«Σταμάτης Κραουνάκης: “Lorca Duende”» της Ανθούλας Δανιήλ
«Ανέκαθεν εξυφαινόταν μια συνωμοσία ενάντια στην ποίηση, ενάντια στη λευτεριά!» έλεγε ο Φλομπέρ και «είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς», έλεγε ο Νίκος Εγγονόπουλος στο ποίημά του το αφιερωμένο στον Λόρκα, ρίχνοντας το ανάθεμα στους φασίστες που σκότωσαν τον ποιητή και στους αργόσχολους γραφιάδες φασίστες από τους οποίους υπέφερε ο ίδιος. Κι αυτή η acciόn vil y disgraciado συνέβη το 1936 στην Ισπανία. Στα 38 του χρόνια, σ’ ένα χαντάκι του Καμίνο ντε λα Φουέντε, άγνωστο πού ακόμα, μαζί με άλλους σαν κι αυτόν, ή σχεδόν σαν κι αυτόν, επέπρωτο να τελειώσει τη ζωή του ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του αιώνα του, στην Ισπανία και στον κόσμο όλο.
Δεν ευτύχησε να δει την απήχηση του έργου του, το οποίο όμως είχε αγγίξει την κορυφή και τις καρδιές του κοινού. Στην Ελλάδα, ποιος μπορεί να ξεχάσει τον θρήνο της μάνας στον Ματωμένο γάμο με την Κατίνα Παξινού, τη στείρα Γέρμα στο Ηρώδειο, τα ανομολόγητα καταπιεσμένα ερωτικά ένστικτα των κοριτσιών στο Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα; Και στα τραγούδια, ποιος μπορεί να ξεχάσει την επιβλητική φωνή του Μάνου Κατράκη στην απαγγελία στο Θάνατο του Ιγνάθιο, σε μελοποίηση του Σταύρου Ξαρχάκου: «Πέντε η ώρα που βραδιάζει […] κι ήτανε πέντε σ’ όλα τα ρολόγια». Αλλά και τα τραγούδια του Ματωμένου γάμου από τον Χατζιδάκι –«Γύρνα φτερωτή του μύλου να περάσει το νερό»– κι αμέσως εικόνες εξοχής, ήχοι νερών και μουσικές εξαίσιες και φωνές μάς πάνε πίσω, σε χρόνια που σήμερα μας μοιάζουν μυθικά. Κι εκεί που όλα ζουν στον μύθο, ξαφνικά μια νέα «δουλειά», ένας σύγχρονος συνθέτης και φωνές φρέσκες: ο πολυτάλαντος Σταμάτης Κραουνάκης και οι άξιοι συνεργάτες του –Χρήστος Γεροντίδης και Κώστας Μπουγιώτης– λες και πιάνουν το νήμα εκεί που το είχε αφήσει ο Χατζιδάκις, ζωντανεύουν ό,τι κοιμήθηκε ή χάθηκε ή μπλέχτηκε στον θόρυβο της καθημερινής ζωής. Η φτερωτή γυρίζει και το νερό στο αυλάκι τρέχει με ένα duende, που διαπερνά και οιστρηλατεί δέκα τραγούδια και «Η θάλασσα χαμογελάει από μακριά/ Δόντια από αφρό,/ χείλια ουρανό».
Το ελληνικό κοινό, που αγάπησε τον Λόρκα, θα νιώσει ακούγοντας την παρούσα δουλειά του Κραουνάκη τη διονυσιακή έκσταση.
Στο βιβλίο που συνοδεύει το υπέροχο CD, ο Marcos G. Breuer προσπαθεί να μας εξηγήσει τι είναι το duende (ντουέντε). Ο Λόρκα έγραψε ένα δοκίμιο για το duende, που το παρουσίασε στην Αργεντινή το 1934, για να δώσει τα χαρακτηριστικά του. Αυτό, ωστόσο, αντιστέκεται σε κάθε περιοριστικό ορισμό. Εμείς το απολαμβάνουμε στην εμπνευσμένη μετάφραση της ποιήτριας Ολυμπίας Καράγιωργα.
Ο Breuer διακρίνει στην ποίηση του Λόρκα «ερωτισμό», «φλόγα μπροστά στη ζεστή παρουσία του άλλου σώματος», πόθο που δεν ολοκληρώνεται, έρωτα και θάνατο. Κι εδώ θα κάνω μια παρέκβαση για να θυμίσω ότι η μεγαλύτερη αδικία στη ζωή είναι το παιδί που δεν έπαιξε και η κόρη που δεν έσμιξε με τον άντρα που ήθελε, όπως λέει ο Ελύτης, που είναι ένας από τους μεταφραστές του Λόρκα στην Ελλάδα. Κι ακόμα ο Breuer συνδέει το duende με το «δαιμόνιο» που κινούσε τον Σωκράτη. Το duende που βρίσκεται βαθιά στη ρίζα του Ισπανού κι αυτό αποτελεί τη σφραγίδα του, που δεν πρέπει να παραχαραχτεί από την επικοινωνία του με τους άλλους Ευρωπαίους.
Duende, λοιπόν, έρωτας και θάνατος, πόνος, πόθος, πάθος, που ίσως, επειδή δεν ολοκληρώνεται, εξιδανικεύεται και, ακόμα, αυθεντικότητα, ισπανικότητα, μεράκι, καημός αθεράπευτος.
Στο βιβλίο ακολουθεί ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα του Λόρκα, στη συνέχεια ένα κείμενο του Σαλβαντόρ Νταλί, του εκκεντρικού ζωγράφου, φίλου του: «Ο άμοιρος ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα! Όλε!». Έτσι, με ένα «Όλε!» σαν να παρακολουθεί ταυρομαχία ή σαν να χορεύει φλαμέγκο, υποδέχτηκε τον θάνατο του Λόρκα ο Νταλί. Ο Λόρκα μιλούσε συνέχεια για τον θάνατό του, τον σκηνοθετούσε, τον χορογραφούσε, ήταν έτοιμος από καιρό. «Ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ έχει τα γένια του άλικα/ έχει η Γρανάδα δυο ποτάμια/ το ’να είναι από δάκρυα/ τ’ άλλο αίμα». Αν ο Λόρκα είχε δεχτεί την πρόσκληση του Νταλί να πάει στην Ιταλία, θα είχε γλιτώσει την εκτέλεση, δεν θα είχε δει «το φεγγάρι στην Κιντάνα των νεκρών». Ο Κραουνάκης και τα εξαπτέρυγά του –Μπουγιώτης και Γεροντίδης– προσφέρουν ύμνο στον νεκρό: «Κοίτα εκείνο το άσπρο παλικάρι,/ το λιωμένο σώμα του για δες!/ Είναι το φεγγάρι που χορεύει/ στην Κιντάνα των νεκρών».
Είναι συγκλονιστική η αφήγηση του Νταλί για τον «τραγικό μύθο του Εσπερινού του Μιλέ», τη μουσική του Μπιζέ και την ανέκδοτη του Νίτσε –στα πρόθυρα της τρέλας– για ένα μπαλέτο που ετοίμαζε, αλλά δεν έγινε ποτέ. Ο Νταλί υποστηρίζει ότι ο Λόρκα ήταν «εξιλαστήριο θύμα ζητημάτων προσωπικών, υπερπροσωπικών και τοπικών και, πάνω απ’ όλα, το πιο αθώο θύμα της παντοδύναμης και κοσμικής σύγχυσης του ισπανικού εμφυλίου πολέμου».
Ο Γιώργος Σαμπατακάκης γράφει ότι ο Κραουνάκης «ήρθε στην ελληνική μουσική με το ντουέντε ενός Διονύσου», ανήκει σ’ αυτούς που «ανέταξαν την τοπιογραφία και την Ηθική της αθηναϊκής νύχτας», «είναι […] ο γνησιότερος επίγονος του Μάνου Χατζιδάκι» και θα έλεγα προς επίρρωσιν ότι έχει δίκιο (ούτως ή άλλως) γιατί όταν τον ακούμε, νιώθουμε κάπως σαν να ακούμε τον Χατζιδάκι και τα παλικάρια του, τότε, στους Όρνιθες ή στον Μεγάλο ερωτικό. Μα, τα τραγούδια αυτού του CD, «Σ’ αγαπάω σαν τον θάνατο, Ισπανία κόκκινο πανί», δεν είναι τραγούδια αλλά θεατροποιημένα ποιήματα.
Ο Δημήτρης Μανιάτης μας θυμίζει ότι το σώμα του δολοφονημένου Λόρκα δεν βρέθηκε ποτέ, το πνεύμα του όμως ίπταται στη Φρυνίχου, όπου ο Κραουνάκης και η ομάδα του δίνουν την παράστασή τους. Οι σπαρακτικές φωνές του Χρήστου Γεροντίδη και του Κώστα Μπουγιώτη είναι ντουέντε.
Η Αγγελική Κορδέλλου κάνει λόγο για «σκηνική μουσική» του Κραουνάκη, για το «εύρος αναφορών σε Έλληνες συνθέτες και έργα προηγούμενων δεκαετιών», καθώς και τη «διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας», η οποία έχει αφομοιώσει όλο τον νεοελληνικό μουσικό θησαυρό.
Στο «Πέθανε την αυγή» μας ξεγελά για λίγο, σαν να αρχίζει εκείνο το «Νάνι νάνι» του Χατζιδάκι από τον Ματωμένο γάμο, ενώ στην εισαγωγή του «Γαζέλα απροσδόκητης αγάπης» κάπως σαν η μνήμη να έτρεξε στο All that Jazz του Μπομπ Φος.
Το ελληνικό κοινό, που αγάπησε τον Λόρκα, θα νιώσει ακούγοντας την παρούσα δουλειά του Κραουνάκη τη διονυσιακή έκσταση. Το ρίγος από τις «λέξεις που είναι σαν κραυγές πετεινών σε ανοιξιάτικους όρθρους».
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος επισημαίνει αντιστοιχίες του ντουέντε στον Επιτάφιο θρήνο (που είχε την ευτυχία να παρακολουθήσει στη Σικελία, στα λατινικά, ελληνικά και αλβανικά), στα ηπειρώτικα και μανιάτικα μοιρολόγια, στους Αρμένιους μονοφυσίτες και Σύριους χριστιανούς στα Ιεροσόλυμα. Ακόμα, ενημερωμένος από τον Μάνο Χατζιδάκι πάνω στο ντουέντε και τον Γιάννη Τσαρούχη πάνω στο ζεϊμπέκικο, το ανακαλύπτει στον πυρρίχιο των Ποντίων και τον πεντοζάλη των Κρητών, σαν να λέμε σε τραγούδια δημοτικά, πηγή του αισθήματος του θανάτου που εμπεριέχει η δυσκολομετάφραστη αυτή λέξη και που στα ελληνικά την αποδίδει, ίσως, η λέξη «χαρμολύπη». Ο Κραουνάκης, κατά τον Γεωργουσόπουλο, «ανέγνωσε με το ήθος βυζαντινού ψάλτη και εξ άμβωνος αναγνώστη του Ευαγγελίου» τον Λόρκα.
Κι εκεί που όλα ζουν στον μύθο, ξαφνικά μια νέα «δουλειά», ένας σύγχρονος συνθέτης και φωνές φρέσκες: ο πολυτάλαντος Σταμάτης Κραουνάκης και οι άξιοι συνεργάτες του –Χρήστος Γεροντίδης και Κώστας Μπουγιώτης– λες και πιάνουν το νήμα εκεί που το είχε αφήσει ο Χατζιδάκις, ζωντανεύουν ό,τι κοιμήθηκε ή χάθηκε ή μπλέχτηκε στον θόρυβο της καθημερινής ζωής.
Ο Γρηγόρης Ιωαννίδης γράφει ότι το ντουέντε «μας συμφιλιώνει με τον θάνατο, αλλά […] φεγγοβολάει ζωή και ενέργεια». Η Ναταλί Χατζηαντωνίου το περιγράφει σαν βουτιά στο ανθρώπινο υποσυνείδητο, «στον θάνατο που έρχεται ανοίγοντας διάπλατα παράθυρα “στα περιβόλια”, στον […] ανεξέλεγκτο πόθο μίας και μοναδικής στιγμής άνευ ορίων και χρόνου, στην παραφορά του έρωτα, στο τραγούδι που δε σε “ψυχαγωγεί” αλλά σε γδέρνει ζωντανό, ακολουθώντας ένα δαιμόνιο μη ελέγξιμο, μια δύναμη αρχετυπική».
Ο Βασίλης Μπουζιώτης λέει ότι το ντουέντε μιλάει για τον Θεό, τον Έρωτα, τη Ζωή και τον Θάνατο. Ο Αντώνης Μποσκοΐτης μιλάει για συνθέσεις με αύρα κλασικού, ότι ο Κραουνάκης έχει χατζιδακικό πνεύμα, ελληνικά τραγούδια, αγάπες και βιώματα. Ο Νίκος Ξένιος αισθάνεται ότι ο Κραουνάκης είναι μια άλλη εκδοχή του Λόρκα και ότι το ντουέντε που «εκλύεται από τους Έλληνες των βακχικών οργίων» περνά από τον συνθέτη στον ερμηνευτή. Ο Κραουνάκης «είναι ντουέντε». Ο Λέανδρος Πολενάκης κάνει λόγο για τον επικό και τραγικό πυρήνα της ποίησης του Λόρκα. Ο Λόρκα είναι «Διόνυσος και Χριστός μαζί, αφάνεια και επιφάνεια του ίδιου θεού, θάνατος και ανάσταση, απουσία και παρουσία αποτυπωμένη όχι διαλεκτικά».
Η ανάγνωση του βιβλίου είναι διείσδυση στα μυστικά του ντουέντε, ενώ τα τραγούδια το ξυπνάνε μέσα μας στην ελληνική του εκδοχή και συγκλονίζουν με το πάθος/βάθος τους.
Σύνθεση τραγουδιών – Διδασκαλία παράστασης – Ερμηνεία: Σταμάτης Κραουνάκης
Μουσική επεξεργασία: Σταμάτης Κραουνάκης, Βασίλης Ντουμπρογιάννης (και στο πιάνο), Γιώργος Ταμιωλάκης (στο τσέλο).
Τα τραγούδια ερμηνεύουν οι Χρήστος Γεροντίδης και Κώστας Μπουγιώτης.
«Ξυλοκόπε,/ κόψε μου τον ίσκιο./ Γλίτωσέ με απ’ το μαρτύριο/ να βλέπω τον εαυτό μου άκαρπο».
Τα τραγούδια του Λόρκα – Lorca Duende (βιβλίο + CD)
μετάφραση: Ανδρέας Αγγελάκης, Ολυμπία Καράγιωργα
μουσική σύνθεση: Σταμάτης Κραουνάκης
Άπαρσις
80 σελ.
ISBN 978-618-5320-19-5
Τιμή €15,00
πηγή : diastixo.gr