Πολυχρόνης Κουτσάκης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης γεννήθηκε το 1974 στα Χανιά. Η σειρά των νουάρ αστυνομικών μυθιστορημάτων του με πρωταγωνιστή τον Στράτο Γαζή (Αθηναϊκό μπλουζ, Baby Blue) κυκλοφορεί στην Ελλάδα (Εκδόσεις Πατάκη), στις ΗΠΑ, στην Αγγλία και στην Αυστραλία (Bitter Lemon Press). Το Publishers Weekly συνέκρινε τη δουλειά του με εκείνη του Ρέιμοντ Τσάντλερ και του Τζέιμς Ελρόι. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού-Νεανικού Βιβλίου 2016 για το μυθιστόρημά του Μια ανάσα μόνο (2ο βιβλίο της «Τριλογίας της Κρήτης») και δύο φορές με Κρατικό Βραβείο Θεατρικού Έργου (2005, 2007) από το Υπουργείο Πολιτισμού. Θεατρικά έργα του έχουν παιχτεί και βραβευτεί στις ΗΠΑ, στην Αγγλία και στην Ελλάδα και έχουν εκδοθεί στον Καναδά. Το τελευταίο αστυνομικό του μυθιστόρημα, Το ομορφότερο τέλος στον κόσμο, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πατάκη και έδωσε την αφορμή για τη συζήτηση που ακολουθεί.
Ποια είναι τα πρώτα σας διαβάσματα;
«Κλασικά Εικονογραφημένα» (ακόμα τα έχω σε τόμους στο σπίτι μου) και Ιούλιος Βερν. Εξακολουθώ να προσπαθώ να πείσω οποιονδήποτε συναντώ και δεν έχει διαβάσει την Παράξενη διαθήκη του Βερν ότι είναι το καλύτερό του μυθιστόρημα.
Ποιοι συγγραφείς σάς επηρέασαν;
Νομίζω πως με έχουν επηρεάσει όλοι οι συγγραφείς τους οποίους έχω διαβάσει, τόσο οι μυθιστοριογράφοι όσο και οι θεατρικοί συγγραφείς. Ακόμα και εκείνοι που δεν μου άρεσε η δουλειά τους, διότι βλέποντας τι δεν σου αρέσει αντιλαμβάνεσαι καλύτερα πού θέλεις να οδηγήσεις τη δική σου δουλειά. Πιο έντονα θα έλεγα πως με επηρέασαν οι τέσσερις μεγάλοι συγγραφείς αμερικάνικης αστυνομικής λογοτεχνίας: Ρέιμοντ Τσάντλερ, Ντάσιελ Χάμετ, Ρος Μακντόναλντ, Ρόμπερτ Μπ. Πάρκερ. Στο θέατρο, η μεγάλη μου επιρροή είναι ο Νιλ Σάιμον, παρόλο που μέχρι τώρα κανένα σχεδόν από τα έργα μου (με εξαίρεση 2 μικρά μονόπρακτα) δεν ήταν καθαρή κωμωδία. Σκοπεύω να το διορθώσω αυτό.
Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε;
Το 1995, φοιτητής στο τέταρτο έτος, παρακολουθούσα στην τηλεόραση την ελληνική σημαία να καίγεται στο Πολυτεχνείο κατά τη διάρκεια επεισοδίων. Στην τηλεοπτική εκπομπή άλλοι κατακεραύνωναν εκείνους που έκαιγαν τη σημαία-σύμβολο της πατρίδας και άλλοι τούς υπερασπίζονταν, εξηγώντας πως αυτοί που το κάνουν διαμαρτύρονται ενάντια στο κράτος, όχι στην πατρίδα. Τότε σκέφτηκα πως μπορεί όλοι αυτοί, που φαίνεται να έχουν τόσο γερά διαμορφωμένες απόψεις και πλήρεις γνώσεις επί του θέματος, να μην ξέρουν τι τους γίνεται. Μπορεί κάποιος να βρίσκεται ανάμεσα σε εκείνους που καίνε τη σημαία για εντελώς προσωπικούς λόγους, που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί. Κι επειδή μου άρεσε πολύ αυτή η ιδέα, μου ήρθε μια δεύτερη: να κάτσω να γράψω ένα μυθιστόρημα βασισμένο πάνω της. Έτσι, δύο χρόνια αργότερα προέκυψε Το κάψιμο της σημαίας, το πρώτο μου μυθιστόρημα, που είναι ένα θρίλερ γύρω από τη ζωή μιας παρέας φοιτητών.
Τι είναι αυτό που σας κάνει να εμπνέεστε και να γράφετε;
Όλα όσα ζω, τα υπέροχα και τα λιγότερο υπέροχα. Μου δημιουργούν εικόνες ή φράσεις στο μυαλό και αυτές με τη σειρά τους με κάνουν να αναρωτιέμαι ποιος ήρωας θα μπορούσε να ζει αυτή την εικόνα ή να λέει αυτή τη φράση – και, αν ο ήρωας μου φαίνεται αρκετά ενδιαφέρων, αρχίζω να ασχολούμαι περισσότερο μαζί του. Μερικοί από αυτούς τους ήρωες γίνονται τελικά πρωταγωνιστές ή δευτεραγωνιστές στα βιβλία μου.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το τελευταίο σας μυθιστόρημα, Το ομορφότερο τέλος στον κόσμο. Ποιος ήταν ο λόγος που το γράψατε;
Είναι ένα μυθιστόρημα που με «ταλαιπωρούσε» επί 14 χρόνια. Ο λόγος ήταν ότι η αρχική ιδέα μού άρεσε τόσο πολύ ώστε αποφάσισα, για να την τιμήσω, να βρω την «τέλεια» κατά τη γνώμη μου ισορροπία ανάμεσα στην αστυνομική και στην ερωτική ιστορία που συνδυάζονται στο βιβλίο. Και δεν την έβρισκα. Και έγραφα και έσκιζα (είμαι δεινόσαυρος, γράφω τα περισσότερα κομμάτια των μυθιστορημάτων μου στο χέρι) και έγραφα και έσκιζα και εκνευριζόμουν με τον εαυτό μου και έγραφα άλλα βιβλία που κυλούσαν όπως ήθελα, αλλά αυτό αρνιόταν. Έχω κάνει τρομερή προπόνηση στο μίνι μπάσκετ προς το καλάθι σκουπιδιών του γραφείου μου, ύστερα από τόσες χιλιάδες πεταμένες σελίδες. Τελικά, ελπίζω ότι κατάφερα να βρω την ισορροπία ανάμεσα στις δύο ιστορίες. Ο λόγος που το έγραψα είναι αυτός ακριβώς, ότι δηλαδή έχω διαβάσει πολλά εξαιρετικά αστυνομικά μυθιστορήματα όπου υπάρχει και λίγος έρωτας μέσα, καθώς και ιστορίες αγάπης που έχουν και λίγο μυστήριο μέσα. Ήθελα λοιπόν να δοκιμάσω να γράψω για έναν τεράστιο έρωτα που τελείωσε βάναυσα και να τον συνδυάσω με ένα εξίσου μεγάλο μυστήριο για τον λόγο που έπρεπε αυτός ο έρωτας να τελειώσει.
Ο Χρήστος Πάλλης γνώρισε τυχαία τη Μαριάννα και δημιούργησε μαζί της μια υπέροχη σχέση. Ποιοι παράγοντες κάνουν ένα ζευγάρι να έχει καλή χημεία;
Νομίζω πως ένας παράγοντας είναι ο κυρίαρχος: η τύχη. Προφανώς πρέπει να υπάρχουν και κοινά ενδιαφέροντα, κοινή αίσθηση του χιούμορ, κοινοί ηθικοί και αισθητικοί κώδικες. Αλλά κυρίως είναι η τύχη. Διότι οι ίδιοι δύο άνθρωποι αν βρίσκονταν σε άλλη φάση της ζωής τους μπορεί να μην είχαν εξίσου καλή χημεία. Πρέπει να «κουμπώσει» η στιγμή για να δημιουργηθεί η χημεία. Και μετά, για να διατηρηθεί, χρειάζεται και τύχη και πολλή προσπάθεια και από τους δύο.
Κάποια στιγμή συμβαίνει κάτι απρόοπτο στη Μαριάννα. Μπορούμε να διαχειριστούμε την απώλεια του συντρόφου μας;
Εξαρτάται από τόσο πολλούς παράγοντες αυτό, ώστε δεν μπορώ να δώσω μία απάντηση. Εξαρτάται από το βάθος της σχέσης, από το πλήθος των ενδιαφερόντων εκείνου/εκείνης που μένει πίσω και θρηνεί, από το πλήθος των φίλων που μπορούν να του/της συμπαρασταθούν ουσιαστικά.
Υπάρχει όμως μια έκπληξη. Η γυναίκα που ψάχνει ο Χρήστος μοιάζει με τη δική του Μαριάννα. Υπάρχει τέτοια πιθανότητα στην πραγματικότητα ή στη συγγραφή όλα μπορούν να συμβούν;
Δεν είναι σημαντικό «σπόιλερ», οπότε μπορούμε να το πούμε: η γυναίκα που ψάχνει ο Χρήστος είναι η Μαριάννα, την οποία νόμιζε νεκρή εδώ και δέκα χρόνια. Όπως μας δείχνουν οι ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου καθημερινά απ’ όλο τον κόσμο, όσα συμβαίνουν στην πραγματικότητα συχνότατα ξεπερνούν τη φαντασία οποιουδήποτε συγγραφέα.
Πρέπει να «κουμπώσει» η στιγμή για να δημιουργηθεί η χημεία.
Όλοι οι ήρωές σας μοιάζουν σαν τα πρόσωπα που ζουν δίπλα μας. Η εμπειρία βοηθά στο πλάσιμο των χαρακτήρων κατά τη γραφή;
Σας ευχαριστώ πολύ, αυτό είναι κάτι που προσπαθώ πολύ να πετύχω. Ναι, η εμπειρία βοηθά σημαντικά, και γι’ αυτό είναι καλό να γράφει κανείς για χαρακτήρες που τους καταλαβαίνει καλά. Αυτό μπορεί να το πετύχει και μέσω της καθημερινής τριβής με πολλούς ανθρώπους και μέσω έρευνας, ώστε να γνωρίσει κοινότητες έξω από τη δική του. Παραδείγματος χάριν, για να γράψω το προηγούμενο αστυνομικό μου μυθιστόρημα, το Baby Blue, χρειάστηκε να κάνω έρευνα πάνω σε προχωρημένα ταχυδακτυλουργικά κόλπα, καθώς και έρευνα γύρω από τις κοινότητες των αστέγων και την καθημερινότητα των τυφλών.
Η οικονομική κρίση επηρέασε και το αναγνωστικό κοινό. Συνεχίζει να διαβάζει ο μέσος αναγνώστης;
Η κρίση είναι παγκόσμια και τα αποτελέσματά της είναι αντίστοιχα με εκείνα πριν από την κρίση. Δηλαδή, ο μέσος αναγνώστης στο εξωτερικό διαβάζει λιγότερο, αλλά εξακολουθεί στις περισσότερες χώρες να διαβάζει πολύ. Στην Ελλάδα, που το αναγνωστικό κοινό ακόμα και πριν από την κρίση δεν ήταν μεγάλο, τώρα έχει μειωθεί, φοβάμαι, περισσότερο. Όμως η κρίση έχει και ένα θετικό: ότι μπορεί το βιβλίο, λόγω της χαμηλής τιμής του, να αρχίσει να προσελκύει και στην Ελλάδα μεγαλύτερο κοινό, ως φθηνή (στην τσέπη) αλλά ακριβή (για τον νου) ψυχαγωγία.
Είστε από τους ανθρώπους που τους αρέσει να ονειρεύονται;
Σε σημείο που όλη μου η οικογένεια προβληματίζεται όταν οδηγώ, γιατί βλέπουν ότι ο νους μου είναι πάλι κάπου αλλού.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία και σας έκανε εντύπωση;
Το Κάθε μέρα άλλος του David Levithan είναι αριστούργημα. Η Σκοτεινή ύλη του Blake Crouch είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο, που θα ήταν αριστούργημα αν είχε διαφορετικό τέλος.
Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες μας;
Την καλημέρα μου.
Το ομορφότερο τέλος στον κόσμο
Πολυχρόνης Κουτσάκης
Εκδόσεις Πατάκη
324 σελ.
ISBN 978-960-16-7863-4
Τιμή €15,50
πηγή : diastixo.gr