιντζές
Μελάνι
88 σελ.
ISBN 978-960-591-076-1
Τιμή: €9,00
πηγή : diastixo.gr