Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου γεννήθηκε στην Καβάλα. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Καππαδοκία και τον Πόντο. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών. Εργάστηκε σε διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Από το 1971 ζει στη Θεσσαλονίκη.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στην Καβάλα, το 1962, με την ποιητική συλλογή Έγκλειστοι. Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές Χωροστάθμηση, Καβάλα, 1965, Τα κύματα και οι φωνές, Θεσσαλονίκη, 1971, Το δόντι της πέτρας, Θεσσαλονίκη, 1975, Συνοπτική διαδικασία, Θεσσαλονίκη, 1980, Έσχατη υπόσχεση (1958-1978), εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1984, Πάροδος Μοναστηρίου, εκδ. Στιγμή, Αθήνα, 1989, Σημειώσεις για ποιήματα που δε γράφτηκαν, εκδ. Χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη, 1993, Έσχατη υπόσχεση (1958-1992), εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1996, Ονείρων κοινοκτημοσύνη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2002, και τα πεζά Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1980, Σταθερή απώλεια, διηγήματα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1992, Σπαράγματα, νουβέλα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1997, Διέφυγε το μοιραίον, διηγήματα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2003, Καταδολίευση, μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος, 2006. Εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες. Επίσης έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά, ιταλικά, πολωνικά, ρουμανικά.
H ποίηση δίνει μιαν απάντηση στην ανερμήνευτη ζωή μας. Ίσως, ακόμη, μας δίνει μιαν υπόσχεση πως τίποτε δεν χάνεται κι όλα κάποτε αθροίζονται στην ψυχή μας.
Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1998 για το βιβλίο του Σπαράγματα και το 2004 έλαβε βραβείο διηγήματος της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το βιβλίο του Διέφυγε το μοιραίον. Το 2014 εξέδωσε τη νουβέλα Συντυχία, ένθετο βιβλίο στο περιοδικό «Ένεκεν» τ. 33, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2014, Θεσσαλονίκη. Το 2016 εκδόθηκε ο τόμος Έσχατη Υπόσχεση (συγκεντρωτική ποιημάτων 1958-2010), από τις εκδόσεις του περιοδικού «Ένεκεν» στη Θεσσαλονίκη.
Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Όταν ήταν, σύμφωνα με την ηλικία μου, να πάω σχολείο, έγινε ο πόλεμος του 1940. Στην Καβάλα είχαμε διπλή Κατοχή: γερμανική και βουλγαρική. Οι Βούλγαροι καταργήσανε κάθε τι το ελληνικό, θέλοντας να προσαρτήσουν την περιοχή στο βασίλειό τους. Έτσι δεν υπήρχαν ελληνικά σχολεία για να πάω. Μόνο βουλγαρικά, και βέβαια εκεί δεν πήγα. Μάζεψαν και κάψανε όλα τα ελληνικά βιβλία.
Μέχρι το 1943, τότε ήμουν οκτώ χρόνων, δεν γνώριζα ανάγνωση και γραφή. Η μητέρα μου, θέλοντας να βρει μια λύση στο πρόβλημα, παρακάλεσε μια γειτόνισσά μας, που είχε τελειώσει το γυμνάσιο, να μου μάθει «γράμματα». Έτσι, κάθε μέρα μάς κλείδωνε στο υπόγειο, όπου η κυρία Μαρία μού μάθαινε ανάγνωση και γραφή πάνω σε μια σπασμένη πλάκα. Όταν τον Οκτώβρη του 1944 μπήκε ο ΕΛΑΣ στην Καβάλα και άνοιξε τα σχολεία, ήμουν από τα ελάχιστα παιδιά που γνώριζαν ανάγνωση και γραφή.
Βιβλία στο σπίτι δεν είχαμε. Αλλά και πουθενά σε άλλους δημόσιους χώρους δεν υπήρχαν. Απέκτησα τα πρώτα μοναδικά μου βιβλία όταν το 1946 η UNRRA μας μοίραζε ρούχα της αμερικανικής βοήθειας και των Ηνωμένων Εθνών μέσα σε μια καπναποθήκη. Τότε μου δώσανε ένα μπουφάν και καθώς κατέβαινα τις σκάλες βλέπω μια στοίβα πεταμένα βιβλία. Αρπάζω δύο και τα τυλίγω στο μπουφάν. Τρέχοντας, έφτασα στο σπίτι, άνοιξα να δω τι είχα αρπάξει από τα βιβλία που δεν είχαν προλάβει να καταστρέψουν οι Βούλγαροι.
Το ένα ήταν Ο Αρχιληστής Ντελίβοριας και το άλλο Οι Άθλιοι του Βίκτωρος Ουγκό, σε απλοποιημένη και συντομευμένη έκδοση, και τα δύο ήταν φυλλάδια από κάποιο λαϊκό περιοδικό που κάποιος τα είχε δέσει.
Βιβλία δεν υπήρχαν. Πολύ αργότερα βρήκα στο Κατηχητικό και στη βιβλιοθήκη του Αμερικανικού Κέντρου Πληροφοριών. Αγόρασα το πρώτο μου βιβλίο, με χρήματα από τα κάλαντα, το 1951. Ήταν ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα. Η Δημοτική Βιβλιοθήκη του Δήμου Καβάλας άνοιξε το 1957. Πρώτη διευθύντρια, η κυρία Μαρία Καραβολάνη- Χουρμουζιάδη.
Έβλεπα όμως πολλές ταινίες, αφού το εργαστήρι του πατέρα μου ήταν δίπλα στον κινηματογράφο «Τιτάνια» και από τις πίσω πόρτες μπαινόβγαινα ελεύθερα.
Ποιοι ποιητές σας επηρέασαν;
Τα διαβάσματά μου ήταν τυχαία, ό,τι έπεφτε στο χέρι μου. Μόνο το 1954 όταν κατέβηκα στην Αθήνα σαν φοιτητής και έμενα, κατά καλή μου τύχη, σε μια Φοιτητική Στέγη, βρήκα εκεί μια μεγάλη βιβλιοθήκη, όπου έπεσα «με τα μούτρα». Τότε διάβασα το Έγκλημα και τιμωρία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που με συγκλόνισε. Και πάλι τα διαβάσματά μου ήταν τυχαία.
Απόκτησα κάποια συνείδηση των πραγμάτων όταν το 1956 στην Καβάλα ο ποιητής Γιώργος Στογιαννίδης μου έδωσε να διαβάσω βιβλία του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Μίλτου Σαχτούρη. Τότε λύθηκε ο κόμπος κι άρχισε να στάζει η γραφή των πρώτων στίχων, που είχαν κάτι προσωπικό.
Πότε δημοσιεύσατε το πρώτο σας ποίημα;
Δημοσίευσα για πρώτη φορά ένα ποίημά μου στην εφημερίδα της Καβάλας «Έρευνα» στις 4 Αυγούστου 1958. Ήταν το ποίημα «Ρέκβιεμ της αγάπης» με υπογραφή Π. Χ. Μαρτάκος. Η πόλη ήταν μικρή και κάθε πνευματική δραστηριότητα ύποπτη.
Γιατί συγκεντρώσατε τα ποιήματά σας σε έναν τόμο με τον τίτλο Έσχατη Υπόσχεση 1958-2010 στις εκδόσεις Ένεκεν;
Ήθελα να συγκεντρώσω όλα τα ποιήματά μου σε έναν τόμο γιατί ο χρόνος περνούσε επικίνδυνα. Κάποιοι εκδότες στην Αθήνα μου είπαν ότι είχαν οικονομικά προβλήματα και αδυνατούσαν να εκδώσουν το βιβλίο. Ο χρόνος περνούσε. Το 2014 μου ζήτησαν από το Ένεκεν να τους δώσω ένα ανέκδοτο διήγημα. Έτσι δημοσιεύθηκε η μικρή νουβέλα Συντυχία σαν ένθετο στο περιοδικό. Αργότερα, σε μια συζήτησή μου με τον εκδότη του Ένεκεν Γιώργο Γιαννόπουλο, αν θα μπορούσε να εκδώσει το βιβλίο μου Έσχατη Υπόσχεση, η απάντησή του ήταν αφιλοκερδώς θετική.
Γράφετε ότι «Οι άνθρωποι ωριμάζουν με σιωπή και στέρηση...». Μήπως αυτό το είχαμε για χρόνια ξεχάσει; Και τώρα τι θα κάνουμε;
Το ποίημα αυτό, από την ποιητική συλλογή Χωροστάθμηση, αναφέρεται στα δύσκολα χρόνια που περάσαμε όλοι μας. Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος και βέβαια στα μετεμφυλιακά χρόνια της ταπείνωσης. Η ύπαρξή μας έπρεπε να συμπυκνωθεί στο ελάχιστο και να προχωρήσει σε βάθος. Σκέψεις και αισθήματα βαθιά εργάζονταν για τη γνώση και την επιβίωση. Από εκεί μέσα βγήκε η ποίησή μας, σαν μέθοδος αναπνοής. Έτσι ονόμασε την ποιητική του συλλογή Μέθοδος Αναπνοής το 1966 ο αδελφικός μου φίλος ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου.
Η Ιστορία πάντα αλλάζει ρυθμούς, η ζωή κάνει κύκλους, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι επιζήσαμε με την αντίστασή μας στην καθημερινή αθλιότητα. Κι αν η ποίησή μας κάτι έχει να πει σήμερα, είναι γι’ αυτόν τον λόγο. Γιατί κάνει τη σιωπή γλώσσα.
Με ρωτάτε αν υπάρχει ελπίδα; Λέω «Ναι», εάν αποφασίσουμε να φτιάξουμε αυτόν τον κόσμο με τα χέρια της ψυχής και του νου μας και όχι με τις διαθέσεις του Κεφαλαίου που θερίζει τώρα πια πλανητικά.
Πώς γίνεται, ενώ τα ποιήματά σας είναι γραμμένα πριν από χρόνια, να μας αγγίζουν στο βάθος της ψυχής και της καρδιάς;
Αυτό δεν μπορώ να το πω εγώ. Αλλά αν είναι έτσι όπως το λέτε εσείς, τότε φαίνεται πως οι λέξεις με τις οποίες είναι χτισμένα τα ποιήματα δεν είναι κενοί ήχοι που χαϊδεύουν τα αυτιά μας αλλά έχουν μια μεγάλη και βαθιά ενδοχώρα γεμάτη υπαρξιακά και κοινωνικά βιώματα, σκέψεις και αισθήσεις. Λέξεις που σχίσανε τις σάρκες μας και βγήκανε στο φως. Ακόμη είναι ο χρόνος και ο τόπος που δένουν τις λέξεις κι έτσι όλα αυτά μαζί δημιουργούν την ομιλία του ποιητή. Τέλος, οι ζωντανές πια λέξεις συνθέτουν το ποίημα.
Γράφετε: «Καθώς η αγάπη επιζητά την ολοκλήρωση, την έσχατη εκμηδενίζει απολογία...». Τι είναι για σας η ποίηση;
Κανένας ποιητής δεν θα μπορούσε ή ίσως και δεν θα ήθελε να πει τι είναι γι’ αυτόν η ποίηση. Ήδη όμως με τις προηγούμενες ερωτήσεις σας ίσως να έχω δώσει κάποιες απαντήσεις.
Θα μπορούσα να προσθέσω: Βοηθάει να δούμε, να κατανοήσουμε πέρα και πίσω από τις λέξεις, τις αλήθειες που κυκλοφορούν στην ανθρώπινη ουσία και κοινωνία. Βοηθάει στο να είμαστε μέλη μιας εξανθρωπισμένης κοινωνίας και όχι άτομα αλλοτριωμένα. Βοηθάει να ζήσουμε με ομορφιά, με έρωτα, με αγάπη, με δικαιοσύνη, υπολογίζοντας την ύπαρξη των άλλων, σεβόμενοι τη δική μας ύπαρξη. Έτσι, η ποίηση δίνει μιαν απάντηση στην ανερμήνευτη ζωή μας. Ίσως ακόμη μας δίνει μιαν υπόσχεση πως τίποτε δεν χάνεται κι όλα κάποτε αθροίζονται στην ψυχή μας.
Στην εποχή μας με τα τόσα προβλήματα, μπορεί ακόμη η ποίηση να μας βοηθήσει να ανεβούμε λίγο ψηλότερα;
Όλες οι εποχές ήταν δύσκολες. Οι άνθρωποι πάντα κερδίζανε ή έχαναν τη ζωή τους με αγώνες. Υπαρξιακούς και κοινωνικούς. Η ποίηση θα έρχεται πάντα, απρόσμενα, μ’ ένα δροσερό μαντήλι να σφουγγίσει τα ιδρωμένα και παραμορφωμένα μας πρόσωπα.
Διαβάζουν οι νέοι ποίηση;
Αν λάβουμε υπόψη μας τις εκατοντάδες ποιητικές συλλογές που κυκλοφορούν κάθε χρόνο, τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής που πολλαπλασιάζονται και το διαδίκτυο όπου βρίθουν χιλιάδες ποιήματα, τότε πρέπει να παραδεχτούμε ότι σήμερα περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν ποίηση. Τι ποίηση, όμως, διαβάζουν, δεν το γνωρίζω.
Πέρα από την ποίηση, έχετε ασχοληθεί και με την πεζογραφία. Δεν είναι δύσκολο να ασχολείστε και με τα δύο αυτά είδη;
Είναι πράγματι δύσκολο να περνάς από το ένα είδος γραφής στο άλλο. Όμως, καθώς η ποίηση είναι γραφή πυκνή, ελλειπτική και υπαινικτική, αισθάνθηκα την ανάγκη κάποια πράγματα να τα αφηγηθώ σε μεγαλύτερη έκταση, δίνοντας ζωή και φωνή σε τόπους και ανθρώπους.
Από τον πρώτο καιρό που είχα αρχίσει να διαβάζω και να γράφω, αισθανόμουν βαθιά την ανάγκη να γράψω γι’ αυτούς που δεν πρόλαβαν να μιλήσουν, που η φωνή τους πνίγηκε, γι’ αυτούς που τους κόψανε τη γλώσσα, και ενεργώντας έτσι ίσως θα τολμούσα να μιλήσω και για τον εαυτό μου.
Χρησιμοποιείτε υπολογιστή; Ποια είναι η γνώμη σας για την τεχνολογία;
Έγραφα σχεδόν πάντα με μελάνη σε χαρτί. Δύσκολη εργασία, γιατί έπρεπε διορθώνοντας να γράφω τις ίδιες σελίδες δεκάδες φορές. Τα τελευταία χρόνια οι γιοι μου μού χάρισαν έναν υπολογιστή τον οποίο χρησιμοποιώ σαν γραφομηχανή. Και τώρα το πρώτο σχέδιο γραφής γίνεται στο χαρτί με το χέρι, μετά περνάει στη μηχανή. Εκεί όμως τα πράγματα τώρα είναι εύκολα για τις διορθώσεις, τις προσθήκες, τις αλλαγές, τις αναμορφώσεις. Και βέβαια η αποθήκευση των κειμένων σε διάφορες μορφές και βέβαια η εκτύπωση. Σίγουρα είναι μεγάλη η βοήθεια στη χειρωνακτική εργασία του γραφιά.
Όλες οι εποχές ήταν δύσκολες. Οι άνθρωποι πάντα κερδίζανε ή έχαναν τη ζωή τους με αγώνες. Υπαρξιακούς και κοινωνικούς. Η ποίηση θα έρχεται πάντα, απρόσμενα, μ’ ένα δροσερό μαντήλι να σφουγγίσει τα ιδρωμένα και παραμορφωμένα μας πρόσωπα.
Με λίγες λέξεις: η τεχνολογία είναι μια πρόοδος. Το θέμα είναι πώς θα γίνει η χρήση της. Δυστυχώς δεν έχουμε πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα. Διότι διάφορα κέντρα εξουσίας εξυπηρετούν ίδιους σκοπούς. Κάποτε πολύ σκοτεινούς. Αντί για την απελευθέρωση του ανθρώπου, οδηγούν σε απάνθρωπη δουλεία.
Ποιους ποιητές θα μας προτείνατε να διαβάσουμε σήμερα;
Δεν θέλω να κάνω καταλόγους που να μοιάζουν προγραφές. Υπάρχουν, ευτυχώς, στην ελληνική γλώσσα πολλοί άξιοι ποιητές. Ο αναγνώστης ας επιλέξει αυτούς που ερεθίζουν την ψυχή και τον νου του.
Πριν λίγα χρόνια η ποίηση ή τα βιβλία εκδίδονταν μόνο σε έντυπη μορφή. Σήμερα που υπάρχει οικονομικό πρόβλημα, το ίντερνετ δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μια διέξοδο για τους νέους που γράφουν ποίηση;
Νομίζω πως αυτό γίνεται και θα γίνεται όλο και περισσότερο. Με προβληματίζει η ευκολία της δημοσίευσης πόσο θα επηρεάζει την ποιότητα. Προσωπικά μου αρέσει να κρατώ ένα βιβλίο με ποιήματα στο χέρι.
Ποια ποιητική συλλογή έχετε δίπλα στο μαξιλάρι σας:
Ο πειρασμός είναι μεγάλος για να σας αναφέρω το τελευταίο μου βιβλίο Έσχατη Υπόσχεση, ποιήματα 1958-2010, αλλά ας σοβαρευτούμε: Κατά καιρούς επανέρχομαι σε ποιητές και φίλους όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Κλείτος Κύρου, ο Γιώργος Στογιαννίδης, ο Ανέστης Ευαγγέλου και στα τελευταία βιβλία του Τασου Λειβαδίτη. Ο κατάλογος δεν τελειώνει βέβαια εδώ. Ευτυχώς.
Ένα αγαπημένο ποίημα.
Η πρώτη στροφή από το ποίημα του Ανδρέα Κάλβου «Εις Σάμον». Μου το διάβαζε η μητέρα μου στην Κατοχή από ένα παλιό αναγνωστικό που είχε πέσει στα χέρια της. Κι ας είχε τελειώσει μόνον την τρίτη δημοτικού στην πατρίδα της, τη Σαμψούντα.
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
Έσχατη υπόσχεση
Ποιήματα 1958-2010
Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου
Ένεκεν
308 σελ.
ISBN 978-960-86532-2-1
Τιμή: €12,00
Πηγή : diastixo.gr