Σαρλί Ντελουάρτ: συνέντευξη στη Σοφία Διονυσοπούλου
Ο Σαρλί Ντελουάρτ είναι νέος, Βέλγος και αγαπά την Ελλάδα. Η Τσιμουδιά είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του. Έχει συνεργαστεί επίσης στο σενάριο της ταινίας Ο Μαρκήσιος του Dominique Farrugia. Το βιβλίο εκτυλίσσεται στην Αθήνα της κρίσης και των συνθημάτων. Μια έφηβη παρακολουθεί το σώμα της να μεγαλώνει μαζί με το θυμό της και το χρέος. Σε μια οικογένεια υπό διάλυση. Σε μια χώρα υπό διάλυση. Το κορίτσι αποφασίζει να πάψει να μιλά, αντιστεκόμενο στον περίγυρο αλλά και αρνούμενο τη διαπόμπευση των λέξεων. Εκφράζεται γράφοντας στους τοίχους, επικοινωνώντας έτσι με ολόκληρη την πόλη. Ή μήπως η ίδια η πόλη βρίσκει έναν άλλον τρόπο επικοινωνίας με τους κατοίκους της; Ένα βιβλίο-κραυγή της νέας γενιάς, γραμμένο από έναν ψύχραιμο παρατηρητή, από τη σκοπιά όμως μιας εφήβου που βράζει.
Στο βιβλίο σας Τσιμουδιά συναντάμε τρεις συγγραφείς: Την έφηβη ηρωίδα, τον πατέρα και εσάς. Πώς επικοινωνούν μεταξύ τους;
Υπάρχει και τέταρτος συγγραφέας, που είναι το σύνολο των Αθηναίων που γράφουν στους τοίχους. Η κόρη και ο πατέρας επικοινωνούν μέσω του γραπτού λόγου. Με τις σελίδες του μυθιστορήματος που εκείνος γράφει και τις δίνει να τις διαβάσει η κόρη και αντιστρόφως με τα συνθήματα που εκείνη συλλαμβάνει, τα σημειώνει στο τετράδιό της και του τα δείχνει, χωρίς να του πει ωστόσο ότι τα αποτυπώνει στους τοίχους, αν και αυτός το μαντεύει σύντομα. Για τον καθένα τους, όπως και για όλους που γράφουν στους τοίχους, η γραφή έχει γίνει βασικό εργαλείο επικοινωνίας, ή το πιο επείγον: τόσο για την ηρωίδα που έχει σταματήσει να μιλάει όσο και για τον πατέρα που η πολιτική κατάσταση τον απομακρύνει από τον κόσμο.
Για τον καθένα τους, όπως και για όλους που γράφουν στους τοίχους, η γραφή έχει γίνει βασικό εργαλείο επικοινωνίας, ή το πιο επείγον: τόσο για την ηρωίδα που έχει σταματήσει να μιλάει όσο και για τον πατέρα που η πολιτική κατάσταση τον απομακρύνει από τον κόσμο.
Η σιωπή είναι κώδικας, τα γκράφιτι επίσης. Πώς περνάει το κορίτσι από το ένα στο άλλο;
Η μετάβαση είναι σταδιακή, πρώτα έρχεται η συνειδητοποίηση ότι οι καθημερινές λέξεις δεν πρέπει να εκπορνεύονται. Κι όλα αυτά σε μια στιγμή που η ηρωίδα αλλάζει, μπαίνει στην εφηβεία και ιδίως σε μια περίοδο που η κατάσταση στη χώρα χειροτερεύει. Αποφασίζει λοιπόν να σωπάσει. Και η σιωπή τη συγκεντρώνει σε έναν άλλον τρόπο έκφρασης, μιαν άλλη κοινότητα, μιαν άλλη μορφή διαλόγου με τον κόσμο και τους κατοίκους, που είναι τα γκράφιτι.
Η πόλη είναι άλλος ένας χαρακτήρας. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτό.
Η πόλη είναι η Αθήνα, η γενέτειρα της δημοκρατίας, το λίκνο του δυτικού πολιτισμού, που βρίσκεται όμως σε κρίση. Μια πόλη που φέρει τα ίχνη του αρχαίου και του πρόσφατου παρελθόντος της και που η ηρωίδα τη φαντάζεται κάποια στιγμή ερειπωμένη. Σαν το Ντιτρόιτ. Είναι όμως και το σπίτι της, η παιδική της ηλικία που ανακατώνονται με την πόλη. Η Αθήνα είναι προέκταση του εαυτού της.
Εκτός από την Αθήνα υπάρχει και η Σέριφος, η ανακάλυψη του έρωτα και της γης. Το βιβλίο κόβεται στη μέση από τη Σέριφο. Γιατί αυτή η βίαιη τομή;
Γιατί η Σέριφος είναι για κείνη ένα δομικό της στοιχείο. Είναι ο τόπος όπου ζει η γιαγιά της, ο τόπος μιας ενωμένης οικογένειας, που για κείνη αντιπροσωπεύει τις ρίζες, ένα είδος αιωνιότητας. Δεν την ανακαλύπτει τη Σέριφο, προσπαθεί να την αναγνωρίσει, να βρει ό,τι αναλλοίωτο υπάρχει. Είναι σαν σημείο αναφοράς που η ηρωίδα έχει ανάγκη να ξέρει την αμετακίνητη ύπαρξή του για να μπορέσει να το εγκαταλείψει και να συνεχίσει στο επόμενο βήμα. Και ο έρωτας βοηθάει σ’ αυτό. Ξυπνά τη δική της ζωή. Την εφηβεία.
Το αινιγματικό πρόσωπο της γιαγιάς είναι πιο αισθησιακό από της μητέρας. Γιατί;
Δεν ξέρω αν είναι πιο αισθησιακή, πάντως είναι πιο γειωμένη, πιο σοφή. Λόγω ηλικίας και νησιώτικης ζωής. Είναι το στήριγμα, η βάση της ηρωίδας και κάποιος με τον οποίον μπορεί να έχει μια πιο απλή κι ελεύθερη σχέση, απαλλαγμένη από το διαπαιδαγωγικό φορτίο μητέρας-κόρης. Ο χαρακτήρας της γιαγιάς συγχέεται με το νησί, με κείνο που εκπροσωπεί το νησί για το κορίτσι: έναν τόπο όπου η σιωπή δεν αποτελεί πρόβλημα, αλλά σε γαληνεύει.
Αν χαρακτηρίζατε τους ήρωες με μία λέξη, ποια θα ήταν;
Ηρωίδα: μαρκαδόρος, σπρέι
Πατέρας: πραγματικότητα
Μητέρα: άρνηση
Αδερφή: όνειρο
Αδερφός: αλλού
Γιαγιά: ύψος
Σκεφτείτε την Ελλάδα του 2017. Τι χρώμα θα της δίνατε;
Γκριζοπράσινο. Το χρώμα της ελπίδας, αλλά μιας σκληρά δοκιμαζόμενης ελπίδας, μιας ελπίδας που της εναντιώνονται, που οφείλει όμως να αντέξει.
Τσιμουδιά
Charly Delwart
Μετάφραση: Σοφία Διονυσοπούλου
Utopia
204 σελ.
ISBN 978-618-5173-13-5
Τιμή: €14,00
Πηγή : diastixo.gr