Σε Α' πρόσωπο-Νίκος Παναγιωτόπουλος

2016-01-27 16:55
Νίκος Παναγιωτόπουλος Mirrors: Πολυφωνικές αφηγήσεις για έναν κόσμο σε κρίση


Όπως παλαιότερα, έτσι και σήμερα, το να πάρει κανείς το μέρος της κοινωνιολογίας είναι τόσο σημαντικό που δεν υπάρχει, ίσως, τουλάχιστον για τους κοινωνιολόγους, λόγος να στρατευτούν σε κανέναν άλλο κοινωνικό αγώνα. Το (να μπορεί) να αγωνίζεται κανείς σήμερα, όπως εγώ, για να κάνει απλώς τη δουλειά του κοινωνιολόγου, δηλαδή να εφαρμόζει στον κοινωνικό κόσμο μια ρασιοναλιστική φιλοσοφία της γνώσης κι έναν σχεσιακό τρόπο επιστημονικής προσέγγισης, αντικειμενικοποιώντας το άρρητο, αναδεικνύοντας το κρυφό και το κεκαλυμμένο, διασπώντας αυτό που η ιδεολογία, η οποία έγινε κοινός νους, ενώνει, συσχετίζοντας φαινομενικά ασύμβατες διαστάσεις φαινομένων, όλα αυτά, δηλαδή, που ενοχλούν έναν κόσμο ο οποίος εξακολουθεί να κολυμπά στα θολά νερά της κοινωνικής μαγείας και να χορεύει γύρω από το τοτέμ της επικαιρότητας, αποτελεί ένα μείζον πολιτικό και κοινωνικό διακύβευμα. Με το (να μπορεί) να λέει κανείς σήμερα, όπως επιχειρώ να το κάνω κι εγώ, ότι τίποτε μέσα στον κοινωνικό κόσμο δεν είναι χωρίς κοινωνικό λόγο ύπαρξης, και να προσπαθεί ν’ αναδείξει τους κοινωνικούς του καθορισμούς, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εξαναγκάζει σε άτακτη φυγή όλες αυτές τις μορφές πίστης οι οποίες συνδέονται με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων και οι οποίες εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι το παν εξαρτάται από τον Θεό ή την Τύχη, από το συμφέρον ή το άτομο, από την τεχνική ή το οικονομικό ή, και πιο πρόσφατα πάλι, από το βιολογικό.

Και ένας κοινωνιολόγος δεν μπορεί να κάνει σήμερα, και ειδικότερα στη χώρα μας, αποτελεσματικά και αυστηρά τη δουλειά του παρά μόνο αν προσπαθήσει να αποθεμελιωθεί ο καθιερωμένος καταμερισμός της επιστημονικής εργασίας. Απορρίπτοντας μέσα στην επιστημονική πρακτική την κανονιστική διάκριση μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας, διανοητικής επεξεργασίας και πρακτικών διαδικασιών, διανοητικής έρευνας και έρευνας πεδίου, όπως και μεταξύ κοινωνιολογίας και εθνολογίας, ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας κ.ά., ο κοινωνιολόγος, κατά τη γνώμη μου, οφείλει να ξεπεράσει την αντίθεση μεταξύ της εμπειρικής έρευνας χωρίς θεωρία, η οποία, μέσω της μεθοδολογικής απαγόρευσης, ευνοεί την «αυστηρότητα χωρίς φαντασία» του υπερ-εμπειρικού θετικισμού, και της θεωρίας χωρίς αντικείμενο, η οποία, μέσω του εννοιολογικού φετιχισμού, ευνοεί την «όραση χωρίς αυστηρότητα» της κοινωνικής φιλοσοφίας, αντίθεση που θεμελιώνεται στον κοινωνικό καταμερισμό της επιστημονικής εργασίας, εγγράφεται στις νοητικές και θεσμικές δομές του κοινωνιολογικού επαγγέλματος, στην κατανομή πόρων, θέσεων εργασίας και αρμοδιοτήτων.

«Η γνώση του πιθανού είναι προϋπόθεση γέννησης του δυνατού», σημείωνε ο Πιερ Μπουρντιέ, που είχα τη μεγάλη τύχη να έχω δάσκαλο, και του οφείλω, μέσα από τα τόσα χρόνια στενής επιστημονικής συνεργασίας, τη δεύτερη «γέννησή» μου· η φράση αυτή συμπυκνώνει για μένα την κλινική, κοινωνική και πολιτική λειτουργία της κοινωνιολογίας.

Κάθε ερευνητικό ενέργημα είναι ταυτόχρονα εμπειρικό, αφού αντιμετωπίζει μια σφαίρα φαινομένων που μπορούν να παρατηρηθούν, και θεωρητικό, αφού εμπλέκει απαραίτητα υποθέσεις οι οποίες αφορούν τις δομές που υπαγορεύουν τις σχέσεις, τις οποίες η παρατήρηση αναζητά να συλλάβει. Για τον λόγο αυτό, μέσα από τις εργασίες μου επιχειρώ να προτείνω μια θεωρία των αντικειμένων μου και μια θεωρία της θεωρίας των αντικειμένων μου που αρνείται να αντιμετωπισθεί σαν θεωρία, με τρόπο ώστε να ακυρώνεται η δυνατότητα διαχωρισμού του νοήματος μιας θεωρίας από τις συγκεκριμένες χρήσεις της μέσα στη γνωστική δραστηριότητα· επιχειρώ να προτείνω έργα που να εμπεριέχουν μια θεωρητικοποίηση η οποία να μην παραπέμπει σε τίποτε άλλο παρά σε ένα σύνολο διαθέσεων και σχημάτων επιστημονικών.

Αντιλαμβάνομαι, λοιπόν, την κοινωνιολογία μέσω της κλινικής της χρήσης, τόσο για τους κοινωνικούς επιστήμονες όσο και για όλα τα κοινωνικά υποκείμενα που μπορούν να γνωρίσουν μέσα απ’ αυτούς λίγο καλύτερα αυτό που είναι, αυτό που κάνουν (και αυτό που θα μπορούσαν να είναι και αυτό που μπορούν να κάνουν), ως ένα μάθημα ελευθερίας. Ως τέτοιο μάθημα τη βίωσα κι εγώ στο ταξίδι της γρήγορης κοινωνικής ανόδου μου που της οφείλω, ως εργαλείο χειραφέτησης, αποδέσμευσης από τους κοινωνικούς καθορισμούς μου αλλά και συμφιλίωσης μεταξύ της αρχής της κοινωνικής τροχιάς μου και της κατάληξής της, κάτι που συμβαίνει τόσο σπάνια στους κοινωνικούς αποστάτες, οι οποίοι ζουν μέσα στη οδύνη και την ντροπή την πρωτογενή τους εμπειρία.

«Η γνώση του πιθανού είναι προϋπόθεση γέννησης του δυνατού», σημείωνε ο Πιερ Μπουρντιέ, που είχα τη μεγάλη τύχη να έχω δάσκαλο, και του οφείλω, μέσα από τα τόσα χρόνια στενής επιστημονικής συνεργασίας, τη δεύτερη «γέννησή» μου· η φράση αυτή συμπυκνώνει για μένα την κλινική, κοινωνική και πολιτική λειτουργία της κοινωνιολογίας. Στην προοπτική αυτή, υπερασπίζομαι την άποψη πως η ανάπτυξη της κοινωνιολογίας συμβαδίζει με το δημόσιο συμφέρον και, υπό μια έννοια, η λειτουργία της κοινωνιολογίας θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως μια λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας και, κατά συνέπεια, η υπεράσπιση της κοινωνιολογίας –η οποία ταυτίζεται με τον αγώνα για να μη μετατραπεί σε εργαλείο ορθολογικής δημαγωγίας– μεταφράζεται σε υπεράσπιση του καθολικού, και η υπεράσπιση της πλήρωσης των όρων παραγωγής και πρόσβασης στην κοινωνιολογική γνώση μετασχηματίζεται σε υπεράσπιση μέρους της καθολίκευσης των όρων πρόσβασης στο καθολικό.

Mirrors: Πολυφωνικές αφηγήσεις για έναν κόσμο σε κρίση
Mirrors: Πολυφωνικές αφηγήσεις για έναν κόσμο σε κρίση

Η οικονομία της αθλιότητας, Ελλάδα 2010-2015. Διάλογοι. Η αθλιότητα της οικονομίας: Η αθέατη σκέψη του γερμανικού «θαύματος»
Νίκος Παναγιωτόπουλος, Franz Schultheis, Βένια Δημητρακοπούλου
Αλεξάνδρεια
ISBN 978-960-221-668-2
Τιμή € 31,80
001 patakis eshop

Πηγή : diastixo.gr