Σωτήρης Δημητρίου: «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη»
Η συλλογή διηγημάτων Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη του Σωτήρη Δημητρίου, ο οποίος αναμφισβήτητα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς Έλληνες πεζογράφους, πρωτοεκδόθηκε το 1987 από τις Εκδόσεις Ύψιλον και είναι το βιβλίο που ακολούθησε την ποιητική του συλλογή Ψηλαφήσεις (Δωδώνη, 1985). Έκτοτε ο Σωτήρης Δημητρίου έχει εκδώσει συλλογές διηγημάτων, νουβέλες και μυθιστορήματα δείχνοντας τη δεινότητα και ευρύτητα της γραπτής του έκφρασης.
Το «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη» είναι ένα από τα δεκατέσσερα διηγήματα που περιέχονται στο βιβλίο, δίνοντας τον τίτλο του σε αυτό. Μες στις σελίδες του, οι ήρωες μοιάζει να θέλουν να δαμάσουν τη ζωή με την ίδια δύναμη και σκληρότητα που θέλουν να δαμάσουν τη γη τους. Έτσι όπως ακριβώς είναι κι ο επίμονος και γεμάτος σθένος βηματισμός των ηπειρώτικων χορών και δημοτικών τραγουδιών. Όμως, στο τέλος τούς δαμάζει η ζωή και η γη, η οποία τους καταπίνει. Τους χωνεύει.
Μέσα σε αυτό, η Βαλέρια, μια εξαθλιωμένη φιγούρα με το μικρό της παιδί στο χέρι, περιφέρεται στους δρόμους πουλώντας και εξαγοράζοντας σώμα και ψυχή, παίζοντας συνεχώς κρυφτούλι με τον θάνατο. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των αφηγήσεων αφορά τη διασπορά. Το ξενιτεμό. Η μετανάστευση στη Γερμανία εμπνέει, εμφανίζοντας τους ανθρώπους σαν ένα βέλος με μόνο μια πορεία. Την ευθεία. Χάνοντας τη διάσταση και το μέγεθος της «περιφέρειας». Της ζωής! Ένας ήρωας μέσ’ από πολλές στερήσεις εξοικονομεί χρήματα για να φτιάξει ένα σπίτι μπροστά στη θάλασσα και, χωρίς να συνειδητοποιεί τον μεγαλύτερο αντίπαλό του, τον χρόνο, χάνεται μέσα σε αυτόν αφήνοντας το σπίτι μπροστά στη θάλασσα να ορθώνεται σαν ένα κουφάρι χωρίς ζωή, όπως κι αυτός. Ένας άλλος δυσκολεύεται να ενσωματωθεί στη νέα κοινωνία. Δεν χωρά πουθενά. Πόνος, θλίψη, περιφρόνηση, εγκατάλειψη. «Έρημος στην ερημιά» –λέει ο συγγραφέας– «ρωτούσε συνεχώς την ώρα για να συνομιλήσει με κάποιον, ενώ το βράδυ γινόταν ένας σβόλος για να μη βρει πέρασμα ο πανικός του…». Πόνος! Μια ζωή φευγιό, μια ζωή επαιτεία. Και η ζωή έδινε μόνο μια διέξοδο στον νου, εικόνες του χωριού όταν ήταν μικρός και της μάνας του, που δεν χόρτασε ποτέ. Νοσταλγία για την οικογένεια, την πατρίδα. Μόχθος χωρίς χαρά.
Στη γραφή του οι λέξεις παρατίθενται χωρίς άρθρα, μοιάζοντας με σφαίρες που στοχεύουν τον αναγνώστη στην καρδιά.
Οι ήρωες του Σωτήρη Δημητρίου, άνθρωποι καθημερινοί, ζητούν να ζήσουν/μοχθήσουν αλλού, αφήνοντας όνειρα και ζωή ημιτελή. Άλλοι νοιάζονται να υπάρχουν με κάποιο όνομα που δίνει σημασία στην ύπαρξή τους κι ας υπάρχει μόνο μία λέξη για αυτούς. Απών! Ακόμη και έτσι, υπάρχουν. Ταυτόχρονα, άνθρωποι αγρίμια συνυπάρχουν χωρίς ο αναγνώστης να μπορεί να πει ποιο είναι το μεγαλύτερο. Είναι η πείνα; Είναι η στέρηση; Δεν αναγνωρίζει τι κάνει τα μάτια τους να έχουν αυτόν τον θυμό και το κακό μέσα τους. Ωστόσο, σε μια ηρωίδα του, μια καλή κουβέντα γίνεται ικανή να της δώσει το θάρρος και τη δύναμη να κόψει κάθε δεσμό που την κρατούσε πίσω. Κάποιος της είπε πως άξιζε και το πίστεψε. Πήρε δύναμη και συνέχισε τη ζωή της μόνη. Ανεξάρτητη. Ίσως, αυτό να θέλει να τονίσει ο συγγραφέας, μια γυναίκα κατάφερε και απέδρασε από το κακό. Είναι αυτή η γυναίκα; Είναι κάθε γυναίκα; Ή μήπως είναι η Ελλάδα; Την απάντηση ο συγγραφέας την αφήνει στον αναγνώστη.
Ο Σωτήρης Δημητρίου, με ρεαλισμό και ποίηση –αυτόν τον δυνατό συνδυασμό γραφής– καταγράφει εικόνες με τόση απάνθρωπη ανθρωπιά, αφήνοντας τις ντοπιολαλιές να δίνουν το άρωμα και το χρώμα του χωριού. Στη γραφή του οι λέξεις παρατίθενται χωρίς άρθρα, μοιάζοντας με σφαίρες που στοχεύουν τον αναγνώστη στην καρδιά. Στην κοινωνία του, μια κοινωνία ρατσιστική, στην οποία υπάρχεις μέσα από την αναγνώρισή της και μόνο, «οι γυναίκες εμφανίζονται αγρίμια, μοχθηρές μεταξύ τους, και οι άνδρες φιλοκατήγοροι». Με αυτά τα χαρακτηριστικά διαμορφώνουν κοινωνίες κλειστές, μοχθηρές, εκδικητικές, στέλνοντας τους διαφορετικούς –αδέλφια, γονείς, παιδιά– για πάντα σε ιδρύματα. Στον Καιάδα. Και με παιδιά να εγκληματούν και αυτά για ν’ απαλλαγούν από τα λόγια και το βλέμμα των γονιών τους. Ο πόθος και η σωματική ένωση είναι μόνο για λίγο. Ένστικτο χωρίς συναίσθημα. Ταυτόχρονα και αιμομικτικές σχέσεις δίνουν διέξοδο στον πόθο στη μικρή τους κοινωνία.
Είναι η δεκαετία του ’50. Μια κοινωνία άγρια, ζωώδης, που ακόμη κουβαλά την πείνα, τη στέρηση, την εξαθλίωση. Μια κοινωνία αυτοκαταστροφική. Κρύβει μέσα της τη φθορά, γι’ αυτό και οι ήρωές της την ευτελίζουν, την εκχυδαΐζουν, ενώ παράλληλα την εκλιπαρούν να τους δώσει χαρές. Σε αυτή την κοινωνία, η γυναίκα είναι πρωταγωνίστρια. Καταπιεσμένη όσο και καταπιέστρια, υπάρχει μέσα από αυτούς τους συμπληρωματικούς ρόλους. Πηγή ζωής, πηγή κακών, πηγή αντίστασης, διαφυγής. Απεικονίζεται στο εξώφυλλο σε γαλάζιες αποχρώσεις παραπέμποντας όχι μόνο στη γυναίκα της Ηπείρου, αλλά στην ίδια την Ελλάδα.
Αυτό το «τραγούδι» της ζωής συνάντησα στο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου και με συγκίνησε βαθύτατα με την ποιητικότητα της γραφής του, η οποία το εγχάραξε ανεξίτηλα στο μυαλό μου.
Ο Σωτήρης Δημητρίου με αγάπη και πόνο περιγράφει μια κοινωνία ρημαγμένη. Κατεστραμμένες ζωές, ρατσισμός, φθόνος, κακία, κοινωνία εκδικητική, ταυτόχρονα βασανισμένη, περιθωριακή. Τι την κάνει άραγε περιθωριακή; Τα όνειρα των ανθρώπων, που τους κυνηγούν; Που μένουν στη μέση, όπως και η ζωή; Από τα κείμενά του αναδύεται πόνος βαθύς του συγγραφέα για τον άνθρωπο. Χωρίς να γίνεται μελό, ο πόνος φτάνει στο κόκαλο, σε περονιάζει. Πόνος και λύπηση έκδηλα στη γραφή του και μέσα από καταπληκτικές περιγραφές και εστιάσεις εισχωρεί βαθιά στην ψυχή, το μυαλό και το σώμα των ηρώων του. Ενώ η φύση λάμπει με όλη την ομορφιά, δύναμη, έλξη και γοητεία – και σαν ανάμνηση σε όλους αυτούς που μάγεψε, τη χάρηκαν και τη δάμασαν από τα παιδικά τους χρόνια. Με τον τρόπο αυτόν στήνει τη συνομιλία του με τον αναγνώστη χωρίς τίποτα περιττό. Λιτή, στεγνή γραφή, όπως και η τροφή των ηρώων του. Λέξεις κοφτές, γεμάτες νόημα συνδέονται μεταξύ τους χωρίς άρθρα μεγαλώνοντας την ένταση των συναισθημάτων, ενώ οι αφηγήσεις στον πυρήνα τους έχουν σαν φλόγα έμπνευσης τους τρεις λόγους για τους οποίους γράφονται τα δημοτικά τραγούδια/μοιρολόγια. Τους λόγους για τους οποίους η οικογένεια αποσυντίθεται. Κομματιάζεται. Τον μισεμό, τον γάμο και τον θάνατο.
Το βιβλίο του Guy Saunier –γνωστού και με το ψευδώνυμο Michel Saunier– με τον τίτλο Ελληνικά δημοτικά τραγούδια: Τα μοιρολόγια (Νεφέλη, 1999) ήρθε πολλές φορές στο μυαλό μου, διαβάζοντας το Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη. Μέσα σε αυτό, σκληρός, δυναμικός και ταυτόχρονα τρυφερός και ανθρώπινος, δίνει όλα τα συναισθήματα στον αναγνώστη μέσα από τις εικόνες των αφηγήσεών του, κάνοντας το βιβλίο να μοιάζει σαν ένα μοιρολόι για την απάνθρωπη ζωή και το απόλυτο κακό –όπως αναφέρεται στη δημοτική ποίηση– το οποίο έρχεται στο τέλος. Τον θάνατο!
Αυτό το «τραγούδι» της ζωής συνάντησα στο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου και με συγκίνησε βαθύτατα με την ποιητικότητα της γραφής του, η οποία το εγχάραξε ανεξίτηλα στο μυαλό μου. Έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια στους Ηπειρώτες συγγραφείς. Η γραφή τους συμπαγής, μοιάζει σαν ξερολιθιά που έχει διατηρήσει μέσα σε κάθε πέτρα της την ενέργεια/θερμότητα της ζωής.
Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη
Σωτήρης Δημητρίου
Εκδόσεις Πατάκη
112 σελ.
ISBN 978-960-16-7862-7
Τιμή €10,80
πηγή : diastixo.gr