«Πρωταπριλιά – μια ταινία (και ένα ποίημα)» του Αποστόλη Ηλιόπουλου
«Ο κινηματογράφος είναι η “έβδομη τέχνη”, η δυναμική μοντέρνα σύνθεση όλων των πλαστικών τεχνών σε ρυθμική κίνηση, των ρυθμικών τεχνών σε πίνακες και σε γλυπτά των φώτων». Έτσι τον ορίζει το 1921 ο Ricciotto Canudo. Στη μετέπειτα οπτική, ο κινηματογράφος τείνει να συνδεθεί γενετικά –πέρα από την προφανή, την «εξ αίματος» συγγένεια με τη φωτογραφία– περισσότερο με την αφήγηση και εξιστόρηση.
Αντικαθιστά, όπως έχει σχολιαστεί και για τη νουβέλα ή το (νεότερο) διήγημα, τις συγκεντρώσεις γύρω από τη φωτιά, όπου ο γέροντας της φυλής, ή αλλού ο μάγος ή σοφός, διηγούνταν μύθους, παθήματα και κατορθώματα – «ιστορίες». Κατάγεται, όπως ο μύθος, από την ανάγκη να ξορκιστεί το κακό, να καταστεί διαχειρίσιμη η φθορά, να εκλείψει ο φόβος μπροστά στα ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο. Προσφέρει ένα ταξίδι στη φαντασία με τα παιχνίδια και τις –τελικά ανεξάντλητες– δυνατότητες εικόνας και ήχου. Με το βάρος που αποκτά η αφήγηση όταν ζωντανεύει μπροστά στα μάτια των θεατών.
Ο κινηματογραφικός δημιουργός σίγουρα μπορεί να εμπνευστεί από όλες τις τέχνες με τις οποίες έρχεται σε επαφή. Μια δυνατή εικόνα, ένα διεισδυτικό μουσικό μοτίβο, μια οικεία ή ανοίκεια ιστορία ή ένα ποίημα, μπορεί να γεννήσουν στον κινηματογραφιστή την ιδέα για μια ταινία. Η σχέση του κινηματογράφου με τη λογοτεχνία ιδιαίτερα, είναι στενή. Η δομή του είναι λογοτεχνική, αφού το πρωταρχικό δομικό υλικό, το σενάριο, είναι ένα αφηγηματικό κείμενο, που ακολουθεί κανόνες αφήγησης όπως τους διατύπωσε ήδη ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του. Ενίοτε δανείζεται μύθους από βιβλία, οπτικοποιώντας λογοτεχνικά έργα, και άλλες φορές οι δικοί του γίνονται αφορμή για τη συγγραφή μυθοπλαστικών έργων.
Το κινηματογραφικό έργο είναι πάντοτε το πολυπαραγοντικό και τελικά χαοτικό αποτέλεσμα ποικίλων συνιστωσών και συμβαλλομένων μονάδων-συνδημιουργών. Για να καταλάβουμε ποιοι παράγοντες παίζουν ρόλο στο τελικό έργο πρέπει να το κατανοήσουμε από μέσα: Υπάρχει μια κοινωνία αντιθέσεων μεταξύ των πολυάριθμων και πολύ διαφορετικών ειδικοτήτων των συν-δημιουργών, κάτι που σε καμία άλλη τέχνη δεν υπάρχει. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει αντιδράσεις και επικρίσεις: ότι ο κινηματογράφος δεν είναι τέχνη, αφού δεν είναι προϊόν ενός καλλιτέχνη, αλλά πάμπολλων – και μάλιστα με μεγάλη δόση τυχαιότητας και ανεξέλεγκτων συγκυριών. Μοιάζει κάπως με τους αυτοσχεδιασμούς και τους επιμέρους ρυθμικούς ή μελωδικούς μαιάνδρους των μελών μιας τζαζ μπάντας. Μια ταινία δεν μπορεί να ξαναγυριστεί (όπως δεν μπορεί και η φωτογραφία), αντίθετα από ένα μουσικό κομμάτι ή έναν πίνακα ζωγραφικής.
Για να δημιουργηθεί μια ταινία χρειάζεται να υπάρξουν μια σειρά από προϋποθέσεις, να επιλεγούν και, κατά μία έννοια, να (συν)επινοηθούν τα εργαλεία με τα οποία θα γίνει η πραγμάτωσή της. Προσωπικά, διδάσκοντας παρατήρησα ότι το πιο ενδιαφέρον τμήμα των αναλύσεων και συζητήσεων σε κινηματογραφικά εργαστήρια, αφορά στη δομή της ταινίας, στην κατασκευή και την οπτικοποίηση του μύθου. Συχνά αναδύονται ενδιαφέρουσες πτυχές της σχέσης κινηματογράφου και λογοτεχνικής αφήγησης ή/και ποίησης σε επίπεδο φόρμας, αλλά και πλοκής.
Από έναν τέτοιο δημιουργικό διάλογο εμπνεύστηκα πριν μερικά χρόνια την ιδέα για την ιστορία ενός ρακοσυλλέκτη, που βρίσκει στα σκουπίδια ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα, το οποίο τον ενθουσιάζει τόσο πολύ που αποφασίζει να ανακαλύψει τον συγγραφέα του. Ειδικά το αφιερωματικό ποίημα στην πρώτη σελίδα τον αγγίζει κατάψυχα και τον οδηγεί στη διπλή περιπέτεια της εξωτερικής αναζήτησης και της εσωτερικής μεταμόρφωσης. Αυτή η ιδέα στριφογυρνούσε στο μυαλό μου και διαμορφωνόταν εν προώδω μέσα από συζητήσεις και ανταλλαγές με τους μαθητές μου.
Ταινίες με παρόμοιο θέμα είχαν γυριστεί στο παρελθόν. Στις περισσότερες θιγόταν το θέμα της λογοκλοπής ως πράξης – και τα αποτελέσματά της. Αποφάσισα ότι με ενδιέφερε περισσότερο να εξερευνήσω την επίδραση της ποίησης στον πρωταγωνιστή μου και να αποφύγω την παραπάνω πεπατημένη, χάριν μιας γλυκόπικρης ιστορίας ηθικής και συναισθηματικής λύτρωσης, όπου η ζωή και τα αδόκητα μεταφυσικά της τερτίπια μοιάζουν με δραματική φάρσα, που μπορεί να επιφέρει μια κάθαρση. Ο τίτλος της ταινίας: Πρωταπριλιά. Μικρού μήκους.
Τον Απρίλη του 2016, κι ενώ βρισκόμουν πια στην πυρετώδη προετοιμασία των γυρισμάτων της ταινίας και στις συζητήσεις και διελκυστίνδες της παραγωγής, αναζήτησα προσεκτικά και κατέληξα να ζητήσω από τον ποιητή Αλέξιο Μάινα να γράψει ένα ποίημα για τις συγκεκριμένες ανάγκες της ταινίας. Δηλαδή το ομώνυμο ποίημα της ταινίας. Η πρώτη του απόκριση ήταν ένα φυσικό και αυθόρμητο «ja, warum nicht?» (why not?), γνήσια αντίδραση δημιουργού που αγαπά την πρόκληση και βλέπει το ενδεχόμενο της αποτυχίας με χιούμορ. Όταν του εξήγησα τι ακριβώς χρειαζόμουν, έμεινε σιωπηλός. Αναζήτησε μια πρόταση κατάλληλη να εκφράσει τις κλιμακούμενες επιφυλάξεις του. Το ξανασκέφτηκε. «Πότε πρέπει να έχεις το ποίημα;» «Εχθές. Το αργότερο σήμερα, μέχρι το βράδυ» του έδωσα τη σωστή απάντηση, για να φανεί το δύσκολο δυσκολότερο και να τον προκαλέσει/δεσμεύσει επαρκώς. Διάλογος λίγων λεπτών, μαζί με τις παύσεις.
Το εγχείρημα δύσκολο ή ανέφικτο, οι επεξηγήσεις και κατευθυντήριες οδηγίες πολλές και αδήριτες – για να μπορέσουν να δέσουν οι στίχοι με τις ανάγκες της ταινίας. Ποίημα-πρόκληση κατά παραγγελία. Με πάμπολλες απαιτήσεις και προκρούστειες για τη φαντασία δεσμεύσεις: Ποίημα ερωτικό – καλό/αξιόλογο, αλλά άμεσα κερδιστικό/πιασάρικο – με το συναίσθημα στο προσκήνιο, όχι εγκεφαλικό. Με συγκεκριμένη μορφή, έκταση και ύφος, που να αντανακλά το θέμα και πνεύμα της ταινίας, να ταιριάζει στον χαρακτήρα και υποτιθέμενο συγγραφέα του ποιήματος, να εξυπηρετεί την πλοκή της ταινίας, να είναι δοσομετρημένος καταλύτης της εξέλιξης του κεντρικού ήρωα, σπινθήρας που θα προκαλέσει την εκκίνηση του συναισθηματικού ταξιδιού του μέχρι την ολοκλήρωση και μεταμόρφωση στο αόρατό του κουκούλι.
Και όλα τούτα έπρεπε να τα κάνει κεκαλυμμένα, με τρόπο που να μη ματαιώνει για τον θεατή τη συγκίνηση του απροσδόκητου τέλους, αλλά να επιτρέπει και να εγείρει μια δεύτερη ανάγνωση της ιστορίας, όταν αυτή τελειώσει. Η πρόκληση ήταν να φτιαχτεί όχι απλώς ένα συγκεκριμένο ερωτικό ποίημα σε αυστηρά θεματικά πλαίσια, αλλά ένα ποίημα, για την ακρίβεια η ποιητική φωνή και ο επιτονισμός, ενός «ποιητή» που συγγράφει τους ερωτικούς αυτούς στίχους.
Το ίδιο απόγευμα είχα μια κλήση του Μάινα στο κινητό μου. Είχε κατορθώσει να συλλάβει και –κατά τη σύμφωνη γνώμη και των υπόλοιπων συντελεστών της ταινίας– να λύσει τον γρίφο, να κάνει την ιστορία μου δικιά του, να δημιουργήσει με τον δικό μου τρόπο, χωρίς να προδώσει τον δικό του, να τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα στην ταινία με βάση το πνεύμα τού σεναρίου, έτσι ώστε πραγματικά να δυσκολεύομαι κι εγώ ο ίδιος πια να ξεχωρίσω, αν η ταινία γύρεψε/ζήτησε και διαμόρφωσε το ποίημα ή το ποίημα την ταινία.
(Χωρίς να είναι πρωταπριλιάτικη φάρσα) ποίημα και ταινία –ή η ταινία με το ποίημά της– ταξίδεψαν τελικά (και συνεχίζουν να ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, σε διάφορα φεστιβάλ) και άγγιξαν με απλό τρόπο τις καρδιές των θεατών. Περισσότερα ας μην ειπωθούν, για να διαφυλαχτεί το μυστικό της ταινίας μέχρι να ολοκληρωθεί η πρώτη αυτή πορεία της. Αλλά θα μοιραστώ μαζί σας το ομώνυμο ποίημα της ταινίας: το Πρωταπριλιά του Μάινα.
Λένε πως μπήκε Απρίλης, μα δεν ξέρω.
Δεν ξέρω πού να γείρω το σώμα μου, πού ν’ ακουμπήσω.
Πηγαινοέρχομαι στο μπάνιο όπως η απόγνωση στο ζεστό νερό
όπως το νερό στο στέρνο
όπως το φως στο κάλυμμα του κρεβατιού που δε λέει να στρώσει.
Ας ντυθώ. Λένε πως μπήκε Απρίλης και ζέστανε.
Ανοίγω την μπαλκονόπορτα, τα ξύλινα φύλλα, αυτός είναι ο κόσμος λοιπόν
αυτή λοιπόν είναι η θάλασσα τον Απρίλη.
Ψάχνω το πορτοφόλι μου, δεξιά στο μοναχικό μου κάδρο υπάρχει μια τσέπη,
υπάρχει μια αγωνία στα δάχτυλά μου.
Τόσα πολλά λοιπόν σημαίνεις για μένα, τόσο πολύ με συνεπαίρνει η θλίψη;
Διπλωμένα χαρτονομίσματα αποδείξεις απόκομμα
από πίσω η φωτογραφία σου.
Ας κυβερνούσα μ’ αυτά τα λεφτά για λίγο τον χρόνο
να ’βγαινα στο μπαλκόνι να στεκόμουν στο κάγκελο
να διατάξω.
Κάτω θα πάφλαζε και θ’ ασήμιζε στα γυμνά σου πόδια
γιατί θα μ’ έβλεπες στην αμμουδιά και θα ’ρχόσουν
ο ήλιος θα διπλωνόταν πορφυρός σαν ύφασμα
για να σταθεί το πέλμα σου πάνω του
και να λάμψει
το κύμα η άνοιξη ο αφρός θ’ άνοιγαν για να φανούν τα δάχτυλα
και να σηκωθούν στις μύτες,
τ’ αστραφτερά σου γόνατα ξεπροβάλλοντας σαν πετράδια
θα πλούτιζαν το τράβηγμα του νερού,
θα ’σουν όλη μια λεοπάρδαλη πριν ανέβει στο δέντρο.
Οι μηροί σου ένας κήπος, ανάμεσά τους το ανείπωτο
θα σκοτείνιαζε πριν χαθείς στην πετσέτα.
Στις πτυχές της τα στήθη σου θα ’τρεμαν στο μέτωπό μου
θα ζητούσα λίγα ακόμα λεπτά ν’ ανασάνω
μέχρι η ανάμνηση να στεγνώσει τα κύματα στο μαλλί σου
οι ρώγες σου θα ’στεκαν, το ανεπαίσθητο χνούδι στους ώμους
κάτι θα ’λεγα θα γελούσες
ο χρόνος θα τέλειωνε δε θα ’χα άλλο νόμισμα να πληρώσω.
Ο ήλιος θα ’βγαινε σαν στεντόρεια φωνή απ’ το νερό
τρεις θεόρατοι κύκλοι με φλόγες
το νερό, το παρόν και το μέλλον
θα χανόταν στη λάμψη σου
κι αυτή πίσω απ’ το σώμα σου ως ηχώ
το νερό τελικά θα καιγόταν
θα ’μουν μόνος ξανά στο μπαλκόνι
με τη φωτογραφία στα χέρια μου σκέτο χαρτί.
Λένε πως μπήκε ο Απρίλης.
Ω καρδιά μου, βραδιάζει και φυσάει απαλά
και δεν ξέρω πού να γείρω το κεφάλι.
Αλέξιος Μάινας,
31.3.2016
(γραμμένο για την ταινία «Πρωταπριλιά» του Αποστόλη Ηλιόπουλου)
πηγή : diastixo.gr