Στάθης Γουργουρής: «Ενδεχομένως αταξίες»
Γνώρισα τον Στάθη Γουργουρή το 1994, στη δίνη της Νέας Υόρκης και της νεότητάς μας. Μαινόταν ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία αλλά και ο πόλεμος της εθνικο-ουσιοκρατίας εναντίον, συλλήβδην, των νεοελληνικών σπουδών της Αμερικής. Η φιλία μας σφυρηλατήθηκε μέσα σε ένα κλίμα που σημαδεύτηκε, τουλάχιστον στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, από τη διαβόητη «υπόθεση Σόκαλ» την άνοιξη του 1996 και την επίθεση εναντίον του αριστερού μεταδομισμού και της αποδόμησης στο πρόσωπο του περιοδικού Social Text. Ένα εξαιρετικό δοκίμιο (ένα από τα πιο «άτακτα», κατά τη γνώμη μου) που συμπεριλαμβάνεται στον τόμο και είχε πρωτοδημοσιευτεί στον Πολίτη, «Το θάρρος του γυμνού», αφορά εκείνη την υπόθεση. Την ίδια χρονιά, σαν σε απάντηση στην επίθεση, δημοσιεύτηκε το βιβλίο του Έθνος-όνειρο: ένα βιβλίο που, διερευνώντας τη φαντασιακή υφή της εθνικοπολιτικής θέσμισης και μάλιστα την ονειρική επιρροή στο σύγχρονο φαντασιακό του έθνους, άνοιγε τη συζήτηση για την εθνοπολιτισμική συγκρότηση της αποικιοκρατικής και μετααποικιακής Ευρώπης.
Από τότε ο Στάθης δεν σταμάτησε να περιπλανιέται στα μονοπάτια της θεωρίας, της ποίησης και της Αριστεράς. Οι απροσδόκητες συναντήσεις τους τον έβρισκαν και τον βρίσκουν πάντα απτόητο –αν και ευτυχώς όχι αλώβητο– στο μέτωπο της εγκόσμιας λογοτεχνικής κριτικής. Εκεί όπου η θεωρία δεν συνιστά υψιπετή αφαίρεση αλλά κουράγιο του ενσώματου κριτικού στοχασμού που επιμένει να απορεί μπροστά στους θεμελιωτισμούς. Κι εκεί όπου η κριτική συνιστά ηθική πρακτική αυτο-διερώτησης και αυτο-μεταμόρφωσης.
Στον τόμο Ενδεχομένως αταξίες, ο Στάθης Γουργουρής ανθολογεί τον εαυτό του, ή τους εαυτούς του και τις συλλογικές ιστορικότητές τους, όπως έχουν αποτυπωθεί σε κείμενα διαφορετικών υφών, τόνων και στόχων, είτε δημοσιευμένα σε ελληνικά περιοδικά και εφημερίδες είτε ανέκδοτα. Τα περισυνέλεξε και τα ανασυσκεύασε αναδρομικά, με τρόπο ενδεχομένως άτακτο, δηλαδή πέρα από «την αθόρυβη ανία της ταξιθέτησης» (Μπένγιαμιν, Αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου, σ. 6). Πράγματι, ο Σ.Γ. περισυνέλεξε τα κείμενά του με τον τρόπο που αιτείται ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, όταν αναφέρεται στο συλλεκτικό πάθος που «διέπεται από μια διαλεκτική ένταση μεταξύ των πόλων της αταξίας και της τάξης» (σ. 7). Και όταν θέτει ένα αμείλικτο ερώτημα: «Γιατί τι άλλο είναι αυτή η κατοχή παρά αταξία, όπου η συνήθεια έχει γίνει τόσο οικεία ώστε μπορεί να φαίνεται σαν τάξη;». Αυτή η διαλεκτική εκκρεμότητα μεταξύ τάξης και αταξίας, ο κόμβος μεταξύ διασύνδεσης και διάρρηξης, υποδηλώνεται στο ενδεχομένως που συντάσσει ο Σ.Γ. πριν από το αταξίες.
Στα δοκίμια αυτά, άλλωστε, ο ίδιος επανέρχεται συχνά στον Μπένγιαμιν, στον κατεξοχήν στοχαστή της αναδρομικότητας και της ηττημένης εξέγερσης, που δοκίμασε με το έργο του και τη ζωή του τα τεταμένα όρια ανάμεσα στο μη αποφασίσιμο της ιστορίας και στην καίρια απόφαση (μια ένταση που εξ άλλου αποτυπώθηκε στη δική του, βιογραφική ύστατη απόφαση). Έτσι λοιπόν, με τρόπο μπενγιαμινικά αναδρομικό, θα έλεγα, ο Σ.Γ. συλλέγει για να αποδώσει τη φαντασματική ενδεχομενικότητα που είναι ο όποιος εαυτός του: ο ποιητικός, ο πολιτικός, ο ακατάτακτος, ο ανοιχτός και απρόβλεπτος, ο δικός του και των άλλων. Ο συγγραφέας-αναγνώστης-συλλέκτης περιδιαβαίνει την ποιητική περιστασιακότητά του χωρίς να αξιώνει να την τακτοποιήσει, αφού άλλωστε καλά γνωρίζει ότι, ακόμη κι αν ήθελε να την «τακτοποιήσει», αυτό δεν είναι στο χέρι του. Όλα τα δοκίμια, στο σύνολό τους και στην πολλαπλή ενικότητά τους, ψηλαφούν την οριογραμμή μεταξύ ποιητικής και πολιτικής. Αλλά και ταυτόχρονα την οριογραμμή μεταξύ απολογίας και απολογισμού, με τρόπο που μοιάζει να αναρωτιέται: πώς προ(σ)φέρεται ένας εαυτός, συγγραφικός στην προκειμένη περίπτωση, που δεν κατέχεται; Σε ποιο κάλεσμα απαντά αυτή η έκθεση; Σε τι είδους ανεπούλωτη ανοιχτότητα στην άλλη αποκρίνεται και τι είδους δεσμούς συνάπτει;
Στα περασμένα κείμενα εμπλέκονται και αναδύονται αναπάντεχα εικόνες του παρελθόντος σαν στιγμιαίες λάμψεις της ιστορίας. «Η διαλεκτική εικόνα» μας λέει ο Μπένγιαμιν «είναι μια εικόνα που αναδύεται ξαφνικά, σε μιαν άξαφνη αναλαμπή. Ό,τι έχει συντελεστεί πρέπει να κρατηθεί γερά – σαν μια εικόνα που φανερώνεται αιφνίδια στο τώρα της αναγνωρισιμότητάς της» (Arcades, 473; n9, 7). Οι διαλεκτικές εικόνες στις οποίες δίνει υφή αυτός ο τόμος δεν ανασύρουν απλώς το ξεχασμένο υλικό αλλά καλλιεργούν τη δυνατότητα «να φέρουν το παρόν σε μια κρίσιμη κατάσταση» (Arcades, 471; n7a, 5). Συνιστούν μορφές ανάγνωσης που επιχειρούν να αναγνώσουν αυτό που δεν γράφτηκε ποτέ. Αναζητούν τρόπο να ενεργοποιήσουν το ιστορικό υλικό που θα ανατάρασσε αυτό που έχει εγγραφεί ως «παρόν». Αυτή η συλλογή είναι και μια περιπέτεια της γλώσσας σε πείσμα κάθε φιλολογικού σχολαστικισμού. Η γραφή του Σ.Γ. είναι μια επίμονη άσκηση στην οικεία ανοίκεια γλώσσα, όπου καμιά νοσταλγία δεν χωρεί. Στο έργο του δεν μπορεί να υπάρχει ποιητική χωρίς πολιτική, αλλά και το αντίθετο. Δεν μπορεί να υπάρχει θεωρία χωρίς σώμα. Δεν υπάρχει ιστορία χωρίς τον ορίζοντα του ανεπίτευκτου. Και δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς ποιητική, δηλαδή χωρίς «μια γλώσσα που υπερβαίνει τη γλώσσα» (249).
Η συλλογή –αλλά και η συγγραφή– των δοκιμίων διανοίγεται σε έναν ορίζοντα ενδεχομενικότητας από το διαβόητο «τέλος της ιστορίας», το 1990, μέχρι και σήμερα, το τέλος του «τέλους της ιστορίας». Πρόκειται για μια αναδρομή που απαίτησε την αναδίφηση ενός αρχείου είκοσι πέντε χρόνων, την εξόρυξη από ένα ζωντανό λατομείο δομικών υλικών και φαντασμάτων: κειμένων, δοκιμών και δοκιμίων, σιωπών, αφιερώσεων, αναγνωσμάτων. Ο Σ.Γ. διενεργεί χαμηλές πτήσεις στην ποιητική γλώσσα προκειμένου να συλλάβει τα κεραυνοβόλα σκιρτήματα του καιρού. Γράφει για την πτώση του τείχους του Βερολίνου, για την ιερή επιστράτευση και τις «συνάξεις» του αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου για τις ταυτότητες το 2000, για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας το 2001, για το δημοψήφισμα του σχεδίου Ανάν στην Κύπρο το 2004, για τα φαντάσματα των εθνικισμών που οδήγησαν στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και στοίχειωσαν μια επίσκεψή του στο Βελιγράδι το 2005, για την πυρκαγιά στην Πάρνηθα το 2007, για την επανάσταση του κάραμα, της αξιοπρέπειας, στην Αίγυπτο το 2011.
Αυτή η συλλογή είναι και μια περιπέτεια της γλώσσας σε πείσμα κάθε φιλολογικού σχολαστικισμού. Η γραφή του Σ.Γ. είναι μια επίμονη άσκηση στην οικεία ανοίκεια γλώσσα, όπου καμιά νοσταλγία δεν χωρεί. Στο έργο του δεν μπορεί να υπάρχει ποιητική χωρίς πολιτική, αλλά και το αντίθετο. Δεν μπορεί να υπάρχει θεωρία χωρίς σώμα.
Ο Σ.Γ. μπαίνει στη μάχη της ανεπίκαιρης επικαιρότητας ως «έφεδρος αγύμναστος», όπως άλλωστε υπογράφει ένα κείμενο γραμμένο στην Ιστανμπούλ την 25η Μαρτίου 1989 που αναφέρεται στη σεξουαλική τρομοκρατία του στρατιωτικού εθνικού λόγου «σε σχέση με τον οποίον ο υπογράφων παραμένει ένας άγνωστος στρατιώτης»: «Οι στάσεις και οι κινήσεις αυτές στο επίπεδο του λόγου επιδίδονται, “εκ φύσεως” θα μπορούσαμε να πούμε, σε φαλλικές μεταφορές που σύμφωνα με τα ανατολικο-μεσογειακά μας πρότυπα αναδεικνύουν ως τελικό στόχο τον κώλο του αντιπάλου. […] Η ετεροφοβία μεταφράζεται έτσι σε ομοφυλοφοβία. Κι αυτό δεν είναι μια παράδοξη αναδίπλωση του λόγου, αλλά η ανάδυση του αληθινού του προσώπου: του ομόφυλου φόβου που συνήθως διακρίνει τους οιουσδήποτε φαλλικούς διαξιφισμούς» (32).
Χωρίς ποτέ να απορροφάται πλήρως από τη συγκυρία, ο Σ.Γ. περνάει από τη λογική της επικαιρότητας προς την απροσδόκητη δυνητικότητα της κριτικής θεωρίας ως ποιείν. Έτσι, εστιάζει την προσοχή του στο «ψευδές δίλημμα» του Λούκατς μεταξύ Τόμας Μαν και Φραντς Κάφκα, στη φυσική και την ψυχανάλυση ως «ποιητικά αντικείμενα» του έργου του Αριστείδη Μπαλτά, στις «άναρθρες κραυγές κατά του λεγόμενου ‘μεταμοντερνισμού’ εν ονόματι της “επιστήμης” ή της “επανάστασης”», στο βιβλίο του Αντώνη Λιάκου Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο;, στο Λεξικό αναμνήσεων του Γιώργου Χουλιάρα, στον «αλογάριαστο» Αναγνωστάκη, στον θεατρικό διάλογο Μπαντιού – Μπαλιμπάρ σε κάποιο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια το 2007, στο ερώτημα της αριστερής κυβερνητικότητας. Όλες αυτές οι ποιητικο-πολιτικές αναλαμπές πάλλονται από ιστορική υλικότητα, περιστασιακότητα και εγκοσμιότητα. Δονούνται από τα ερωτήματα, πώς ζούμε, τι κάνουμε, πώς γινόμαστε υποκείμενα της πράξης και της ιστορίας, τι γινόμαστε και τι δεν γινόμαστε μέσα στον κόσμο.
Τρία σημεία, αλληλένδετα (ή, τουλάχιστον, έτσι προτείνω να τα διαβάσουμε), δίνουν τον τόνο στο βιβλίο, κατά τη γνώμη μου. Πρώτο: στο δοκίμιό του για τον Μπένγιαμιν αναφέρει, μάλιστα μέσα σε παρένθεση, τη «διατύπωση του Μπένγιαμιν ότι η επανάσταση δεν συμβολίζεται από το τρένο της ιστορίας το οποίο διανοίγει ολοένα νέες διόδους, αλλά από το χειρόφρενο που διακόπτει την ξέφρενη πορεία του τρένου της ιστορίας προς την καταστροφή» (σ. 135). Δεύτερο: στο δοκίμιο «Το κενό και το μέλλον», διαβάζοντας το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου προτείνει μια ανάγνωση της ποιητικής της ήττας τόσο αμείλικτα σύγχρονη: «θα ήταν λάθος αν σε αυτή τη συντριβή του οράματος βλέπαμε τον μηδενισμό του οραματισμού» (σ. 220). Και, τέλος, καθώς αναστοχάζεται και ανασκευάζει με πολιτικό λυρισμό τους όρους του κοινωνικο-πολιτικού ποιείν, ο Σ.Γ. αφήνεται να αφυπνίζεται, να εμπνέεται και να συγκινείται από τη διατύπωση του Edward Said: «η κριτική μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την προϋπόθεση ότι έχει μέλλον» (σ. 249).
Όπως το έργο του Σ.Γ. μας ειδοποιεί, ωστόσο, είναι η απόκριση στο παρόν (ή η απόκριση ως παρόν) που θέτει προϋποθέσεις για το μέλλον, έστω και με τρόπους που είναι, προς το παρόν, δυσδιάκριτοι ή αμφίλογοι. Για να έχει μέλλον, το σύμπλεγμα κρίση-κριτική εκβάλλει στην απόκριση. Γι’ αυτό θα ήθελα να του αφιερώσω ένα δικό του ποίημα, που έχει τον τίτλο «Απόκρισις»:
«Απόκρισις»
Μου λένε
πως πετάω στα σύννεφα,
μα δεν έχουν ιδέα
πώς πετάνε τα φύλλα
μεσημέρι στον ύπνο
πώς πετάνε μεσάνυχτα
τα βήματα
ενός ερωτευμένου
πώς πετάνε οι φόβοι
πάνω στα άγρια δεντρολίβανα
πώς πετάει το αύριο
στη θάλασσα
και φεύγει.
Λάθος.
Δεν πετάω στα σύννεφα.
Πατάω στα σύννεφα.
Η Αθηνά Αθανασίου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.
Ενδεχομένως αταξίες
Κείμενα ποιητικής και πολιτικής
Στάθης Γουργουρής
Νήσος
406 σελ.
ISBN 978-960-589-030-8
Τιμή: €20,00
πηγή : diastixo.gr