Σοφία Αυγερινού: «Τρεις κόρες»
Την παλιά περιπέτεια, το μακρύ ταξίδι, που άλλοτε το είπαν έπος και άλλοτε ξενιτιά, αναπαράγει η Σοφία Αυγερινού στο βιβλίο της με τον τίτλο Τρεις κόρες. Ο άνθρωπος μεταναστεύει εξαιτίας του πολέμου, των καταστροφών και των οικονομικών κρίσεων ή μεταναστεύει για να κάνει σπουδές ή για να γνωρίσει τον κόσμο. Ένας Οδυσσέας που, λόγω του ταξιδιού, θα γνωρίσει και Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες και θυμωμένο Ποσειδώνα, για να θυμηθούμε mutatis mutandis και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Γιατί το μυθιστόρημα της Αυγερινού είναι μυθιστόρημα περιπλάνησης και μαθητείας. Ο Νικόλας θα επαναλάβει αυτό που έκανε ο πατέρας του, ο Παντελής, και, στα χρόνια του μύθου, ο Οδυσσέας. Ο Οδυσσέας που επιστρέφει από την Τροία επιστρέφει «πλούσιος» με όσα κέρδισε στον δρόμο (Καβάφης), που «ίδεν» και «έγνω» πώς ζουν αλλού οι άνθρωποι, που ξεπέρασε προκαταλήψεις (Όμηρος) και έτσι έπαθε αλλά και έμαθε πολλά. Μαθητεία, τελικά, είναι και η συγγραφή ενός μυθιστορήματος˙ μαθητεία και αυτογνωσία.
Η πρώτη ενότητα του βιβλίου μιλάει με την προφητική φωνή του άγνωστου αφηγητή. Μια διαρκής αναφορά στο τι θα γίνει, στο πώς τα συρματοπλέγματα θα χωρίσουν τους ανθρώπους από εδώ και από εκεί, πώς θα χτυπήσουν οι άλλοι, πώς όταν υποχωρήσει το νερό θα φανεί το «αρχαίο σανδάλι μιας κόρης και το παιχνίδι που βούλιαξε μαζί με το παιδί του». Και η συμβουλή: «Κλείσε τα μάτια, βούλωσε τα αυτιά σου με κερί και πέρνα τα στενά προτού σε αρπάξουν οι σειρήνες. Φύγε μπροστά και μην κοιτάξεις πίσω, Όποιος χάθηκε, χάθηκε… Είμαι η πόλη που κάηκε… ένα πρασινισμένο κιονόκρανο στον πάτο της θάλασσας. Δεν έχω φύγει, με κουβαλάς. Όπου είσαι εσύ είμαι παρών. Είμαι μια πέτρα σπασμένη. Μη μ’ αφήσεις να βουλιάξω. Μαζί μου θα βουλιάξεις κι εσύ».
Αυτά τα εντός εισαγωγικών λόγια μάς δίνουν την ψυχολογική κατάσταση εκείνου που αναγκάζεται να φύγει, αλλά προηγουμένως πρέπει να αφήσει πίσω του το παιδί που ήταν κάποτε, το παιχνίδι του και το κιονόκρανο. Κι αυτό σημαίνει πως πρέπει να ξεκολλήσει από τα παιδικά του χρόνια και τις ρίζες του. Τη μέχρι τώρα ζωή του. Ωστόσο, ό,τι αφήνει πίσω του το μεταφέρει μαζί του. Αντινομία που αίρεται εύκολα. Διπλή αναφορά εδώ: στον Γιώργο Σεφέρη, «Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο / τη μέρα τ' όνομα τον τόπο / και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει», αλλά και στον Καβάφη, «η πόλις θα σ’ ακολουθεί». Αποδέκτης των πάντων είναι η θάλασσα η πικρή που θα διαφυλάξει το παρελθόν στον βυθό της, ενώ στην επιφάνεια τα χιλιόμετρα ανοίγονται με προορισμό τη Γερμανία.
Στο μυθιστόρημα της Αυγερινού, ο Παντελής έφυγε για να κάνει την τύχη του, πριν σαράντα χρόνια, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του και τον γιο του. Κι ακολουθώντας, λες, τη συμβουλή του ποιητή, ξεκόλλησε από το παρελθόν κι έκανε άλλη οικογένεια, εγκαταλείποντας την πρώτη. Χρόνια μετά, είναι η σειρά του γιου του να κάνει το ίδιο ταξίδι, να ταξιδέψει στη Γερμανία, για πανεπιστημιακή καριέρα. Όμως ο κόσμος έχει αλλάξει, κι έτσι ο Νικόλας είναι ένα επίπεδο πιο πάνω από τον Παντελή, όπως και οι εχθροί του προηγούμενου πολέμου είναι στην παρούσα συγκυρία τα οικονομικά αφεντικά.
Η ζωή είναι ένας κοχλίας που όσο γυρίζει βαθαίνει αλλά και πλαταίνει. Ο κόσμος έχει σύνορα αλλά είναι και ανοιχτός, και τα δεινά, παλαιά και νέα, διαδέχονται το ένα το άλλο και συνδέονται με αόρατα νήματα που, αν ακολουθηθούν καλά, θα αναδείξουν αόρατες σχέσεις.
Παράλληλα με την περιπέτεια του Νικόλα, παρακολουθούμε και την περιπέτεια ενός Σύριου που και εκείνος πηγαίνει στη Γερμανία για μια καλύτερη τύχη. Όμως πίσω από τις ιστορίες του παρόντος –της οικονομικής κρίσης για τον Έλληνα και του πολέμου για τον Σύριο– υπάρχει και ένα άλλο παλιό επίπεδο, όταν με τη γερμανική Κατοχή υπήρξε η ανάγκη να κρυφτούν τα αρχαία καλλιτεχνήματα για να μη λεηλατηθούν από τους κατακτητές ή τους ευκαιριακούς αρχαιοκάπηλους. Τις εργασίες παρακολουθεί η κόρη του διευθυντή του Μουσείου, που ερωτεύεται τον Γερμανό αρχαιολόγο. Ο Νικόλας φεύγει και αφήνει πίσω του μια κόρη, όπως ο πατέρας του είχε αφήσει αυτόν, ο Σύριος ψάχνει μια τρίτη κόρη που είναι η χαμένη του αρραβωνιαστικιά. Η παλιά οδύσσεια επαναλαμβάνεται με ελαφρές παραλλαγές και παρόμοιους Οδυσσείς. Οι άντρες βγαίνουν στο ταξίδι, οι γυναίκες αναζητούν καθεμιά το δικό της ιδανικό. Τα παλιά τραύματα που έδειχναν επουλωμένα αναφαίνονται νωπά, οι παλιές παρεξηγήσεις αντιμετωπίζονται με νέο πνεύμα, οι αντιθέσεις της επιφάνειας ισορροπούν στο βάθος.
Το βιβλίο είναι καλογραμμένο. Η γλώσσα ρέει απρόσκοπτα, τα περιγράμματα είναι σαφή, τα πρόσωπα καθένα με την ιστορία του. Τα δύο βασικά επίπεδα της αφήγησης διαπλέκονται, έτσι ώστε το ένα να διαφαίνεται στο άλλο. Το 1940 και το σήμερα μας δίνουν τρεις βασικούς αλλά και διαφορετικούς ήρωες˙ δύο Έλληνες, τον Παντελή και τον Νικόλα, που έφυγαν, και τον Σύριο που έρχεται, αλλά κι εκείνος για να φύγει. Η φιλοδοξία του καθενός μάς δίνει την οριζόντια αλλά και την κάθετη ματιά, το τώρα σε βάθος μέχρι να αγγίξει το παρελθόν, το τώρα σε πλάτος μέχρι να αγγίξει τον πρόσφυγα. Η ζωή είναι ένας κοχλίας που όσο γυρίζει βαθαίνει αλλά και πλαταίνει. Ο κόσμος έχει σύνορα αλλά είναι και ανοιχτός, και τα δεινά, παλαιά και νέα, διαδέχονται το ένα το άλλο και συνδέονται με αόρατα νήματα που, αν ακολουθηθούν καλά, θα αναδείξουν αόρατες σχέσεις.
Τέλος, η συγγραφέας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρίσκει την ευκαιρία να διανθίσει την αφήγησή της και με άλλες εξωκειμενικές αναδρομές, οι οποίες παρέχουν στέρεα πολιτισμική βάση, πάνω στην οποία τα ιστορικά πρόσωπα και τα γεγονότα προσδίδουν αληθοφάνεια στον μύθο της, που ούτως ή άλλως την περιέχει, αλλά και στολίζουν το βάθρο με πληροφορίες φιλολογικού, κοινωνιολογικού και φιλοσοφικού περιεχομένου επί του πρακτέου. Οι Βίνκελμαν, Γκαίτε, Σίλερ, Σέλινγκ, Σλέγκελ, Χούμπολτ, Χέλντερλιν μπολιάζουν με ελπίδα, ψηλά από τα πορτρέτα τους, τον κόσμο του βιβλίου αλλά και τον κόσμο γενικώς, έναν κόσμο που δεν ευτύχησε να μορφώσει μια κοινωνία ηθικής αυτονομίας και ευδαιμονίας. Ο πρώτος μεγάλος πόλεμος, ο δεύτερος, άλλοι πολλοί μικρότεροι και ο τωρινός ante portas λαδώνουν εκ νέου τη μηχανή να κινηθεί και να καρποφορεί αποδεικνύοντας την αλήθεια του αρχαίου ρητού «πόλεμος πατήρ πάντων».
Το βιβλίο είναι γραμμένο σαν ημερολόγιο, η αφήγηση είναι πολυφωνική και χρονικά πολυεπίπεδη, με το ένα επίπεδο να στήνει τις απαραίτητες γέφυρες για το άλλο. Οι τρεις κόρες, όποιες κι αν είναι, προσφέρουν το παράδειγμά τους. Η Ευρυδίκη, ειδικά, με το σημαίνον όνομά της, ανακαλεί μιαν επιστροφή στο φως, μιαν αναγέννηση, όπως τα αγάλματα που κρύφτηκαν κάποτε για να μη λεηλατηθούν και οφείλουν να ξαναβγούν στο φως. Κι ακόμα εκείνος ο απόστρατος του Γ΄ Ράιχ, αρχαιολόγος στην Ελλάδα στα χρόνια του πολέμου, που συμμετείχε στις ανασκαφές και τώρα θέλει κάποιον να του διαβάζει Ελληνικά είναι, τρόπον τινά, μια γλυκόπικρη εκδίκηση-δικαίωση για ό,τι τόλμησε από αγάπη και μόνο.
Η σοφά μελετημένη έκπληξη που μας επιφυλάσσει η Αυγερινού είναι σαν τα περιστέρια που βγάζει ο ταχυδακτυλουργός από το καπέλο του. Ο παππούς ελληνολάτρης θα μας καταπλήξει με τον θησαυρό που κρύβει στο υπόγειο του σπιτιού του και της ψυχής του, όπως η θάλασσα στον βυθό της «Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών/ Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου».
Τρεις κόρες
Σοφία Αυγερινού
Νεφέλη
312 σελ.
ISBN 978-960-504-194-6
Τιμή: €14,90
πηγή : diastixo.gr