Σε Α' πρόσωπο-Ηλίας Π. Γεωργάκης
Πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία. Και, για εμένα, είναι η ζωή μου μέχρι τα δεκαοχτώ στην πόλη της Λευκάδας. Και τι να πρωτοθυμηθώ! Βουτιές στα μουράγια του Κάστρου. Μπάλα στην άμμο. Μπάνιο στην αμμόγλωσσα και στο φαναράκι. Μια εποχή, μια ανάμνηση. Μια Λευκάδα. Και θυμόμαστε, γυρίζουμε πίσω στον χρόνο για να περάσουμε νοερώς όμορφα, να απολαύσουμε την ηδονή της ανάμνησης αφού η ζωή μας σήμερα έγινε αφόρητη, μοναχική, πληκτική, σημαδεμένη από την πρωτοφανή οικονομική κρίση, την κατάθλιψη, την ανασφάλεια, τον φθόνο και την υποκρισία. Θυμάμαι, πηγαίναμε στο Κάστρο με τον Μαγγελάνο, τη βάρκα του Αργύρη και του Ντίνου του Μπαμπάρου. Με το μαϊστράλι να χαϊδεύει τα πρόσωπά μας, να πετάει τα καπέλα. Με τις φθηνές σαγιονάρες (ή συνήθως ξυπόλυτοι) και το μισοτρύπιο μαγιό. Με την αλμύρα να ξεραίνεται στο δέρμα. Και να σου φόρα για το μακροβούτι, για το ποιος θα κερδίσει. Και να τα καλαμπούρια και τα πειράγματα. Και τα απόβραδα με τις πυγολαμπίδες στην Κουζούντελη, στα καφενεία με τη σουμάδα και τα παξιμάδια. Βόλτα στο παζάρι και στον μόλο.
Αχ, αυτά τα παιδικά μας χρόνια! Τα παιδικά χρόνια που μας σημαδεύουν. Όλους. Και θα μας σημαδεύουν για όλη μας τη ζωή. Γιατί είναι τα καλύτερα. Τα ομορφότερα. Τα αγαπημένα. Και δεν είναι μόνο οι μνήμες, οι όμορφες στιγμές, οι πρώτοι έρωτες, τα άγουρα όνειρα, τα φαρομανητά. Είναι οι αναμνήσεις από τις αξέχαστες μυρωδιές, αλλά και από τους ήχους. Oι μυρωδιές από τη Λευκάδα. Αξέχαστες. Μοναδικές. Ανεπανάληπτες. Οι μυρωδιές από το βρεγμένο χώμα στα Βαρδάνια. Και από τους γέρικους ευκάλυπτους. Από τη μούτελη στον μόλο και τα «ληγμένα» φύκια στο Ιβάρι. Οι διαφορετικές μυρωδιές. Οι αγαπημένες. Του μάραθου στο Κάστρο. Της ασετυλίνης στο πυροφάνι. Των μαντολάτων και της σουμάδας. Του χαλασμένου ξύλου στου «Πάπιου». Της ξεραμένης αλμύρας στο δέρμα, ένα αυγουστιάτικο απομεσήμερο. Των λασπωμένων αυλακιών στου Πουλιού. Η μυρωδιά από το καμένο κερί στον επιτάφιο, στον Αϊ-Νικόλα. Από το κυριακάτικο μεσημεριανό τραπέζι (με την κατσαρόλα να «χοροπηδάει» από ευχαρίστηση που ολοκλήρωσε το έργο της). Η μυρωδιά των περιβολιών την Πρωτομαγιά. Και του ξεροψημένου ψωμιού από τον φούρνο της Λιόνταινας και του Δειβέκη. Του πρώτου τετραδίου. Και της φθηνής κολόνιας μετά το εφηβικό ξύρισμα. Της βρασμένης κουκούτσας και του φρέσκου ψαριού. Οι μυρωδιές που έρχονται και σήμερα και με συντροφεύουν.
Μυρωδιές και ήχοι. Ήχοι και μυρωδιές. Που μαζί με τις εικόνες, με τις μνήμες, θα με κυνηγούν, θα με μαγεύουν, θα με σημαδεύουν για πάντα.
Αλλά είναι και αυτοί οι ήχοι, τα ακούσματα. Που με κυνηγάνε. Με χαϊδεύουν ακόμη στα αυτιά μου. Οι ήχοι της τρελαμένης καρδιάς στο πρώτο ραντεβού. Ο ήχος της βροχής πάνω στον τσίγκο. Της σάμπας και της μαζούρκας στο «Πάνθεον». Της Φιλαρμονικής και της μεταμεσονύχτιας καντάδας. Της κορνέτας του Καμινάρη. Και της Διάνας την Πρωτοχρονιά. Το χαχανητό του Κοκοκιώρου. Οι φωνές των φολκλορικών συγκροτημάτων στο φεστιβάλ. Οι μπαλιές από το ποδόσφαιρο των φυλακισμένων μέσα στις φυλακές. Ο ήχος από τις σιδερένιες ρόδες απ’ το κάρο του παππού μου, του Νιόνιου. Και από την καμπάνα της Παναγίας των Ξένων. Οι ήχοι των γλάρων στη λιμνοθάλασσα. Και των αδέσποτων σκυλιών στην Αγία Κάρα. Μυρωδιές και ήχοι. Ήχοι και μυρωδιές. Που μαζί με τις εικόνες, με τις μνήμες, θα με κυνηγούν, θα με μαγεύουν, θα με σημαδεύουν για πάντα.
O τίτλος του βιβλίου Χορεύουν τα κόκκινα ήταν ένα σύνθημα. Ήταν το κάλεσμα του κομπέρ για να ανέβουν στην πίστα όσα ζευγάρια στην αίθουσα «Πάνθεον» της Λευκάδας φορούσαν στο πέτο τους ένα μικρό κόκκινο ύφασμα, που το καρφίτσωναν στην είσοδο προκειμένου να μην υπάρχει συνωστισμός στην πίστα. Σε άλλους φορούσαν ένα κομμάτι από μπλε ύφασμα. Το «Πάνθεον» ήταν ένας μεγάλος χειμερινός κινηματογράφος σε ένα καντούνι στην παλιά πόλη της Λευκάδας, που τις Απόκριες εξυπηρετούσε τις ανάγκες των αποκριάτικων εκδηλώσεων. Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι. Το «Πάνθεον» με τους καταπληκτικούς διακόσμους, με τις μοναδικές αποκριάτικες στολές, τους αυτοσχεδιασμούς και, προπαντός, με τη διάθεση. Με διάθεση για χορό, για ξεφάντωμα, για διασκέδαση. Για ανάταση ψυχής. Παρά τα βάσανα, τη φτώχεια, τις πίκρες. Το «Πάνθεον» ήταν μια αίθουσα που στέγασε για πολλά χρόνια τους ρυθμούς της καρδιάς χιλιάδων ανθρώπων. Μικρών και μεγάλων. Φιλοξένησε την απόδραση, τη φυγή, το χαμόγελο. Αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της παλιάς Λευκάδας. Της Λευκάδας που έφυγε και άφησε πίσω της πόνο και νοσταλγία. Των υπέροχων ανθρώπων, της αλληλεγγύης, της κατανόησης, της αγάπης. Της εποχής του «εμείς» και όχι του «εγώ», του χαμόγελου, της αληθινής καληνύχτας.
Στο βιβλίο μου –το οποίο περιέχει και CD με καντάδες (και όχι μόνο) σε δικούς μου στίχους– περιλαμβάνονται πεζά και ποιήματα με θέμα τον έρωτα, τη μοναξιά, την καθημερινότητά μας και, φυσικά, το αγαπημένο μου νησί, τη Λευκάδα.
Νησί
ανέστη εκ βυθών,
των ξεχασμένων
ποιητών,
τρέχει στο χρόνο
μοναχό,
με πληγωμένο
ψυχισμό,
βρίσκει κουράγιο
στον καιρό,
έχει για φίλο
τον σεισμό.
Όσο κι αν ψάξεις
θα το πεις.
Λευκάδα άλλη
δεν θα βρεις,
νησί γλυκιάς
επιστροφής,
Λευκάδα σύνθημα ψυχής.
Χορεύουν τα κόκκινα
Ηλίας Π. Γεωργάκης
Άγκυρα
109 σελ.
ISBN 960-422-261-9, ISBN-13 978-960-422-261-2
Τιμή € 12,62
Πηγή : diastixo.gr